10 Απριλίου 2009

Ο Σινεμάς….και τα Πάθη!!!


Δημοσιεύουμε ένα επίκαιρο απόσπασμα από το βιβλίο του χωριανού μας Δημήτρη Κουκουλά: "Τα φορτηγά και άλλες ιστορίες":

…..Ο κινηματογράφος όσο ήμασταν στο Δημοτικό απαγορευόταν από το δάσκαλο: αυστηρώς και, στην κυριολεξία, δια ροπάλου! Υπήρχαν όμως κάποια έργα , όπως η «Γκόλφω», η «Μαρία η Πενταγιώτισσα» και τα «Πάθη του Χριστού» που μπαίναμε νόμιμα και επί δημοτικού. Αρκεί να είχαμε το εισιτήριο ή να μας έπαιρνε μαζί του κάποιος μεγάλος. Υπήρχε δηλαδή γι’ αυτά τα έργα μια σιωπηρή ανοχή από το δάσκαλο. Όχι όμως ρητή άρση της απαγόρευσης. Απλά, όταν βλέπαμε ακάνθινα στεφάνια και φουστανέλες, ξέραμε ότι δεν θα πέσει ξύλο.
Τα «Πάθη του Χριστού» τα έφερνε συνήθως το Σάββατο του Λαζάρου και πάντα μας παραξένευε το ότι δεν ξέραμε ποτέ τον ηθοποιό που έπαιζε το ρόλο του Χριστού. Αντίθετα, μας ήτανε πάρα πολύ γνωστοί οι Βαραββάδες και οι Πιλάτοι. Ίσως αυτό να γινόταν σκόπιμα, γιατί οι γνωστοί ηθοποιοί είχαν υποδυθεί και αμαρτωλούς ρόλους που δεν ταίριαζαν καθόλου με αυτόν του Θεανθρώπου.
Σε αυτά τα έργα είχαμε πολλά κλάματα και αναφιλητά από τις γυναίκες. Συμπάσχαμε μάλιστα και εμείς μαζί με τον Ιησού. Όχι γιατί μας είχε τονώσει τη θρησκευτική συνείδηση ο αναγκαστικός εκκλησιασμός. Μάλλον από αλληλεγγύη ομοιοπαθούντων το κάναμε, αφού το πρωινό της Κυριακής ήταν για μας ένας μικρός Γολγοθάς!
Με την πρώτη καμπάνα, νηστικοί και αγουροξυπνημένοι, δίναμε το παρόν στο προαύλιο του σχολείου. Ακόμα και τα πρωινά του άγριου χειμώνα που φύσαγε ο βοριάς και κατσομαλλιάζαμε από το κρύο. Μόνο όταν έβρεχε, νομίζω, δεν πηγαίναμε. Μετά από εκεί σε τριάδες και με βηματισμό, κατηφορίζαμε προς την εκκλησία.
Μέσα στο θαμπό φως που κατέβαινε με το ζόρι από τα παράθυρα με τα χρωματιστά τζαμάκια, παίρναμε θέσεις: αριστερά τα κορίτσια, δεξιά εμείς. Και άρχιζε το μαρτύριο της ορθοστασίας κάτω βέβαια από το άγρυπνο βλέμμα του δάσκαλου και αυτό του Παντοκράτορα από την οροφή. Και ενώ το χέρι του Παντοκράτορα έμενε πάντα ακίνητο και μας ευλογούσε, παρ΄ότι αρχίζαμε τιε σκανταλιές και πειράζαμε ο ένας τον άλλο με τσιμπιές και γαργαλητά, δεν συνέβαινε το ίδιο και με το χέρι του δάσκαλου. Με αστραπιαία εκτίναξη, αλα κόμπρα, έπληττε με ακρίβεια το στόχο: σβέρκο, κεφάλι, μάγουλο, για να επανέλθει τάχιστα στο ευλαβικό δέσιμο με το άλλο.
Μέσα στις τραχιές φωνές των ψαλτάδων και τα μουρμουριστά ευχολόγια του παπα-Θόδωρου, γλαρώναμε από τη νύστα. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε που βρισκόμασταν και πόσο θέλαμε ακόμη για το τέλος. Κάποιες στερεότυπες κινήσεις των πρωταγωνιστών και κάποια χαρακτηριστικά λόγια της λειτουργίας σηματοδοτούσαν για μας το στάδιο της πορείας. Έτσι όταν π.χ. κατέβαινε από το ψαλτήρι ο δεξιός ψάλτης και έδινε στον ιερέα ένα βιβλίο που μόλις είχε διαβάσει, φιλώντας του μάλιστα το χέρι, ξέραμε ότι είχαμε πολύ δρόμο ακόμα. Όπως και όταν άνοιγε το αριστερό πορτάκι του ιερού και έβγαινε ο παπα-Θόδωρος με τα δισκοπότηρα στο χέρι. Συνοδευόταν από τα «παπαδάκια», στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη και έλεγε: «Σοφία, ορθοί!». Εκείνο το «ορθοί» μας έκοβε τα πόδια ! Το συνδέαμε με την ορθοστασία μας και η κατάσταση γινόταν ανυπόφορη, γιατί δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να σου υπενθυμίζουν το μαρτύριο σου τη στιγμή που το υφίστασαι.
Περιεργαζόμασταν το τέμπλο με τις μεγάλες εικόνες, για να σπρώξουμε λίγο το χρόνο. Βλέπαμε τις αυστηρές μορφές των αγίων μέσα στο τρεμουλιαστό φως των καντηλιών και ονειροπολούσαμε. Οι έφιπποι στρατηλάτες με τα κοντάρια τους έκαναν τους Γιώργηδες και τους Δημήτρηδες να νιώθουν κάποια υπερηφάνεια. Δεν ξέρω τι συναισθήματα προξενούσε στους Γιάννηδες ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, αλλά νομίζω ότι όλοι παίρναμε από αυτόν κουράγιο. Έτσι ρακένδυτο και ταλαιπωρημένο που τον βλέπαμε, σκεφτόμασταν ότι υπάρχουν και χειρότερα. Οι αρχάγγελοι πάλι, Μιχαήλ και Γαβριήλ, που ήταν ζωγραφισμένοι πάνω στις πλαϊνές πόρτες του τέμπλου, έβαζαν και αυτοί ένα χεράκι. Γιατί έτσι όπως πηγαινοέρχονταν με τα ανοιγοκλεισίματα, δημιουργούσαν την αίσθηση κάποιας εξέλιξης.
Κάποια στιγμή έκλεινε ο παπάς τα πορτάκια της Ωραίας Πύλης, τραβούσε από πάνω και τη συρόμενη εικόνα του Χριστού. Τότε καταλαβαίναμε ότι είχαμε περάσει από τη μέση.
Με το «Πάτερ ημών» αρχίζανε τα πράγματα να κλίνουν προς το τέλος. Αρχίζαμε και εμείς να κλίνουμε το γόνυ από την εξάντληση. Κάτι που δε διέφευγε από το έμπειρο μάτι του παπα-Θόδωρου, γιατί μετά αμέσως ξαπόστελνε τα «παπαδάκια» με τα αντίδωρα. Παραμέριζαν οι αρχάγγελοι και σαν άλλοι Μάγοι με τα δώρα, ο Αρεστείρης με το Σούλη, έβγαιναν με τις κόφες γεμάτες ψωμί άσπρο και λαχταριστό, αλλά κομμένο σε πολύ μικρά κομμάτια. Τόσο μικρά που μερικά από αυτά ήτανε σκέτη ψίχα. Κάτι που δημιουργούσε ανταγωνισμούς, στη διάρκεια της διανομής, για καλύτερο κομμάτι. Δεν έλειπαν βέβαια και οι διακρίσεις από τη μεριά των διανομέων, με βάση κάποιες προσωπικές συμπάθειες και αντιθέσεις. Ένα διάστημα που έκανα παρέα με τον Αρεστείρη έπαιρνα όλο γωνίες με κόρα. Είτε ψίχα πάντως μας έδιναν είτε κόρα , μασάγαμε μετά βουλιμίας το πεντανόστιμο ψωμάκι και παίρναμε μια τόνωση ικανή για να αποτρέψει την κατάρρευση.
Με το «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον..» παίρναμε την πρώτη ανάσα! Καταλαβαίναμε ότι πλησιάζαμε πια προς το τέλος, ενώ σηκώναμε το βλέμμα προς τα παράθυρα, συνδυάζοντας τα λόγια του ψάλτη με το φως που κατέβαινε τώρα πιο δυνατό.
Η μεγάλη μας χαρά όμως και αγαλλίαση ήταν όταν ακούγαμε από τους ψαλτάδες εκείνο το γρήγορο ρυθμό με τα αγαπημένα μας λόγια: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος». Και παρ’ όλο που δεν ξέραμε εκείνο το «είη», το οποίο άλλωστε ακούγεται σαν σκέτο «η», τι μέρος του λόγου ήταν, πιάναμε πολύ σωστά το νόημα και ολόψυχα ευχόμασταν: ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου που έβαλε τέλος στο μαρτύριο μας! Και δώστου και το μουρμουρίζαμε μαζί με τους ψαλτάδες, με ζέση και χαρά, ιδίως όταν το επαναλάμβαναν σε έναν τόνο υψηλότερο και με αλλαγμένη τη σειρά των πρώτων λέξεων: «Το όνομα Κυρίου είη ευλογημένον, από του νυν και έως του αιώνος». Αμήν!

2 σχόλια:

  1. Ένα πολλή συγκινητικό βιβλίο που μας μεταφέρει στο χωριό μας τη δεκαετία του '60
    Πω-πω τι βιβλίο !Αγαπημένο,γεμάτο νοσταλγία και αθωότητα!
    Μυρίζει καλοκαίρι παιδικών χρόνων!
    Δεν θα το ξεχάσω ποτέ!
    Ένας Πυργιώτης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο Δημήτρης Κουκουλάς στο βιβλίο του «Τα φορτηγά και άλλες ιστορίες», διηγείται στιγμιότυπα των δύσκολων μεταπολεμικών χρόνων από προσωπικά βιώματα της παιδικής του ηλικίας στο χωριό μας, τα οποία χειρίζεται με λεπτότητα και με έναν ακομπλεξάριστο δυναμισμό. Αυτός είναι και ο λόγος που καταφέρνει να ανασταίνει ατόφιες τις αναμνήσεις των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων. Αυθεντικές και απαλλαγμένες από κάθε επιτήδευση.
    Τέλος, ο συγγραφέας διαλέγεται με την τέχνη που υπηρετεί και αυτό που προκύπτει είναι ένα αριστούργημα, που είναι ικανό να κάνει τον κάθε αναγνώστη να λατρέψει το βιβλίο.
    Σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να το διαβάσετε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ενημερωνόμαστε για την περιοχή μας

ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες