Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019

Τα δύο κάστρα του Ναβαρίνου


Του εκ Χώρας Τριφυλίας
 Γιάννη Μπίρη
Το Παλιοναβαρίνο ή Παλαιόκαστρο.
Πηγαίνοντας κανείς σήμερα στο Μουσείο της Στοάς του Αττάλου, στην αρχαία αγορά της Αθήνας, ανάμεσα στα άλλα μπορεί να δει και μια ασπίδα που εκτίθεται εκεί και φέρει την αναθηματική επιγραφή:
«ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΑΠΟ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΕΚ ΠΥΛΟΥ»
Αυτή ήταν μια από τις πολλές ασπίδες που είχαν αναρτήσει οι Αθηναίοι στην Ποικίλη Στοά, που δεν υπάρχει σήμερα αφού από εκεί πέρασε ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, δίπλα στην Αγορά. Οι ασπίδες αυτές είχαν αναρτηθεί εκεί σαν κτέρισμα αλλά και καύχημα της μεγάλης τους νίκης στη μάχη της Σφακτηρίας. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η ασπίδα του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα. Ο στρατηγός Δημοσθένης, παππούς του γνωστού Αθηναίου ρήτορα, την άνοιξη του 425π.Χ. είχε καταλάβει την οχυρή θέση του όρμου του Κορυφασίου, στην ακρόπολη της Πύλου, σαν αντιπερισπασμό στην προσπάθεια κατάληψης της Αθήνας από το στρατό του Σπαρτιάτη βασιλιά Αγη.......
Από εκεί, ο Δημοσθένης εξαπέλυε τις «δυνάμεις καταδρομών» του, δηλαδή μικρά σώματα ατάκτων μαζί με Πύλιους επαναστατημένους είλωτες, που έφερναν μεγάλη φθορά στους Σπαρτιάτες της ενδοχώρας. Ετσι, ανάγκασε τη Σπάρτη να στείλει στρατό και στην κατεχόμενη Μεσσηνία, αποδυναμώνοντας με τον τρόπο αυτό την πολιορκία της Αθήνας.
Πάνω στα θεμέλια μιας παλιάς πελασγικής οχύρωσης, κατά την κατοίκηση της Πύλου του Κορυφασίου, μετά την καταστροφή της ομηρικής Πύλου στο λόφο του Ανω Εγκλιανού, είχε χτιστεί οχυρή ακρόπολη με το Ιερό της Κορυφασίας Αθηνάς. Σε αυτήν τη βραχώδη και απόκρημνη κορυφή της ακρόπολης της Πύλου λοιπόν, οχυρώθηκαν Αθηναίοι και ήταν σχεδόν απρόσβλητοι. Οι Σπαρτιάτες, αφού ήλθαν με αρκετές δυνάμεις στην περιοχή, προσπάθησαν, υπό τις διαταγές του στρατηγού Βρασίδα, να καταλάβουν με απόβαση την οχυρή θέση και να διώξουν τους Αθηναίους.
Παράξενο θέαμα. Οι Αθηναίοι στη στεριά και οι Σπαρτιάτες από τη θάλασσα! Στην κοπιαστική αυτή προσπάθεια της απόβασης από τα πλοία για την κατάληψη του οχυρού, ο Βρασίδας γλίστρησε και, αφού χτύπησε στο κεφάλι του, έχασε τις αισθήσεις του αλλά και... την ασπίδα του. Η οχυρή ακρόπολη του Κορυφασίου αλλά και η ασπίδα του Βρασίδα έμειναν στα χέρια των Αθηναίων. Λίγο αργότερα, τον Αύγουστο του 425 π.Χ., οι Αθηναίοι αφού ενισχύθηκαν με τρεις τριήρεις του Κλέωνα κατάφεραν να αποκλείσουν τον Σπαρτιάτη στρατηγό Επιτάδα με 292 οπλίτες, από τους οποίους οι 120 ήταν Σπαρτιάτες, στη βόρεια κορυφή της Σφακτηρίας, ακριβώς απέναντι από την ακρόπολη του Κορυφασίου. Εκεί, μετά από αποκλεισμό εβδομήντα δύο ημερών, οι Σπαρτιάτες παραδόθηκαν αφού ο Επιτάδας ήταν πια νεκρός. Η παράδοση έγινε στο στρατηγό Κλέωνα. Ομως εμπνευστής αυτού του ανορθόδοξου πολέμου και της τελικής νίκης των Αθηναίων ήταν ο νεαρός στρατηγός Δημοσθένης. Η διήγηση του Θουκυδίδη για τον έβδομο χρόνο του πολέμου, στο τέταρτο βιβλίο της «Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου» είναι απλή, δραματική, λιτή και ωμή:
«...Οι δε (Σπαρτιάτες) καθ’ εαυτούς βουλευσάμενοι τα όπλα παρέδωσαν και σφας αυτούς. Και ταύτην την ημέραν και την επιούσαν νύκτα εν φυλακή είχον αυτούς οι Αθηναίοι· τη δε υστεραία οι μεν Αθηναίοι τρόπαιον στήσαντες εν τη νήσω τάλλα διεσκευάζοντο ως ες πλουν και τους άνδρας τοις τριηράρχοις διεδίδοσαν ες φυλακήν, οι δε Λακεδαιμόνιοι κήρυκα πέμψαντες τους νεκρούς διεκομίσαντο».
Το οχυρό των αποκλεισμένων Σπαρτιατών στην ψηλότερη κορυφή της Σφακτηρίας, στη θέση Αϊ-Λιάς, διατηρήθηκε για αιώνες, μέχρι την πρόσφατη ιταλική κατοχή. Τότε οι Ιταλοί κατέστρεψαν το οχυρό του Επιτάδα και των ανδρών του. Κατά τον Θουκυδίδη, που είχε επισκεφθεί την περιοχή, αυτή η θέση διέθετε και κυκλώπειες πελασγικές οχυρώσεις, πολύ παλιότερες της εποχής του Πελοποννησιακού πολέμου (Ξυγγραφή Δ΄).
Μετά την παράδοσή τους, οι Σπαρτιάτες πρότειναν ανακωχή και ειρήνη με ιδιαίτερα βαρείς γι’ αυτούς όρους. Ομως οι υπερόπτες Αθηναίοι δεν δέχθηκαν την προτεινόμενη ειρήνη και έτσι συνεχίστηκαν τα δεινά του Πελοποννησιακού πολέμου. Η ασπίδα του Βρασίδα, μαζί με πολλές άλλες από τους παραδοθέντες Σπαρτιάτες, στόλισε την Ποικίλη Στοά της Αγοράς των Αθηναίων. Η ασπίδα που βλέπουμε σήμερα στο Μουσείο της Στοάς του Αττάλου δεν πρέπει βέβαια να συνδέεται απαραίτητα με τον Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα.
Η οχυρή θέση της ακρόπολης του ακρωτηρίου Κορυφασίου, που περιέγραψε και ο Παυσανίας στο πέρασμα του από την περιοχή περίπου το 160μ.Χ., κατά τη διαδρομή των αιώνων και τις κοινωνικές και κυρίως θρησκευτικές ανακατατάξεις υποβαθμίστηκε, εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε.
Το 1286, ο Φράγκος Nicola II de Saint Omer, ο γερο-Νικόλας της Κουγκέστας [«Το Χρονικόν του Μορέως»], βάιλος του Μοριά και δεύτερος σύζυγος της Αννας-Αγγελίνας Κομνηνής, χήρας του Guillaume II, de Villehardouin, ήλθε στην περιοχή της Πυλίας που ήταν προίκα της γυναίκας του. Ο Guillaume II, de Villehardouin ή Καλαμάτης ή και Μακρυδόντης ήταν ο δεύτερος γιος του Geoffroy I de Villehardouin. Μετά το θάνατο του πατέρα τους, ανέλαβε τη βαρονία της Καλαμάτας ο αδελφός του Geoffroy II. Μετά από αυτόν ανέλαβε ο δημοφιλής Guillaume II, ο πρώτος από τους Φράγκους άρχοντες που γεννήθηκε στην Καλαμάτα (γι’ αυτό ονομαζόταν και Καλαμάτης) και μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Η αποδοχή του Guillaume II ήταν μεγάλη και ο σεβασμός προς τη χήρα του αλλά και το νέο σύζυγό της, το Nicola II de Saint Omer, ανάλογος. Ο Nicola II έχτισε πρώτα στην άγνωστη σήμερα περιοχή του Μανιατοχωρίου, ένα μικρό καστέλι για τη φύλαξη της περιφέρειας των χωριών της Πύλου, που ανήκαν στη νέα σύζυγό του.
« στην χώραν του Μανιατοχωρίου, έναν μικρόν καστέλλιν
διά φύλαξιν του τόπου του κατά των Βενετίκων»…
[«Το Χρονικόν του Μορέως» κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης, στίχοι 8094-95]
Αμέσως μετά, το 1287, σε έκταση περίπου πενήντα στρεμμάτων, γύρω αλλά και νότια από την αρχαία ακρόπολη του Κορυφασίου, θεμελίωσε το φρούριο που βλέπουμε σήμερα πάνω από τον όρμο του Ναβαρίνου, στο Port de Jonc (το λιμάνι του σχίνου) των Φράγκων. Με προφανή ανακύκλωση δομικών υλικών από τις πελασγικές οχυρώσεις, από το κατεστραμμένο ιερό της Κορυφασίας Αθηνάς αλλά και από τα κτήρια της κλασικής, ρωμαϊκής και βυζαντινής Πύλου που σήμερα βρίσκεται βυθισμένη στο Ντιβάρι, χτίστηκε το κάστρο του Παλιοναβαρίνου, το Zunchio των Φράγκων. Οι όποιες προσθήκες από τους Βενετούς ή και τους Τούρκους δεν μπορούν σε τίποτα να αλλοιώσουν τον φράγκικο χαρακτήρα του οχυρού. Η κάτοψή του έχει σχήμα τετραπλεύρου και χωρίζεται σε δυο περιβόλους, τον ανατολικό και το δυτικό. Στο δυτικό τμήμα, όπου πρέπει να ήταν και η θέση της ακρόπολης της κλασικής Πύλου, χτίστηκε ο καστρόπυργος του Nicola II de Saint Omer, που αργότερα έγινε το διοικητήριο και για τους μετέπειτα κυρίους του κάστρου. Στον ανατολικό περίβολο ήταν ο κυρίως οικισμός, πυκνοκατοικημένος όπως δείχνουν τα ερείπια των κτισμάτων που μπορεί να αναζητήσει, ανάμεσα σε πυκνή θαμνώδη βλάστηση και δέντρα, ο σημερινός επισκέπτης. Πυκνή και η δόμηση, λόγω της μεγάλης ασφάλειας που παρείχε το κάστρο αλλά και του αναπτυγμένου εμπορίου που υπήρχε εκεί στην περίοδο της ακμής του.
Από τον Τούρκο περιηγητή του 17ου αιώνα, Evliya Çelebî, αυτά τα ερείπια, τότε ήταν ογδόντα μικρά και στενά σπίτια, ένα τζαμί και πέντε μαγαζιά. Οταν επισκέφθηκε το κάστρο ο Pouqueville το 1816, μαζί με την εικόνα παρακμής που παρουσιάζει δίνει και την ταυτότητα στα δυο από τα πέντε μαγαζιά του κάστρου:
«Σήμερα το Ναβαρίνο δεν διαθέτει πια παρά μόνο τέσσερις ετοιμόρροπους προμαχώνες, εφοδιασμένους με σιδερένια κανόνια χωρίς κιλλίβαντες, κάτι που δεν εμποδίζει το οχυρό να συγκαταλέγεται στις οχυρές πόλεις, που διαθέτουν τους γενίτσαρους, τους κανονιέρηδες και τους βομβαρδιστές τους και που στα χρόνια μου είχαν σαν διοικητή στρατιάς ένα φούρναρη κι έναν κουρέα, που συντηρούσαν συγχρόνως, φούρνο και κουρείο στο παζάρι».
Κύριο πρόβλημα του σχεδόν απρόσβλητου οχυρού, που η κεντρική του πύλη ατενίζει το απέραντο Ιόνιο, ήταν η υδροδότησή του. Αναφέρεται ότι οι κατά καιρούς κάτοικοί του εκπαίδευαν γαϊδούρια που πάνω στα σαμάρια τους είχαν φορτωμένα μικρά βαρέλια για νερό. Τα γαϊδούρια κατέβαιναν ασυνόδευτα στο πέρασμα, στο στενό της Συκιάς, στο πηγάδι που υπάρχει και σήμερα από τη ρωμαϊκή εποχή, δίπλα στην αποβάθρα, κοντά στις λεύκες, απέναντι από τη βόρεια πλευρά της Σφακτηρίας. Εκεί κάποιος υπεύθυνος υδρονομέας τα φόρτωνε με νερό κι αυτά πάλι ασυνόδευτα, πήγαιναν το καθένα μόνο του στο σπίτι του αφεντικού του. Από αυτή την καθημερινή αναγκαιότητα προέρχεται και η τοπική έκφραση «έξυπνοι σαν τα γαϊδούρια του Ναβαρίνου».
Tο 1383, το οχυρό πέρασε στην ιδιοκτησία της τυχοδιωκτικής εταιρείας των Ισπανών της Ναβάρρας. Το 1381, ο Jaques de Beaux, ανιψιός του βασιλιά της Νάπολης Philippe III de Taranto και γιος της Jeanne de Naples, ήταν τυπικά ο νόμιμος κληρονόμος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας αλλά και του τίτλου του επιτίμου Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Ετσι, όπως πίστευε ο ίδιος, ήταν ο ηγεμόνας των φραγκικών κτήσεων στο Μοριά αλλά και του δουκάτου της Αθήνας! Θεώρησε καλό λοιπόν να καταλάβει, με τη βοήθεια των μισθοφόρων της εταιρείας της Ναβάρρας που είχαν φθάσει στο Μοριά στην υπηρεσία των Ιωαννιτών ιπποτών, το πριγκιπάτο του Μοριά.
Οι Ναβαρραίοι το 1381 είχαν συγκροτήσει στο πριγκιπάτο μια στρατιωτική εταιρεία, την «Societas sistens in principatu Achaiae» που είχε συσταθεί στο Μοριά για να βοηθήσει μισθοφορικά τους Ιωαννίτες ιππότες που είχαν νοικιάσει το πριγκιπάτο για πέντε χρόνια από τη μητέρα του Jaques de Beaux, Jeanne de Naples. Το 1382, οι Ιωαννίτες αποχώρησαν και έτσι οι Ναβαρραίοι ήταν ελεύθεροι να διαπραγματευθούν τις υπηρεσίες της εταιρείας τους με όποιον πρόσφερε εργασία. Ετσι τότε και ο Jaques de Beaux, με βάϊλό του το Mahiót de Coquerel, πίστεψε ότι θα καταλάβει τις φραγκικές κτήσεις στο Μοριά και θα ανασυστήσει το πριγκιπάτο. Ο Mahiót de Coquerel κατέλαβε διάφορες περιοχές και αφού κατάφερε να κυριεύσει και το οχυρό του Ναβαρίνου, έμεινε σ’ αυτό και το χρησιμοποιούσε σαν έδρα της στρατιωτικής του δύναμης. Από εδώ μάλιστα εξεστράτευσε και κυρίευσε τα κάστρα της Καλαμάτας και της Ανδρούσας. Ομως ένα χρόνο αργότερα, το 1383, πέθανε ο Jaques de Beaux, άτεκνος χωρίς να αφήσει διαδόχους. Τότε ο Mahiót de Coquerel αυτοανακηρύχθηκε ηγεμόνας της Αχαΐας και συνέχισε την τυχοδιωκτική δράση του, πολεμώντας κυρίως με τους Βυζαντινούς του Μυστρά.
Το 1423, όταν ο σουλτάνος Murat II έστειλε 25.000 στρατό στο Μοριά, για να διώξει τους Ελληνες του Δεσποτάτου και τους Βενετούς από τα κάστρα τους, το κάστρο αγοράστηκε από τη Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Οι Βενετοί πλήρωσαν 1.500 δουκάτα στον αρχιεπίσκοπο της Πάτρας, αδελφό του βαρόνου της Αρκαδιάς Centurione ΙΙ Zaccaria, γόνο ευγενών της Genova. Ετσι η Βενετία επεξέτεινε τα βόρεια σύνορα των κτήσεών της, προσθέτοντας μετά την Κορώνη και τη Μεθώνη και τρίτο δικό της οχυρό στην περιοχή. Στις 15 Αυγούστου του 1500, μετά την κατάληψη της Μεθώνης από το σουλτάνο Bayezit II και τη θηριωδία των Τούρκων με τον αποκεφαλισμό των αιχμαλώτων ανδρών της Μεθώνης, που τα κεφάλια τους σχημάτισαν δυο μακάβριες πυραμίδες, το κάστρο παραδόθηκε στους Τούρκους. Εγινε μάλιστα εικονική κατάληψη του κάστρου, αφού ο δειλός διοικητής του Carlo Contarini συμφώνησε για την παράδοση με αντάλλαγμα τη ζωή του, αν και είχε τρόφιμα και νερό για μακρόχρονη πολιορκία. Μετά την παράδοση ο Contarini καταδικάστηκε από τους Βενετούς σε θάνατο αλλά διέφυγε δυο φορές. Σκοτώθηκε δυο χρόνια αργότερα, σαν φυγάς, όταν αναγνωρίστηκε πάνω στο πλοίο που τον μετέφερε στη Βενετία, μετά από περιπέτειες και περιπλανήσεις που έκανε για να κρυφτεί και να ξεχαστεί η προδοσία του.
Το 1572, ο Don Juan της Αυστρίας, μετά τη νικηφόρα για τους Ευρωπαίους συμμάχους έκβαση της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, κατάφερε να αποκλείσει τον τουρκικό στόλο του Ülüc Ali στον όρμο του Ναβαρίνου και πολιόρκησε για ένα μήνα και το κάστρο. Μετά την αποχώρηση Don Juan του Αυστριακού, ο Ülüc Ali πόντισε παλιά πλοία και άχρηστο υλικό στο στενό της Συκιάς, μεταξύ της Σφακτηρίας και του ακρωτηρίου Κορυφασίου. Ετσι από τότε το βόρειο πέρασμα του λιμανιού έγινε ξέβαθο και αδιάβατο για μεγάλα πλοία και το λιμάνι του Ναβαρίνου έχει μόνο μια είσοδο, στο νότο, μεταξύ της νησίδας Τσιχλή-μπαμπά και της απέναντι βραχώδους ακτής. Πάνω σ’ αυτά τα βράχια ξεκίνησε να χτίζεται ο «έβδομος», που ήταν το πρώτο οχυρωματικό έργο του Selim II για το χτίσιμο του Νιόκαστρου. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για το φράγκικο κάστρο του Παλιοναβαρίνου. Σιγά-σιγά το κάστρο άρχισε να παρακμάζει.
Το 1686, όταν το κατέλαβαν οι Βενετοί του Morosini προσπάθησαν να το επισκευάσουν. Το 1715 όμως, με την αποχώρησή τους, είχαν εκπονήσει σχέδιο για την ανατίναξη και καταστροφή του κάστρου που ευτυχώς δεν πρόφθασαν να πραγματοποιήσουν. Τότε το κάστρο πέρασε και πάλι σε τουρκικά χέρια. Στα Ορλωφικά του 1770 «περαστικοί» κύριοι του κάστρου έγιναν οι Ρώσοι και στη συνέχεια οι Τούρκοι συνέχισαν το παρακμιακό έργο τους. Ερημιά και λήθη στο άλλοτε λαμπρό οχυρό.
Το 1821, το κάστρο το κατέλαβαν οι επαναστατημένοι Έλληνες υπό τον «Αγιο Μεθώνης» Γρηγόριο Παπαθεοδώρου. Το 1825, πέρασε στα χέρια των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ που μάλιστα συνέλαβαν εκεί τον «Αγιο Μεθώνης» και το Χατζη-Χρήστο. Από το 1828 η απελευθερωμένη Ελλάδα ελέγχει τις τύχες του δοξασμένου οχυρού. Βέβαια οι τύχες του δεν είναι μεγάλες. Μέχρι πριν λίγο καιρό η ερήμωση ανάμεσα στα ερείπια, η πυκνή βλάστηση και τα φίδια στα χαλάσματα έκαναν δύσκολη την επίσκεψή του και απαιτούσαν κυνηγούς περιπέτειας για την ανακάλυψη ακόμα και κάποιων αδρών χαρακτηριστικών του. Αυτή πρέπει να είναι η αιτία, που αρκετοί απ’ όσους κατά καιρούς είχαν γράψει γι’ αυτό, δεν κατάφερναν τελικά να το επισκεφθούν. Τώρα, μετά από μια σοβαρή προσπάθεια ανάδειξης του οχυρού από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, η επίσκεψη σ’ αυτό είναι ευκολότερη και ευχάριστη.
Από το πέρασμα στο στενό της Συκιάς αρχίζει το μονοπάτι που ανεβάζει στο κάστρο. Μια διαδρομή που με λίγη προσπάθεια και υπομονή επιτρέπει σε κάποιο τολμηρό επισκέπτη να ατενίσει σχεδόν το ίδιο τοπίο, τον ίδιο ορίζοντα μ’ αυτόν που ατένιζαν ο στρατηγός Δημοσθένης, ο Nicola II de Saint Omer, o Mahiót de Coquerel της Ναβάρρας, ο Evliya Çelebî, ο Μακρυγιάννης, ο «Αγιος Μεθώνης» και τόσοι άλλοι που πέρασαν από εδώ δοξάζοντας το στεφανωμένο βράχο του Κορυφασίου.
Μόνο οι προμαχώνες του και κυρίως ο κυκλικός στα ανατολικά, στέκουν αγέρωχα στο χρόνο. Οι περιμετρικές επάλξεις της δυτικής πλευράς στέκουν κι αυτές όρθιες και μετά την είσοδο στον πρώτο περίβολο, με μικρή δυσκολία μπορείς να περπατήσεις πάνω τους, ατενίζοντας το στενό της Συκιάς, την πόλη της Πύλου αλλά και το απέραντο Ιόνιο. Αφού περάσουμε το χώρισμα των δύο περιβόλων που στέκεται σαν ψηλός μαντρότοιχος ανάμεσα στα ερείπια, περνάμε και πάλι ανάμεσα στα χαλάσματα του κτηρίου της διοίκησης και φθάνουμε στα μισογκρεμισμένα μπεντένια της βόρειας πλευράς. Από εδώ η θέα είναι καταπληκτική. Η ομηρική Βοϊδοκοιλιά αλλά και ο υδροβιότοπος της λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας με το Ντιβάρι και στο βάθος την πόλη της Πύλου, καταδεικνύουν τη σπουδαιότητα της οχυρής θέσης. Βίγλα απάτητη, τόπος ιερός από την κλασσική αρχαιότητα.
Το όνομα Αβαρίνος απαντάται σε χρυσόβουλο του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, του 1292. Η ονομασία θα πρέπει να αποδοθεί στους Αβάρους που κατοίκησαν εδώ, σαν μια αυτόνομη ομάδα σ’ ένα κρατίδιο-φέουδο, για δυόμισι περίπου αιώνες. Οι Αβαροι ήταν μια συγγενική φυλή με τους Ούννους που περνώντας στα μέσα του 6ου αιώνα από τη νότια Ρωσία, προχώρησε δυτικά και ίδρυσε στην Παννονία και στις παραδουνάβιες περιοχές, ένα ισχυρό κράτος. Μαζί και με άλλους σλαβόφωνους, οι Αβαροι έκαναν πολλές επιδρομές εναντίον του Βυζαντίου. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία γι’ αυτούς μετά το 626 όταν, μαζί με τους Πέρσες, απέτυχαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Μετά την αποτυχία άρχισε η αποσύνθεσή τους. Τελευταίοι επιζώντες από το φύλλο των Αβάρων αναφέρονται περίπου στο 950 επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου.
Παράρτημα του κράτους των Αβάρων ήταν το αυτόνομο κρατίδιο του όρμου του Κορυφασίου. Οι Αβαροι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 585μ.Χ., επί αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602) και παρέμειναν μέχρι την κάθοδο του Λέοντα του Σκληρού στην Πελοπόννησο το 811μ.Χ., επί αυτοκράτορα Μιχαήλ A' Ραγκαβέ, όταν και καθυποτάχθηκαν:
«συμβαλών τω Σθλαβιανών έθνει πολεμικώς είλε τε και ηφάνισε εις τέλος και τοις αρχήθεν οικήτορσιν αποκαταστήναι τα οικεία παρέσχεν»
[Χρονικό: «Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας»]
Ακόμα, στο «Χρονικόν του Μορέως» αναφέρεται ότι ο Nicola II de Saint Omer: «…και μετά ταύτα έχτισεν το κάστρον του Αβαρίνου».
[Το «Χρονικόν του Μορέως», κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης, στίχος 8096]
Γι’ αυτό η ονομασία του κάστρου και της περιοχής δεν θα πρέπει να αποδίδεται στους κατά πολύ μεταγενέστερους Ισπανούς τυχοδιώκτες του Mahiót de Coquerel της «κομπανίας των Ναβαρραίων», αλλά στους πολύ παλιότερους σλαβόφωνους εποικιστές της.
Αβαροι, Αβαρίνοι, Αβαρίνος, Ναβαρίνο… Ονομασίες που δέθηκαν με τον τόπο που τις αφομοίωσε και τις έκανε δικές του.



Το Νιόκαστρο

Κυριακή πρωί, 7 Οκτωβρίου 1571. Μετά από μια διαρκή, μονότονη και ανυπόφορη για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μεσογείου τουρκική επικράτηση, για περισσότερο από 120 χρόνια, έρχεται η ναυμαχία στη Ναύπακτο (Lepanto), να ταράξει το θρυλούμενο αήττητο της αυτοκρατορίας των Οσμανιδών. Ο ιερός αντιτουρκικός συνασπισμός (Sacra Liga Antiturca) Βενετών και Ισπανών με την προτροπή του Πάπα Πίου V, καταφέρνει αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο. Η χριστιανική αρμάδα υπό το φιλόδοξο Ισπανό πρίγκιπα Don Juan τον Αυστριακό, αφού απέκλεισε τα ευκίνητα πλοία του τουρκικού στόλου στη Ναύπακτο, κατάφερε να τον καταστρέψει σχεδόν ολοκληρωτικά, σε μια φονικότατη ναυμαχία περίπου πέντε ωρών.
Τα τουρκικά όνειρα για τη μετατροπή της Μεσογείου σε τουρκική θάλασσα πνίγηκαν οριστικά στα δυτικά των Εχινάδων νήσων. Μετά τη ναυμαχία στην οποία χάθηκαν περισσότερες από διακόσιες τουρκικές γαλέρες και πολλά μικρότερα πλοία, ο διάσημος Σικελός εξωμότης που πέρασε στον τουρκικό στόλο, ο πειρατής Ülüc Ali, βεηλέρμπεης της Αλγερίας, κατάφερε να ξεφύγει στην Πρέβεζα, με δεκατρείς γαλέρες του και 27 μικρότερα πλοία. Ετσι ο 13ος σουλτάνος των Τούρκων Selim II απένειμε λόγω ανδρείας στον Ülüc Ali το αξίωμα του καπουδάν-πασά και μετέτρεψε μάλιστα το επίθετό του σε Kilinc Ali, που στα τουρκικά σημαίνει σπαθί ή ρομφαία.
Μετά την ανασύνταξη του τουρκικού στόλου, στο τέλος της άνοιξης του 1572, ο Ülüc (Kilinc) Ali εμφανίζεται παντοδύναμος στο Αιγαίο με νέο στόλο από 250 γαλέρες, οκτώ γαλεάσσες και πολλά μικρότερα ευκίνητα πλοία. Τον ίδιο χρόνο ο χριστιανικός συνασπισμός εμφανίζεται αποδυναμωμένος αφού την 1η Μαΐου, πέθανε ο εμπνευστής της συμμαχίας Ισπανών και Βενετών Πάπας Πίος V.
Μετά από παραινέσεις κυρίως από τους επαναστατημένους Μανιάτες, ο Don Juan κατεβαίνει στο νότιο Ιόνιο και προκαλεί στις 16 Σεπτεμβρίου σε ναυμαχία τον τουρκικό στόλο. Μετά από επίμονο θαλάσσιο κυνηγητό, ο Ülüc Ali αποσύρθηκε στο Παλιοναβαρίνο. Στην προσπάθειά του μάλιστα να επιτύχει μεγαλύτερη ασφάλεια για τον νεότευκτο τουρκικό στόλο στον όρμο του Ναβαρίνου, έκλεισε με παλιά ξύλινα σκαριά, ογκόλιθους, πέτρες, χώματα και άλλα άχρηστα υλικά το βόρειο πέρασμα του λιμανιού, στο στενό της Συκιάς ή Φάλτσα-Μπούκα κι έτσι αυτό έγινε αδιάβατο για μεγάλα πλοία.
Ο χριστιανικός στόλος, μικρότερος και αποδυναμωμένος, υπό τον Don Juan, αφού πέρασε από τη Μεθώνη, μπήκε στο λιμάνι του Ναβαρίνου και απέκλεισε το στόλο του Ülüc Ali για περισσότερο από ένα μήνα. Εγιναν μάλιστα και ανεπιτυχείς προσπάθειες κατάληψης του Παλιοναβαρίνου. Λόγω της έλλειψης συνοχής Ισπανών και Βενετών αλλά και της κακής ψυχολογίας στον χριστιανικό στόλο, ο Don Juan αποχώρησε, αφήνοντας εκεί άκαπνο και ντροπιασμένο τον Ülüc Ali και το στόλο του. Οι οικονομικές συγκυρίες της εποχής, αφού ανοίχθηκαν νέοι δρόμοι εμπορίου για τον πλούσιο Νέο Κόσμο και τις Ινδίες αλλά και η σχετική εγκατάλειψη της Ανατολικής Μεσογείου από τους εμπορικούς στόλους της Βενετίας και της Γένοβας, οδήγησαν την Οθωμανική αυτοκρατορία και το σουλτάνο Selim II σε αναθεώρηση της αμυντικής στρατηγικής στα σύνορα της αχανούς επικράτειάς της. Για το Ναβαρίνο, αυτή η κατάληψη, από τον ενωμένο χριστιανικό στόλο, του λιμανιού στην καταδίωξη του Ülüc Ali, έγινε η αφορμή για την άμεση αναδιάταξη των οχυρωματικών έργων στην περιοχή και το χτίσιμο του Νιόκαστρου, το 1573. Ετσι αφού πρώτα γκρεμίστηκαν κάποια φραγκικά κτήρια στο Ντιβάρι αλλά και το κοντινό μοναστήρι της Σγράπας, κυρίως για την ψυχολογική αποδυνάμωση του χριστιανικού πληθυσμού, στο τέλος του 1572, ξεκίνησε το κτίσιμο ενός μικρού τετράγωνου κάστρου στο νότιο πέρασμα του λιμανιού, στα δυτικά πάνω στα βράχια της ακτής, απέναντι από τη νησίδα Τσιχλή-μπαμπά.
Αυτό το καστράκι είναι ο γνωστός «έβδομος» προμαχώνας ή καστράκι του πυροβολικού της Αγίας Βαρβάρας ή ντάπια της θάλασσας (Castello da Mare). Το όνομά του το πήρε από τα επτά διαμερίσματα και τις ισάριθμες θέσεις κανονιών προς τη θάλασσα. Η είσοδός του είναι τοξωτή και είναι κατασκευασμένη από πωρόλιθο. Ολη η κατασκευή είχε στηθαίο πλάτους τριών μέτρων περιμετρικά και ήταν ενισχυμένη με επάλξεις. Στο εσωτερικό της κατασκευής υπήρχε η πυριτιδαποθήκη που σώζεται μέχρι σήμερα. Μετά το θάνατο του σουλτάνου Selim II το 1574, τον διαδέχθηκε ο γιος του Murat III, που συνέχισε το αμυντικό πρόγραμμα του πατέρα του και έτσι ολοκληρώθηκε η κατασκευή του Νιόκαστρου, το 1578.
Αυτό το φρούριο των εβδομήντα πέντε στρεμμάτων έχει απλό σχέδιο και αποτελείται από δυο τμήματα. Την ακρόπολη, στο ψηλότερο σημείο στα νοτιοανατολικά και το κάτω κάστρο που είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και απλώνεται μέχρι τη θάλασσα. Στη συνέχεια, μετά τον έβδομο, κατασκευάστηκαν και οι άλλοι πύργοι. Ο νότιος ή προμαχώνας της βέργας και ο βόρειος πύργος ή πύργος του Τζαφέρ-πασά ή Σάντα-Μαρία. Μετά έγινε η θαυμαστή εξαγωνική ακρόπολη και ακολούθησαν τα τείχη (οι βέργες), με τις πολεμίστρες και τις τηλεβολήθρες που περιβάλλουν όλες τις κατασκευές και βέβαια οι δυο είσοδοι του κάστρου. Η επιβλητική παλιά κύρια είσοδος του κάστρου, στα ανατολικά της ακρόπολης που σήμερα μένει κλειστή, αποτελεί τυπικό σωζόμενο δείγμα φρουριακής θολωτής πύλης με τη μεταλλική επένδυση στη βαριά ξύλινη καστρόπορτα, τις αντηρίδες και τις θέσεις των φρουρών, εντοιχισμένες στο άνοιγμά της. Τέτοιες βαριές κατασκευές συναντάμε και σήμερα σε αρκετά από τα μοναστήρια του Αγίου Ορους. Οταν κάποιος εχθρός μετά από πολιορκία και αποκλεισμό πλησίαζε την κεντρική πύλη, το ζεματιστό νερό, το λιωμένο μολύβι ή και το καυτό λάδι που χύνονταν πάνω από την πύλη, αποθάρρυναν κάθε επιβουλή. Ετσι έμεινε και σ’ αυτήν την πύλη το όνομα «ζεματίστρα».
Στο τέλος της κατασκευής, ο έβδομος ενσωματώθηκε σαν πύργος στα τείχη του κάστρου, γι’ αυτό και η είσοδός του είναι μόνο από το εσωτερικό. Για να γίνει κατανοητό το σύνολο της οχυρωματικής λογικής του κάστρου θα πρέπει να το δει κανείς περιμετρικά, εξωτερικά και κυρίως στο εξωτερικό της ακρόπολης και της κεντρικής εισόδου όπου υπήρχε και βαθιά αμυντική τάφρος. Την εποχή της κατασκευής του είχαν εξελιχθεί τα πυροβόλα όπλα. Ετσι αυτή η βαριά οχύρωση ήταν ανθεκτική και σε βολές πυροβολικού. Μετά το 1933 φυτεύτηκαν πεύκα γύρω από το κάστρο και το επιβλητικό οχυρό σχεδόν χάθηκε ανάμεσά τους.
Στη Β’ Βενετοκρατία, μετά το 1686, έγιναν επισκευές και νέες διαρρυθμίσεις στο κάστρο. Στην αρχική κατασκευή προστέθηκαν ακόμα τρεις μικροί προμαχώνες. Πάνω από την κεντρική πύλη ο πύργος του Αγίου Αντωνίου (12), στην ανατολική βέργα, μεταξύ της παλιάς κύριας εισόδου και της σημερινής, ο κυλινδρικός πύργος της Αγίας Αγνής (11) ή προμαχώνας του Μακρυγιάννη, όπως έμεινε στα χρόνια και τέλος στη δυτική βέργα κατασκευάστηκε ο πύργος του Αγίου Πατρικίου (8). Κυρίως όμως τότε διαμορφώθηκε το πιο όμορφο κομμάτι του κάστρου, η εξαγωνική του ακρόπολη. Στους πέντε προμαχώνες της, υπάρχουν θολωτές στέρνες για τη συλλογή των ομβρίων και καταπακτές για την εξυπηρέτηση της φρουράς. Το πάχος της κατασκευής φθάνει εδώ τα τρία μέτρα. Κατά την πολιορκία από τα στρατεύματα του Francesco Morosini, τη νύχτα της 19ης Ιουνίου του 1686, μετά την απόφαση για την παράδοση του κάστρου, έντονες διαφωνίες και φιλονικίες στην τουρκική φρουρά είχαν σαν αποτέλεσμα την ανάφλεξη των πολεμοφοδίων και την ανατίναξη του προμαχώνα της ακρόπολης στα βόρεια, πίσω ακριβώς από την κύρια είσοδο του κάστρου. Ετσι και μόνη η παρουσία του Morosini ήταν αρκετή, για να γίνουν οι προμαχώνες και της εδώ εξαγωνικής ακρόπολης, ακόμα και μετά την επισκευή τους… πέντε. Αυτή η έκρηξη αλλά και η αιχμαλωσία του γιου του πασά, αρχηγού της φρουράς, έγιναν η αφορμή για την άμεση παράδοση του κάστρου στους Βενετούς, στις 21 Ιουνίου 1686.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια περιγραφή του οχυρού από τους τότε κατακτητές του σε ημερολόγιο της βενετσιάνικης αρμάδας:
«Είναι φρούριο πολύ ισχυρό αφού έχει και εσωτερικά τείχη, όπου κατέφευγε ο κόσμος για να αποφεύγει τις βόμβες. Εχει θαυμαστές πυροβολαρχίες τόσο προς την ξηρά όσο και προς τη θάλασσα. Στην πλευρά του λιμανιού υπάρχει ένας ερειπωμένος οικισμός, ενώ άλλος οικισμός, από την άλλη πλευρά του κάστρου προς τη θάλασσα, κατοικείται από Ελληνες. Το κάστρο αυτό είναι σπουδαίο εμπορικό κέντρο, μ’ ένα πολύ ευρύχωρο λιμάνι και γι’ αυτό ξεκινούσαν από εκεί πολλές επιδρομές και μεγάλες αιχμαλωσίες σκλάβων από τα μέρη του κόλπου του Λέοντος και της Απουλίας. Με την κατάληψη του Νέου Ναβαρίνου εξέλειψε η αιτία τόσων αποτρόπαιων εγκλημάτων».
Στο εσωτερικό των τειχών της ακρόπολης διαμορφώθηκε τότε σειρά από μικρά θολωτά διαμερίσματα για τις ανάγκες της φρουράς, που το καθένα επικοινωνεί με μια μικρή πόρτα με τον κεντρικό περίβολο.
Εδώ σώζεται και η τουρκική δεξαμενή-υδραγωγείο του κάστρου. Από τον περίβολο, με δυο πέτρινες σκάλες μέσα στους χοντρούς τοίχους της κατασκευής, οι φρουροί ανέβαιναν στις επάλξεις. Η κύρια είσοδος για τις επάλξεις ήταν βέβαια το κεκλιμένο λιθόστρωτο που αρχίζει στα αριστερά της εισόδου της ακρόπολης και οδηγεί περιμετρικά στους προμαχώνες της. Στον μεγάλο περίβολο του κάτω κάστρου, υπάρχει το παλιό τουρκικό τζαμί, με σταυροειδή διαμόρφωση και πέντε τρούλους, που σήμερα έχει μετατραπεί σε χριστιανικό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Πρόκειται για το τζαμί του Murat ΙΙΙ, που σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή του 1668-71, Evliya Çelebî, ήταν πέτρινο και οι τρούλοι του μολυβοσκέπαστοι. Αυτό χτίστηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των οχυρώσεων, επί βασιλείας του Murat III, το 1578.
Στα νοτιοδυτικά του κτίσματος υψωνόταν ο μιναρές που διακρίνεται και σε γκραβούρα της εποχής της Β΄ βενετοκρατίας, του Coronelli. Ενα σημαντικό τμήμα του και η αρχή της εσωτερικής σκάλας σώζονται και σήμερα.
Στην ίδια γκραβούρα αλλά και στα σχέδια που συνοδεύουν το ημερολόγιο της Αρμάδας 1684-87 διακρίνεται σαφώς και δεύτερο τζαμί στα αριστερά της τότε κύριας εισόδου του κάστρου, εκεί περίπου που σήμερα βρίσκεται το κτήριο των στρατώνων του Maison. Αυτό βρισκόταν στην αγορά και ήταν το τζαμί του Ferhad. Η χρήση του μεγάλου τζαμιού του Murat III, ήταν ανάλογη με τους κατά καιρούς κυρίους του κάστρου. Ο Francesco Morosini στις 21 Ιουνίου 1686, μετά τη θριαμβευτική του είσοδο, το μετέτρεψε σε χριστιανικό ναό του Σωτήρος Χριστού. Στη δεύτερη τουρκοκρατία φυσικά έγινε και πάλι τζαμί, χριστιανικός ναός στην πρόσκαιρη κατάληψη του κάστρου από τους Ρώσους του Ορλώφ, και πάλι τζαμί μέχρι την εποχή των Γάλλων του N.J. Maison. Τότε έγινε αποθήκη για το στάρι και το αλεύρι του εκστρατευτικού σώματος. Μετά την απελευθέρωση και την παράδοση του κάστρου στους Ελληνες, μετατράπηκε σε ορθόδοξο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ή Αγια-Σωτήρα, που με το χρώμα της κόκκινης ώχρας δέσποζε στο χώρο του Ναβαρίνου.
Στο μεγάλο κύριο περίβολο του κάτω κάστρου υπήρχε ο βασικός, πυκνοκατοικημένος οικισμός, η αγορά στα δεξιά της σημερινής εισόδου, οι χώροι στρατωνισμού και μια μπαρουταποθήκη με κωνική στέγη που σωζόταν μέχρι τη σχετικά πρόσφατη ιταλογερμανική κατοχή. Αργότερα, στη δεκαετία του 1950, το εσωτερικό της μετατράπηκε σε γυμναστήριο για τις μαθήτριες του Γυμνασίου της Πύλου.
Εξω από το οχυρό, στα «Καλύβια», υπήρχαν καταλύματα βοσκών ενώ οι κατοικίες των Ελλήνων ήταν λίγο πιο πάνω, στο συνοικισμό Βαρούσι, στα υψώματα νότια και ανατολικά του κάστρου. Στον μεγάλο περίβολο υπήρχαν ακόμα δύο στέρνες και δύο πέτρινες κρήνες, κοντά στα τζαμιά, που με την υδροστατική διαφορά έπαιρναν νερό από τη δεξαμενή της ακρόπολης. Εκεί το νερό ερχόταν με υδραγωγείο από την πηγή Κουμπέ, κοντά στου Χανδρινού. Το υδραγωγείο κατασκευάστηκε επί βασιλείας του Murat IV, μεταξύ των ετών 1623-40. Τα εκατό χιλιάδες γρόσια που απαιτήθηκαν για αυτό το σημαντικό έργο των έξι χιλιομέτρων δόθηκαν από τον αρχιναύαρχο του σουλτάνου Murat IV και τον Çelebî-Hasan Pasa.
Αργότερα την εποχή των Βενετών του Francisco Morosini, ένα άλλο υδραγωγείο (σούγελο) σε μήκος τεσσάρων χιλιομέτρων έφερε νερό από την πηγή του Παλιονερού. Ενα τμήμα αυτού του υδραγωγείου σώζεται σήμερα και είναι οι γνωστές «καμάρες» στα δεξιά του δρόμου για τη Μεθώνη.
Το υδραγωγείο του Νιόκαστρου αλλά και του μικρού συνοικισμού των Ελλήνων, καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς των Αράβων του Ιμπραήμ, στην πολιορκία του Νιόκαστρου το τρίμηνο Μαρτίου-Μαΐου του 1825. Η καταστροφή του έγινε για να αναγκαστούν, από την ανυδρία και τη δίψα, σε παράδοση οι κλεισμένοι στο κάστρο Ελληνες. Η επισκευή του υδραγωγείου έγινε τον Αύγουστο του 1832 από το διοικητή των μεσσηνιακών φρουρίων Ε. Σκούφο, μετά από επίμονη απαίτηση «του στρατηγού και των λοιπών Γαλλικών αρχών» λόγω της μεγάλης λειψυδρίας. Η επισκευή του υδραγωγείου κόστισε στο ελληνικό δημόσιο 110 πεντάφραγκα. Το πεντάφραγκο ήταν γαλλικό νόμισμα που κυκλοφορούσε στις κατεχόμενες από τους Γάλλους περιοχές της Μεσσηνίας, εκείνη τη μεταβατική περίοδο.
Αυτή την εποχή και συγκεκριμένα το 1830, το Νεόκαστρο, με 65 οικογένειες, ήταν έδρα της ομώνυμης επαρχίας. Στην επαρχία Νεοκάστρου ανήκαν και τα χωριά: Σουμάναγα (=Οσμάναγα, δηλαδή το σημερινό Κορυφάσιο), Πετροχώρι, Χασάναγα, Ρουστάμαγα, Πισάσκι, Πύλα, Ζαΐμογλι, Λέζαγα, Γιάλοβα, Σχινόλακκα, Γουβαλαγορά, Αγορέλιτσα, Μουζούστα, Βρυσόμυλος, Σκάρμιγκα, Στυλιανού, Μανιάκι, Ικλαινα, Πλάτανος, Πισπίσα, Νάσσα, Χανδρινού, Παπούλια, Κρεμμύδια, Κουκουνάρα. Συνολικά τότε η επαρχία Νεοκάστρου είχε 365 οικογένειες (Γ.Α.Κ., Υπουργείο Δικαιοσύνης, 25-10-1830).
Μια σημαντική στιγμή στην ιστορία του Νιόκαστρου είναι η πολιορκία του από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ. Επί δύο μήνες, από τις 9 Μαρτίου μέχρι και τις 11 Μαΐου 1825, όταν αποχώρησε η φρουρά και παραδόθηκε το φρούριο, οι προσπάθειες των Αιγυπτίων απέβλεπαν στην εκπόρθηση του κάστρου, ενώ των Ελλήνων υπερασπιστών του στην επιτυχή άμυνα, τόσο στο οχυρό όσο και στη γύρω περιοχή (Σχινόλακκα, Πετροχώρι, Σφακτηρία). Σ’ αυτή την πολιορκία μαζί με το φρούραρχο Δημήτριο Σαχτούρη, συναντάμε αρκετούς φιλέλληνες αλλά και ήρωες του ξεσηκωμού του ’21. Δεσπόζουσα και χαρακτηριστική είναι η παρουσία του Μακρυγιάννη, που διαπραγματεύτηκε και την παράδοση του κάστρου στον Ιμπραήμ, αλλά και του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, του Γιατράκου, του Επίσκοπου Μεθώνης Γρηγορίου Παπαθεοδώρου, του Καρατάσου, του Αναγνωσταρά, του Μιαούλη, του Αναστάση Τσαμαδού, του κόμη Santarosa και τόσων άλλων.
Ο Ιμπραήμ με το καλά οργανωμένο εκστρατευτικό του σώμα, με ευρωπαϊκή εκπαίδευση από Γάλλους κυρίως στρατιωτικούς που υπηρετούσαν σαν διοικητές μονάδων, κατάφερε με αλλεπάλληλες επιχειρήσεις από το προγεφύρωμα της Μεθώνης να διασκορπίσει τα ελληνικά σώματα στο Κρεμμύδι, να καταλάβει τη Σφακτηρία και το Παλιοναβαρίνο και τελικά να «στραγγαλίσει» και το Νιόκαστρο. Η φρουρά του κάστρου, αφού εξάντλησε κάθε όριο αντοχής, αναγκάστηκε μετά και από την εγκατάλειψή της από τη Διοίκηση του Κουντουριώτη να συμφωνήσει για την εκκένωση και την παράδοση του οχυρού, στις 11 Μαΐου 1825. Οι υπερχίλιοι πολιορκημένοι με την εγγύηση και προστασία του Ιμπραήμ, επιβιβάστηκαν σε πλοία και μεταφέρθηκαν στην Καλαμάτα. Ο Ιμπραήμ αθετώντας τη συμφωνία κράτησε δυο αιχμαλώτους: τον δευτερότοκο γιο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Γιωργάκη (Μπεϊζαδέ), και τον Παναγιώτη Γιατράκο, για να τους ανταλλάξει με δυο Τούρκους πασάδες που είχαν αιχμαλωτιστεί στο Ναύπλιο.
Μέσα στα χρόνια αρκετές παρεμβάσεις αλλά και φυσικές καταστροφές διαμόρφωσαν τη σημερινή μορφή του φρουρίου. Εκτός από την καταστροφή του έκτου προμαχώνα της Ακρόπολης το 1686, στην κατάληψη του κάστρου από τις δυνάμεις του Morosini, ακόμα μια επισκευή στις μπαρουταποθήκες και στον έβδομο έγινε το 1770 μετά την αποχώρηση Ρώσων στα Ορλωφικά. Οι Ρώσοι φεύγοντας ανατίναξαν τις μπαρουταποθήκες και κατέστρεψαν σε μεγάλη έκταση το οχυρό. Πρόσφατα, το 1944, καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά και ο νότιος στρογγυλός προμαχώνας της βέργας. Εκεί, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ήταν αποθηκευμένα πυρομαχικά που μετά από βομβαρδισμό από συμμαχικά αεροπλάνα προκάλεσαν την ανατίναξη του λιθόκτιστου προμαχώνα.
Το 1833, την παραμονή της προγραμματισμένης αναχώρησης του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος, ένας κεραυνός που έπεσε στην κεντρική πυριτιδαποθήκη προκάλεσε μεγάλη έκρηξη και κατέστρεψε σημαντικό τμήμα του κτηρίου, τραυματίζοντας αρκετούς Γάλλους στρατιώτες.
Αμέσως αποφασίστηκε η αναβολή της αναχώρησης και άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασης, ώστε το Νιόκαστρο να παραδοθεί σε καλή κατάσταση από τους Γάλλους του Maison. Για τις επισκευές στο Νιόκαστρο αλλά και την αναμόρφωση της ευρύτερης περιοχής από το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του N.J. Maison ο J. Buchon το 1843 στο βιβλίο του: « La Gréce Continentale et la Morée » αναφέρει ότι:
…«ποτέ χρήμα δεν τοποθετήθηκε καλύτερα από εκείνο που δαπανήσαμε για την Ελλάδα. Αφήσαμε εκεί ευγενικές αναμνήσεις»…
Την ίδια περίοδο κατασκευάστηκε, από το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, στα αριστερά της σημερινής εισόδου, το επιβλητικό κτήριο στρατωνισμού των Γάλλων στρατιωτών, το κτήριο ή καζάρμα ή στρατώνες του Maison. Εκεί από τον Αύγουστο του 2018, μετά την ανακαίνιση του κτηρίου στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πύλου. Παλιότερα ο όροφος του κτηρίου είχε φιλοξενήσει τη “Μεσσηνιακή Βιβλιοθήκη”, δωρεά του Πύλιου εκδότη Νότη Καραβία.
Στον περίβολο του φρουρίου, στο ανακαινισμένο κτήριο του πασά, το οποίο αποδίδεται στον Ιμπραήμ και κατά την γερμανοιταλική κατοχή χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή, μετά το 2010 λειτουργεί η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων.
Η ακρόπολη, ο Ιτσκαλές των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, μετά την απελευθέρωση κατά την Οθωνική περίοδο και για περισσότερο από εκατό χρόνια, χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή κυρίως βαρυποινιτών κρατουμένων. Το Νιόκαστρο αντικατέστησε το Παλαμήδι. Ο περίβολός της χωρίστηκε με ψηλούς τοίχους, ακτινωτά γύρω από την κεντρική παλιά δεξαμενή, σε πέντε τομείς. Στους τέσσερις από αυτούς υπήρχαν τα άθλια κελιά των κρατουμένων. Ο πέμπτος περιέκλειε την ανηφορική λιθόστρωτη είσοδο στις επάλξεις, τα μαγειρεία και βέβαια την κεντρική είσοδο της ακρόπολης. Οι δύο σκάλες, που οδηγούν από τον περίβολο στις επάλξεις, είχαν σφραγιστεί. Η είσοδος των κρατουμένων στους τομείς γινόταν με κινητή σιδερένια σκάλα σαν να ήταν ο κάθε τομέας “λάκκος λεόντων”. Οι διακόσιοι και περισσότεροι βαρυποινίτες, μέσα σ’ αυτό το νεκροταφείο των ψυχών, απλά περίμεναν. Αλλος το χρόνο για την αποφυλάκιση κι άλλος το πρωινό της εκτέλεσης από κάποιο απόσπασμα χωροφυλάκων σ’ έναν από τους γύρω λόφους. Οι δεσμοφύλακες διέμεναν στο κτήριο των στρατώνων του Maison. Η απόγνωση, η θλίψη, η δυστυχία, ο τρόμος αλλά και η ανάγκη για τη διαιώνιση του ονόματος, είναι αποτυπωμένη και σήμερα πάνω στους πωρόλιθους, όπου “αυτόγραφα” αρχικά ή πλήρη ονόματα μαζί με ημερομηνίες θυμίζουν το πέρασμα κάποιου δυστυχισμένου κρατουμένου ή δεσμοφύλακα από εδώ, αλλά και τον ανθρώπινο πόνο που στοιβάχτηκε σ’ αυτήν την όμορφη ακρόπολη. Σήμερα ο περίβολος της παλιότερης φυλακής, αφού ενοποιήθηκε και πάλι μετά το γκρέμισμα των διαχωριστικών τοίχων, έγινε κέντρο πολιτιστικής ανάπτυξης. Τα κελιά της παλιάς φυλακής μετά από τις εργασίες αποκατάστασης του φρουρίου που ξεκίνησαν την άνοιξη του 1982 και τελείωσαν το 1987, έγιναν εργαστήρια του Κέντρου Υποβρυχίων Αρχαιολογικών Ερευνών, μετά από ενέργειες του τότε εφόρου Εναλίων Αρχαιοτήτων Γεωργίου Παπαθανασόπουλου. Η κεντρική πυριτιδαποθήκη της ακρόπολης έχει μετατραπεί σε μικρή αίθουσα πολλαπλών χρήσεων για συνέδρια ή εκθέσεις. Ανάλογη άλλωστε ήταν και η αρχική χρήση της αίθουσας και τον καιρό του Evliya Çelebî, αφού αυτή η αίθουσα ήταν ο χώρος όπου συνεδρίαζαν οι αγάδες και οι άνθρωποί τους.
Μια ζοφερή περιγραφή του Νιόκαστρου και της περιοχής υπάρχει στο έργο του Edgar Quinet “Η νέα Ελλάδα και οι σχέσεις της με την αρχαιότητα” (1830). Ο νεαρός Γάλλος αρχαιολόγος Quinet (1803-1875) ήταν μέλος της επιστημονικής αποστολής του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Χ, που είχε τον επίσημο τίτλο “Expedition Scientifique de Morée”. Ο προγραμματισμός της αποστολής είχε οργανωθεί από το Institute de France και είχε επιστημονικό προσωπικό δεκαεννέα ατόμων. Αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, φυσικοί, γεωγράφοι, τοπογράφοι, μηχανικοί και άλλοι ακολούθησαν αυτή την μεγάλης αξίας αποστολή. Η περιγραφή του Quinet αφορά την πρώτη εντύπωση, από την άφιξη στο Ναβαρίνο, στις 3 Μαρτίου 1829:
…«Στην είσοδο του όρμου, πάνω στην πλαγιά ενός μεγάλου βράχου, τα τείχη του Ναβαρίνου, με τις πολεμίστρες, τις μικρές σκοτεινές πύλες και τα στοιβαγμένα χαλάσματα, έμοιαζαν σαν αγροτικό νεκροταφείο, που οι τάφοι του είχαν ανοιχθεί και οργωθεί. Στην κορυφή, ο λευκός μιναρές ενός γκρεμισμένου τζαμιού που το σκέπαζε ένας φοίνικας, φάνταζε σαν μισοξαπλωμένος στο πλάι πασάς, που αγναντεύει από κει τη θάλασσα και τα νησιά»…
Μια ακόμη ανάλογη περιγραφή του μετεπαναστατικού κλίματος στην περιοχή δίνεται γλαφυρά και από τον Amaury Duval σχεδιαστή του αρχαιολογικού τμήματος της γαλλικής Expédition Scientifique du Morée μετά την άφιξή του στο Νιόκαστρο το Μάρτιο του 1829:
…« Μόλις πάτησα στη στεριά βρέθηκα μπροστά στο πιο φριχτό θέαμα της ζωής μου. Ανάμεσα σε μερικά ξύλινα παραπήγματα, στημένα στην ακτή, έξω από την ερειπωμένη πόλη, κυκλοφορούσαν κάτισχνοι και ρακένδυτοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά χωρίς τίποτα ανθρώπινο στα χαρακτηριστικά τους. Αλλοι χωρίς μύτη, άλλοι χωρίς αφτιά, όλοι με λίγο-πολύ ανοιχτές πληγές. Μα εκείνο που πιο πολύ μας αναστάτωσε ήταν ένα παιδάκι τεσσάρων ή πέντε χρόνων που το κρατούσε ο αδερφός του από το χέρι. Ζύγωσα. Τα μάτια του ήταν βγαλμένα. Οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι δεν λυπήθηκαν τίποτα σ’ αυτό τον πόλεμο» (Κυριάκου Σιμόπουλου: «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21» τομ. Ε, Αθήνα 1984).
Στο “ταξίδι στην Ελλάδα” του Henri Belle λίγο αργότερα, από το 1861 μέχρι το 1874 και από την επίσκεψή του στο Νιόκαστρο, περιγράφεται με λεπτομέρειες η εκτέλεση στη λαιμητόμο ενός θανατοποινίτη. Η λαιμητόμος ήταν στημένη στο πλάτωμα μπροστά από την κύρια είσοδο του κάστρου. Ακόμα μια περιγραφή του κάστρου το 1895, αποτυπώθηκε στο έργο του Γ. Παρασκευόπουλου «Ταξίδια ανά την Ελλάδα». Εκεί συναντάμε και πάλι την ακρόπολη-φυλακή αλλά και την παρουσία στον κάτω περίβολο του κάστρου, προφανώς στο κτήριο των στρατώνων, αποθηκών και νοσοκομείου. Αναφέρει δε ο συγγραφέας την ύπαρξη μικρού ανθόκηπου γύρω από το νοσοκομείο, που είχε γίνει με τη φροντίδα του ανθυπίατρου των φυλακών.
Η φυλακή που επίσημα έκλεισε το 1936, συνέχισε να λειτουργεί μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, κυρίως για πολιτικούς κρατουμένους. Το 1941, το κάστρο έγινε έδρα των δυνάμεων κατοχής, πρώτα των Ιταλών και αργότερα των Γερμανών κατακτητών. Εδώ μάλιστα έδρευε το 1008 Τάγμα Πεζικού Φρουρίων καθώς και τμήμα του 699 Κλιμακίου Εφοδιασμού. Στην περίοδο της αποχώρησης των Γερμανών και στην ανώμαλη εμφυλιοπολεμική εποχή που ακολούθησε, το κάστρο έγινε μετά τη μάχη στους Γαργαλιάνους, πρόσκαιρα έδρα των ταγμάτων ασφαλείας της περιοχής. Στο κάστρο της Πύλου, στις 27 Σεπτεμβρίου 1944, λίγο πριν την κατάληψή του από τον Ε.Λ.Α.Σ., στα δεξιά της εισόδου μπροστά σ’ ένα από τα μικρά ερειπωμένα κτήρια που βρίσκονταν εκεί, αυτοκτόνησε ο σκληροτράχηλος επικεφαλής των ταγματασφαλιτών, ταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού, Παναγιώτης Στούπας.
Ο Παναγιώτης Στούπας γεννήθηκε στη Λεύκη (Μουζούστα) της Τριφυλίας. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και σαν ταγματάρχης πολέμησε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΣ Τριφυλίας-Ολυμπίας και δεν αναγνώρισε το «σύμφωνο του Δυρραχίου» (28/08/1943). Αυτό το σύμφωνο τερμάτιζε τις εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των ανταρτικών ομάδων του ΕΣ και του ΕΛΑΣ. Με την ίδρυση των ταγμάτων ασφαλείας της Μεσσηνίας, ανέλαβε διοικητής τους με έδρα τον Μελιγαλά (Τα στοιχεία προέρχονται από το Μεσσηνιακό Βιογραφικό Λεξικό του Νίκου Καράμπελα, εκδ. Νέστωρ, Καλαμάτα 1962).
Την ίδια μέρα λίγο μετά την αποχώρηση των κύριων δυνάμεων του ΕΛΑΣ, έγινε ένα μεγάλο εμφυλιοπολεμικό έγκλημα με την εκτέλεση εικοσιπέντε αθώων αιχμαλώτων, σ’ ένα σπίτι του λιμανιού της Πύλου. Ενας θερμοκέφαλος και εμπαθής τοπικός παράγοντας, ο Στέλιος Διακουμογιαννόπουλος ή “κουλός”, με εμπρηστικά λόγια ξεσήκωσε το πλήθος των συγκεντρωμένων στην πλατεία της Πύλου και με την κραυγή “εκεί είναι” έδωσε το σύνθημα για τη σφαγή. Σκληρές, ανώμαλες εποχές και αποτρόπαιες ιδιοτελείς πράξεις.
Το Νιόκαστρο είναι το πιο καλοδιατηρημένο μεσσηνιακό κάστρο αφού έχει κρατήσει σχεδόν ανέπαφο το ύφος της τουρκικής αρχιτεκτονικής αλλά και τη φινέτσα των βενετσιάνικων παρεμβάσεων. Εδώ βέβαια δεν βλέπουμε εμβλήματα και θυρεούς της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας στους τοίχους και τα υπέρθυρα, ίσως από σεβασμό στους πρώτους εμπνευστές του κάστρου, τους Τούρκους αρχιτέκτονες των σουλτάνων Selim II και Murat III. Στην καλή διατήρηση του κάστρου συνέβαλε οπωσδήποτε αποφασιστικά και η σχεδόν εκατόχρονη λειτουργία της φυλακής, παλαιότερα. Η πρόσφατη λειτουργική αποκατάσταση και φροντίδα έχει ξαναδώσει λάμψη και ενδιαφέρον στο ιστορικό οχυρό. Η αξιοποίηση μάλιστα των χώρων του για επιστημονικούς σκοπούς, αλλά και ημερίδες ή συνέδρια δίνει πνοή και συνέχεια στη λειτουργία του. Η μουσική συναυλία στην ακρόπολη, που ενίοτε διοργανώνεται στην αυγουστιάτικη πανσέληνο, είναι η κορύφωση στα πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής.
πηγή εφημερίδα Ελευθερία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ενημερωνόμαστε για την περιοχή μας

ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες