28 Μαρτίου 2009

ΤΟ ΣΚΑΨΙΜΟ ΜΕ ΤΑ ΚΟΥΤΡΟΥΛΙΑ


Κάθε χρόνο τέτοια εποχή όλη η Μεσσηνία βρισκόταν κάτω από τον αστερισμό της αξίνας. Από Κυπαρισσία Φιλιατρά Γαργαλιάνους και Χώρα μέχρι Κορυφάσιο Χανδρινού Βλαχόπουλου και πέρα την Κορώνη Μεσσήνη και Ανδρούσα, άστραφταν οι ατσάλινες αξίνες κροκοδείλου –κάτι σαν τη Makita της εποχής- μέσα στον ήλιο και τα ασπρολούλουδα.
Μεγάλες εργατιές σκαφτιάδων ξεδιπλώνονταν, σαν λοξή φάλαγγα, σε σταφίδες και σε αμπέλια και έσκαβαν το χώμα με τη σειρά…έσκαβαν….έσκαβαν. Κάθε παρέα είχε τον «καπετάνιο» της και τον «κωλεργάτη» της. Δυο κρίσιμα πόστα, δυο θέσεις κλειδιά από τους οποίους εξαρτιόταν και η απόδοση των υπολοίπων. «Καπετάνιος» ήταν ο επικεφαλής και «κωλεργάτης» ο τελευταίος της φάλαγγας. Η απόδοση εξαρτιόταν και από την υγρασία του εδάφους. Αν το χώμα ήτανε βαρύ κόλλαγαν οι άνθρωποι τους έβγαινε η πίστη. Το αφράτο χώμα –«αλεύρι» το έλεγαν- ήταν και το καλύτερο. Γκαπ….γκαπ χωνόταν η αξίνα μέσ’ στ’ ασπρολούλουδα και έβαζαν τις αξινιές τη μια πάνω στην άλλη, φτιάχνοντας μικρά βουναλάκια μέχρι τα γόνατα: τα κουτρούλια.
Πολλά τα στρέμματα –να φανταστείτε ότι γύρω στα 20 ήταν μια μεσαίου μεγέθους σταφίδα- πολλοί και οι εργάτες. Τόσοι πολλοί που δεν επαρκούσε η ντόπια προσφορά εργατικών χεριών της δεκαετίας του ’60, για παράδειγμα, που τότε ήταν πολύ μεγάλη και ερχόντουσαν και από άλλα μέρη.
Κατέβαιναν κάτι σκληροτράχηλοι νέοι άντρες από την Ολυμπία και τη Γορτυνία. Φορούσαν βαριές στρατιωτικές χλαίνες, χειροποίητες μάλλινες κάλτσες και γουρνοτσάρουχα. Κάτι χοντρά αυτοσχέδια παπούτσια από λάστιχο αυτοκινήτου και γουρνίσιο δέρμα. Με το σούρουπο στέκονταν όρθιοι στην πλατεία και έψαχναν για δουλειά. Στα καφενεία δεν κάθονταν γιατί έκαναν αιματηρές οικονομίες. Όσο για διαμονή μη το ψάχνετε! Αφού σήμερα με τόσα μέσα και το χειμώνα με τις ελιές αδυνατούμε να προσφέρουμε ένα στοιχειώδες κατάλυμα σε πολλούς ξένους εργάτες.
Έμεναν λοιπόν στα κατώγια και στα αχούρια με τα ζωντανά. Κοιμόντουσαν με τα ρούχα τους βέβαια και σκεπαζόντουσαν με ένα χοντρό σάϊσμα –υφαντό από τράγιο μαλλί- που κουβάλαγαν μαζί τους δεμένο πάνω στην αξίνα τους. Αυτό το δέμα ήταν και η μοναδική τους αποσκευή. Δυο-τρείς από αυτούς αργότερα έτυχε να τους συναντήσω στην Αθήνα. Ήτανε όλοι τους επιχειρηματίες και θυμόντουσαν πολύ ζωηρά τα καταράχια της Μεσσηνίας τα λασπερά κτήματα και τα σκληρά αφεντικά.
Τα κουτρούλια τα έφτιαχναν για να αερίζεται το χώμα και να αναζωογονείται και για να ξεραίνονται τα χορτάρια. Έμεναν έτσι μέχρι το «σκάλο» στα μέσα Απρίλη οπότε και τα εσκόρπιζαν χτυπώντας τα με τα ξινάρια τις στενές αξίνες δηλαδή. Αυτή η δουλειά ήταν πιο εύκολη και ήθελε πολύ λιγότερους εργάτες.
Το σκάψιμο έπεφτε πάντα σαρακοστή και δεν είχε τη διατροφική υποστήριξη που χρειαζόταν γιατί τότε νήστευαν οι άνθρωποι. Το πιο βαρύ φαί ήταν η φασολάδα και οι ταραμοκεφτέδες. Κάτι αρμυρές οβίδες με σκόρδο και ταραμά που έφερναν ατέλειωτη δίψα. Μας έβγαινε η γλώσσα εμάς των μικρών νεροκουβαλητάδων να πηγαινοερχόμαστε με τη βίκα. Πιάναμε θυμάμαι νερό εκτός από τα πηγάδια και τις βρύσες, από τις γράνες που τρέχανε. Ήτανε τότε πεντακάθαρο δεν είχαν βγει ακόμη τα φυτομάρμακα. Του Ευαγγελισμού έφτιαχναν οι νοικοκυρές μπακαλιάρο με σκορδαλιά με τις ίδιες νεροκουβαλητικές για μας ταλαιπωρίες.
Μια μέρα σταμάτησε στο χωριό ένα φορτηγάκι, είχε πάνω του ένα μηχάνημα που στη κοιλιά του είχε κάτι λεπίδες, το λέγανε σκαφτικό. Θα κάνανε επίδειξη. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος σε μια σταφίδα στην άκρη του χωριού. Ξεκίνησε με θόρυβο και άρχισαν οι λεπίδες να σκάβουνε το χώμα. Κοιτούσαμε όλοι έκπληκτοι. Κανείς δεν φανταζόταν τη συνέχεια!!!

4 σχόλια:

Ενημερωνόμαστε για την περιοχή μας

ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες