10 Μαΐου 2009

ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ


Για μητέρες που έχουν φύγει θέλω να μιλήσω σήμερα εγώ, για εκείνες τις τραχιές γυναίκες της υπαίθρου που ανασταίνανε παιδιά, πολλά παιδιά μέσα στον πόλεμο στην κατοχή στο φόβο του εμφυλίου και στα δύσκολα χρόνια του ’50, τότε που ήταν το ψωμί πικρό και δούλευαν στα κτήματα ήλιο με ήλιο σαν τους άντρες, πότε αξίνα σκάψιμο, πότε τρύγο και ελιές και πότε θέρο με δρεπάνι στο λιοπύρι και να ‘χουν να ζυμώσουνε μετά, να ανάβουνε το φούρνο πριν το χάραμα και με το φέξιμο να φτιάχνουν τηγανόψωμα για τα παιδιά, ν’ αρμέγουνε τις γίδες να τυροκομούν να φτιάχνουν χυλοπίτες τραχανά να βάζουνε περβόλι, να βοτανίζουν τα σπαρτά να φτιάχνουνε σαπούνι, πάστα απ’ τη ντομάτα και παστό από το χοιρινό, να κάνουν νήμα το λινάρι, το σπάρτο, το μαλλί και να υφαίνουνε στον αργαλειό κουβέρτες και σαΐσματα κιλίμια και μπατανίες, να κοπανάνε με τον κόπανο στη βρύση τα χοντρά και τ’ άλλα να τα τρίβουνε στη σκάφη με τα χέρια, να ράβουν, να μπαλώνουν, να βάζουνε κομπρέσες σιναπίδι και βεντούζες στα παιδιά και στις γιορτές ν’ ασπρίζουνε τα σπίτια τις αυλές, να φτιάχνουν κουραμπιέδες δίπλες και γαλόπιτες, να τραγουδάνε με ζυγές σε γάμους κ’ αρρεβώνες «όλα τα πουλάκια κι’ αμάν αμάν…» και να χορεύουν με το βλέμμα χαμηλά, να μη γνωρίζουν από κοκκινάδια και από ξύρισμα ποδιών, να μη φιλιούνται με τον άντρα τους στο στόμα, να μη χαϊδεύονται και σεξ μόνο να κάνουνε μέσα στη νύχτα στα μουγκά, να μην ξυπνήσουν τα παιδιά και από τα σαράντα τους να βάζουνε τσεμπέρι ρόμπα και ποδιά και όταν μεγάλωναν να φεύγουν τα βλαστάρια ένα-ένα, να παίρνουνε τα τραίνα και τα πλοία, για μπάρκα και ταξίδια μακρινά σε Γερμανία, Καναδά, Αμερική και Αυστραλία και στα ραδιόφωνα τα λιγοστά της εποχής σαν μαχαιριά η σπαρακτική φωνή του Καζαντζίδη «μανούλα θα φύγω μην κλάψεις για μένα….» και αυτές να κλαίνε νύχτα μέρα και να έρχονται εκείνα τα γράμματα απ’ την ξενιτιά με τα μπλέ και κόκκινα σημαδάκια με περιγραφές μιας άλλης άγνωστης ζωής και τις φωτογραφίες με πόζες με χαμόγελα δίπλα σε αυτοκίνητα σε πάρκα και πλατείες, που ήταν αυτό μια απαντοχή για το κενό της απουσίας και να κυλάνε εδώ οι εποχές να φεύγουνε τα χρόνια, να έρχονται νωρίς τα’ αρθριτικά μα οι δουλιές δουλιές και όταν κάπου εκεί που γέρνει η ζωή και το κορμί, ήρθαν οι νύφες και οι γαμπροί ήρθαν και οι ανέσεις του πολιτισμού ήρθανε τα πλυντήρια οι κουζίνες και τα ψυγεία, τις άκουγες καθώς επλέκαν στις αυλές και συζητούσανε, να λένε με παράπονο η μια στην άλλη: « νύχτα περάσαμε εμείς απ’ τη ζωή!»

1 σχόλιο:

  1. Πραγματι αυτες η Μαννες ηταν Ηρωες !!!Σε πολυ δυσκολες εποχες ηταν η βαση της Κοινωνιας.ΑΞΙΕΣ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ενημερωνόμαστε για την περιοχή μας

ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες