Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Ο ΓΑΜΟΣ ΓΥΡΩ ΣΤΑ 1900 ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

Τα παλιά τα χρόνια, η διαδικασία του γάμου ακόμα και αυτή η ίδια η φιλοσοφία του λίγη σχέση έχουν με τα της σημερινής εποχής. Η σκέψη των ανθρώπων για το πώς έβλεπαν τον γάμο καθώς και ποιος ήταν ο σκοπός του ήταν τελείως διαφορετικά. Αλλά ας πιάσουμε τα πράγμα τα από την αρχή για να δούμε καταρχήν περιληπτικά πως έβλεπαν οι άνθρωποι αυτό το θεσμό και στη συνέχεια να δούμε πιο αναλυτικά τα δρώμενα και τελετουργικό του.
Την στιγμή που γεννιόταν ένα παιδί, αν ήταν αγόρι τα πράγματα ήταν καλά, αν ήταν όμως κορίτσι το σπίτι έπεφτε στα μαύρα πανιά μέχρι να συνειδητοποιήσει τον ερχομό του νέου θηλυκού μέλους της οικογένειας. Αυτό συνέβαινε για τους εξής λόγους: α) Το αγόρι θα συνέχιζε το όνομα της οικογενείας. Ήταν ένας δυνατός εργάτης για όλες τις δουλειές που έφερναν εισόδημα στην οικογένεια. Θα παντρευόταν και θα έφερνε και άλλον άνθρωπο στο σπίτι και τέλος ήταν ο άντρας ο φύλακας, ο υπερασπιστής του σπιτιού που ο λόγος του είχε αξία. Η γυναίκα είχε πιο πολλά μειονεκτήματα γιατί οι δουλειές της θα περιορίζονταν πιο πολύ στο σπίτι, ενώ στα χτήματα αν και πολύ σημαντική η προσφορά της θεωρούταν βοηθητική προς τον άντρα. Κάποια στιγμή θα έφευγε από το σπίτι και μαζί της θα έπρεπε να πάρει και την προίκα και σε γενικές γραμμές ήταν ένα άτομο που το μεγάλωναν για να πάει στην παραγωγική του ηλικία να προσφέρει άλλου τις υπηρεσίες του. Ο λόγος της δεν είχε βάρος, η παρουσία της ήταν πίσω από τον άνδρα και γενικά υπήρχε ένα ολόκληρο σκεπτικό ριζωμένο βαθιά στη καθημερινότητα των παλιών ανθρώπων που θεωρούσαν την γυναίκα και ιδιαίτερα την ανύπαντρη, μπελά.
Όλα αυτά άρχισαν σιγά-σιγά να αλλάζουν από την εποχή του μεσοπολέμου και μετά όταν ή γυναίκα άρχισε να παίρνει έναν άλλο "αέρα", κ
άτι που συνέβαινε την εποχή εκείνη και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου. Μαζί με αυτή την νοοτροπία άρχισαν, αναπόφευκτα, να αλλάζουν και τα έθιμα του γάμου και με αργό αλλά σταθερό ρυθμό αυτή η αλλαγή συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Όπως την εποχή που διαδέχτηκε ή χριστιανική θρησκεία το αρχαίο ελληνικό δωδεκάθεο κάποια έθιμα του γάμου καταργήθηκαν και κάποια άλλα προσαρμόστηκαν στην φιλοσοφία και στις ανάγκες της νέας θρησκείας, έτσι και από το πρώτο μισό του 20ου αι. μέχρι σήμερα κάποια έθιμα καταργήθηκαν ενώ κάποια άλλα προσαρμόστηκαν στις ανάγκες και την ευκολία της σύγχρονης εποχής. Περιττό είναι να πούμε ότι αυτές οι αλλαγές και τότε και στις σύγχρονες συγκυρίες δεν άλλαξαν μόνο τα του γάμου αλλά και ότι άλλο αφορά την καθημερινότητα και τον τρόπο σκέψης και διαβίωσης.
Έτσι, την εποχή του 19ου αι. όταν ένα κορίτσι έδειχνε ότι μπορεί να γίνει μάνα άρχιζε και η έγνοια του πατέρα για την αποκατάσταση του. Όσο πιο γρήγορα τόσο πιο καλά. Οι έρωτες τα χρόνια εκείνα ήταν ανεπίτρεπτοι έως ανύπαρκτοι και μην παίρνετε στα σοβαρά τα ρομαντικά διηγήματα ορισμένων συγγραφέων των
προηγούμενων αιώνων γιατί η βάση τους βρίσκεται πιο πολύ στη σφαίρα της φαντασίας ή σε πολύ μεμονωμένες περιπτώσεις, παρά στην πραγματικότητα και ιδιαίτερα σε αυτήν των χωριών της περιοχής μας . Έτσι για την δουλειά αυτή υπήρχαν οι προξενητάδες – άντρες ή γυναίκες – οι οποίοι μόλις έβλεπαν ένα κορίτσι ότι είναι "στον καιρό του" προσπαθούσαν να σκεφτούν και το ταίρι του. Μπορεί όμως και ο πατέρας του γαμπρού να είχε στο νου του κάποια "τσούπα" που θεωρούσε ότι ταιριάζει στο σπίτι του ή στο γιό του ή η προίκα της θα βοηθούσε το σπίτι του, οπόταν έπιανε έναν έμπειρο και καταφερτζή προξενητή και του ζητούσε να μεσολαβήσει, με το αζημίωτο φυσικά. Το να ζητήσει ο γαμπρός από τον πατέρα του να ψάξει για κάποια κοπέλα συγκεκριμένη ή όχι ,ήταν λίγο σπάνιο, καθότι δεν τολμούσε να πει στον πατέρα του, ότι έχει έρθει ο καιρός του για γάμο, αυτά ήταν δουλειά του πατέρα και μόνον, μερικές φορές όμως συνέβαινε και αυτό. Από την εποχή του μεσοπολέμου και μετά άρχισαν τα πράγματα να αλλάζουν και να ανοίγουν οι άνθρωποι την καρδιά τους σε τέτοια θέματα.

Όταν λοιπόν έπιανε δουλειά ο προξενητής. Πήγαινε στο σπίτι της κόρης να συναντήσει τον πατέρα. Πριν μπει μέσα έφτυνε στον τοίχο του σπιτιού και έλεγε μυστικά ΄΄ όπως κολλάει το σάλιο μου έτσι να κολλήσουν και τα λόγια μου ΄΄ Χτυπούσε την πόρτα και έμπαινε στο σπίτι. Τα γυναικόπαιδα μετά τα σχετικά κεράσματα έφευγαν από το δωμάτιο και έμενε ο επισκέπτης με τον πατέρα να μιλήσουν. Ο προξενητής αφού παίνευε την φιλοξενία του νοικοκύρη που τον φιλοξενούσε εκείνη την στιγμή έμπαινε στο ψητό, του έριχνε την πρόταση που είχε να του κάνει και παράλληλα με μαε
στρία παρουσίαζε την τύχη την καλή που θα είχε η κόρη του στο σπίτι του γαμπρού. Ο πατέρας της νύφης δεν απαντούσε σχεδόν ποτέ την ίδια στιγμή μα έλεγε ότι θα το σκεφτεί για να δείξει μια διάθεση ότι δεν βιάζεται να ξεφορτωθεί την κόρη του αφού δεν είναι σκάρτο πράγμα. Αν ο πατέρας είχε πάνω από μια κόρες και ο προξενητής δεν ζητούσε την πρώτη, το προξενιό ήταν δύσκολο να στέρξει (ρ. στέργω = σημ. να γίνει, να δοθεί θετική απάντηση, συγκατάβαση - Σλαβική ρίζα κατάλοιπο της καθόδου των Σλάβων – 8ος-10ος αι μ.Χ ) γιατί αν πάντρευε πρώτα την δεύτερη ή την Τρίτη και άφηνε την πρώτη τα σχόλια που θα γινόταν στο χωριό θα ήταν ότι η πρώτη έχει κάποια αρρώστια ή κάποιο κουσούρι που δεν της επιτρέπει να παντρευτεί. Στην μόνη περίπτωση που μπορούσε να γίνει κάποια εξαίρεση ήταν όταν δεν ζητούσαν προίκα οπόταν ήταν ένα σοβαρό κίνητρο να παραβλέψουν τα σχόλια και να αυξήσουν την προίκα της πρώτης ώστε να έχει ένα πολύ σοβαρό λόγο για να έρθει ή σειρά της. Αν, λοιπόν ήταν θετικός στην πρόταση του προξενητή του έστελνε μετά από δυο μέρες μήνυμα με κάποιο μικρό παιδί να περάσει από το σπίτι. Όταν ερχόταν ο προξενητής του έλεγε την απόφαση του και κανόνιζαν να συναντηθούν οι δύο συμπέθεροι σε κάποιο σημείο που θα τους έβλεπε κόσμος, συνήθως στην πλατεία του χωριού. Αν ο γαμπρός ήταν από άλλο χωριό η συνάντηση γινόταν στο χωριό της νύφης. Όταν γινόταν η συνάντηση αμέσως στο χωριό διέρρεε η πληροφορία ότι κάτι ετοιμάζεται για την κόρη του τάδε. Μερικές φορές επενέβαιναν οι καλοθελητές που είχαν κάποια εμπάθεια για την μια ή την άλλη οικογένεια και έπιαναν κρυφά κάποια από τις δυο πλευρές και έριχναν τις κατηγόριες τους. Για να αποφευχθεί αυτή η κατάσταση μέσα σε δυο ή τρεις μέρες από την συνάντηση γινόντουσαν τα λεγόμενα φανερώματα, όπου γινόταν ή επίσημη ανακοίνωση του προξενείού.Οι στενοί συγγενείς του γαμπρού κρατώντας ένα καλάθι με γλυκά στολισμένο με λουλούδια πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Ο γαμπρός σε αυτή την συνάντηση ήταν απών. Τα γλύκα του γαμπρού ανακατεύονταν σε ένα δίσκο με αυτά της νύφης και μοιράζονταν στους παρευρισκόμενους αμέσως μετά οι δυο συμπέθεροι κάθονταν δίπλα, δίπλα και παρουσία όλων συμφωνούσαν για την προίκα. Αν κάποιος από τους μελλονύμφους είχε χάσει τον πατέρα του τον ρόλο του πατέρα τον έκανε ένας άνθρωπος εμπιστοσύνης της οικογένειας όχι απαραίτητα κάποιος συγγενής Μερικές φορές κάποιος συγγενής που γνώριζε γραφή τα έγραφε σε ένα χαρτί. Στο λεγόμενο προικοσύμφωνο γράφονταν αναλυτικά, ρούχα, οικιακά σκεύη, ζώα, χωράφια, μετρητά και ότι άλλο θεωρούταν την εποχή εκείνη χρήσιμο. Αφού τα έβρισκαν και σε αυτό το σημείο της συμφωνίας σηκωνόταν ο πεθερός και έδινε στη νύφη ένα δαχτυλίδι από τον γαμπρό μετά η πεθερά περνούσε στο κεφάλι της νύφης μια μπόλια ( μακρύ μαντίλι για κεφαλοδέσιμο) άρχιζαν τα κεράσματα με κρασί και μεζέδες και κανονίζονταν οι αρραβώνες που συνήθως γινόταν μία με δύο εβδομάδες μετά τα φανερώματα. Μερικές φορές που πλησίαζε ο χειμώνας οι αρραβώνες κανονίζονταν το ένα σαββατοκύριακο και ο γάμος το άλλο.
Οι αρραβώνεςΤην επόμενη μέρα από τα φανερώματα στα δυο
σπίτια άρχιζαν οι ετοιμασίες μα αυτό που είχε την μεγαλύτερη φασαρία ήταν της νύφης. Ετοίμαζαν γλυκά, ασβέστωναν, και ότι άλλο χρειαζόταν για να μην υπάρχουν σχόλια στο χωριό για ανοικοκυροσύνη. Οι αρραβώνες συνήθως γινόντουσαν σαββατοκύριακο ή κάποια μεγάλη γιορτή. Ο γαμπρός με τον πατέρα του πήγαιναν στους συγγενείς και φίλους και τους καλούσαν στην αρραβώνα τους έδιναν μάλιστα και από ένα λουλούδι συνήθως γαρούφαλλο για να μοσχοβολιστούν και να ευφρανθούν με το νέο που μάθαιναν. Την ημέρα των αρραβώνων το πρωί ο γαμπρός έστελνε στο σπίτι της νύφης ένα αρνί και τρία καλάθια στολισμένα με λουλούδια και κορδέλες με διάφορα δώρα όπως μαντίλια, κουλούρες, γλυκό κρασί, κοντογούνια για τη νύφη ένα καθρεφτάκι, χτένια, ψαλίδι και άλλα ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του γαμπρού. Τα καλάθια τα πήγαιναν τρία αγόρια που και οι δυο γονείς τους έπρεπε να ζούν. Σιγά, σιγά άρχιζαν να φτάνουν οι καλεσμένοι με τους συμπεθέρους και υποχρεωτικά ο παπάς που θα σταυρώσει τα δαχτυλίδια και θα τα περάσει στα δάχτυλα των μελλονύμφων. Αφού ευχηθούν θα δει ο γαμπρός τη νύφη για πρώτη φορά μετά τη συμφωνία θα αρχίσει ή ακολουθία του αρραβώνα θα ανακοινώσουν ποιος θα είναι ο κουμπάρος και αμέσως μετά θα αρχίσει το γλέντι . Τελειώνοντας η νύφη θα σταθεί στην εξώπορτα και θα κερνάει ένα ποτήρι κρασί όλους τους καλεσμένους που φεύγουν.
Τις επόμενες ημέρες ο γαμπρός με την νύφη πήγα
ιναν μαζί να επισκεφθούν τους συγγενείς των δυο σογιών. Ο γαμπρός με καθημερινή ενδυμασία για να δείχνει την προκοπή του ενώ η νύφη φορούσε τα καλύτερα ρούχα που είχε και την κεντητή μπόλια που της είχε χαρίσει ο γαμπρός στους αρραβώνες για να δείχνει την ομορφάδα της. Οι συγγενείς τους κερνούσαν γλυκά και κρασί και τους εύχονταν την ώρα την καλή. Την πρώτη Κυριακή ή την πρώτη μεγάλη γιορτή μετά τα αρραβωνιάσματα οι μελλόνυμφοι πήγαιναν μαζί στην εκκλησία. Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό πήγαιναν στην εκκλησία του χωριού της νύφης. Τους πήγαιναν οι γυναίκες από το σόι της νύφης και μόνο. Η νύφη στολιζόταν με το καλύτερο φόρεμα και τα παπούτσια που της είχε στείλει ο γαμπρός την προηγούμενη μέρα για να εκκλησιαστούν. Τα ρούχα της εκκλησίας της τα έστελνε σε ένα καλάθι στολισμένο με κορδέλες ή λουλούδια και μέσα στα παπούτσια είχε βάλει και λεφτά τα οποία έπαιρνε το αγόρι που της τα φορούσε.
Ο γάμοςΜεγάλο γεγονός όχι μόνο για τις οικογένειες των μελλονύμφων μα και για όλο το χωριό ήταν η εβδομάδα του γάμου. Ο γάμος γινόταν πάντα Κυριακή μετά την εκκλησία συνήθως δηλαδή πρωινή ώρα. Οι ετοιμασίες όμως ξεκινούσαν από την προηγούμενη Δευτέρα. Έτσι λοιπόν την Δευτέρα το πρωί οι φίλες της νύφης πήγαιναν στο σπίτι της και με τραγούδια καλούσαν τη νύφη να ανοίξει την πόρτα και να τις υποδεχθεί. Εκείνη τις περίμενε στην πόρτα με ένα δίσκο με γλυκά και κερνούσε κάθε μια που έμπαινε μέσα. Ο σκοπός ήταν να βγάλουν τα προικιά της νύφης από τα μπαούλα και να τα πλύνουν στη
βρύση του χωριού. Τα φόρτωναν στα ζώα και τα κατέβαζαν στην ξερόβρυση εκεί όλη την ημέρα έπλεναν. Η κάθε μια από τις φίλες, επειδή ήταν πολλά τα ρούχα, έφερνε και την σκαφίδα της. Κάποια στιγμή της ημέρας θα περνούσε ο γαμπρός και θα ασήμωνε με τάλιρα κάθε μια σκαφίδα. Τα λεφτά αυτά ήταν για τις φίλες της νύφης. Η μάνα της νύφης εκείνη την ημέρα έσφαζε κότα και το μεσημέρι θα πήγαινε στη ξερόβρυση για να φάνε οι κοπέλες. Τα ρούχα το βράδυ τα έφερναν στο σπίτι. Την επόμενη μέρα μαζεύονταν πάλι οι φίλες της νύφης στο σπίτι και ξεκινούσαν το τέντωμα και το σιδέρωμα. Κάθε ρούχο που ήταν για σιδέρωμα το ράντιζαν με ροδόσταγμα. Όσα ρούχα δεν είχαν στεγνώσει από την προηγούμενη μέρα τα έβγαζαν από τα καλάθια – τα ξεκοφινώνανε - και τα άπλωναν την δεύτερη ημέρα. Η ετοιμασία των προικιών κρατούσε μέχρι την Τετάρτη. Η μάνα κάθε μέρα έκανε το τραπέζι στις κοπέλες και την Τετάρτη που ήταν νηστήσιμη μέρα τους έψηνε χταπόδι. Το απόγευμα της Τετάρτης που είχαν τελειώσει το σιδέρωμα άρχιζαν το στήσιμο των προικιών. Δηλαδή τα τακτοποιούσαν σε ένα δωμάτιο όμορφα, τα πιο πλουμιστά να φαίνονται τα άλλα από κάτω μερικά τα κρεμούσαν από σχοινιά για να περάσει ο κόσμος να τα ασημώσει. Την ώρα που τα έστηναν τραγουδούσαν σχετικά τραγούδια και η μάνα κερνούσε τις κοπέλες με γλυκά. Το ίδιο απόγευμα στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονται οι συγγένισσες του να αναπιάσουν το προζύμι για να φτιάξουν τις κουλούρες του γάμου. Το νερό από το πηγάδι το έβγαζε ένα αρσενικό παιδί που ζούσαν και οι δυο γονείς του και το πήγαινε στο σπίτι το ακουμπούσε δίπλα από την σκάφη που θα ζύμωναν και τότε οι γυναίκες που είχαν μαζευτεί τραγουδούσαν γύρω από τη σκάφη και στο τέλος έριχναν μέσα λεφτά τα οποία έπαιρνε το παιδί. Την επομένη μαζεύονται οι συγγενείς του γαμπρού στο σπίτι του για να ζυμώσουν τις κουλούρες. Ενώ οι γυναίκες ζυμώνουν ο γαμπρός κερνάει τους άντρες κρασί και αρχίζουν το γλέντι. Στο σπίτι της νύφης μαζεύονται οι συγγενείς της για να φτιάξουν τις δίπλες. Από το σπίτι της νύφης περνάνε χωριανοί της σειριάς της για να ασημώσουν τα προικιά. Το μεσημέρι οι συγγενείς του γαμπρού με άλογα και κάρα φεύγουν για το σπίτι της νύφης για να πάρουν τα προικιά. Οι συγγενείς της νύφης τα μαζεύουν και τα βάζουν στα μπαούλα και τα μάλλινα τα κάνουν μπόγους. Όταν φτάνουν οι φίλοι του γαμπρού στο σπίτι της νύφης αυτή τους κερνάει κρασί και τους περνάει πίσω από το λαιμό ένα λευκό μαντίλι και στα άλογα που θα μεταφέρουν τα προικιά τα στολίζει στο καπίστρι με λουλούδια και μαντίλια μεταξωτά τα οποία παίρνουν μετά οι αγωγιάτες. Αφού φορτώνουν τα προικιά στα κάρα και στα άλογα αρχίζει και ένα ψιλόπλιάτσικο. Οι φίλοι του γαμπρού παίρνουν επιπλέον ότι βρουν μπροστά τους από γλάστρες μέχρι σιδεροστιές. Οι συγγενείς της νύφης τους κυνηγάνε δημιουργώντας έτσι μια ατμόσφαιρα γέλιου και ευφορίας. Αφού τα μεταφέρουν τραγουδώντας με νταούλια και πίπιζες στο σπίτι του γαμπρού αρχίζουν το γλέντι μέχρι το πρωί.
Την Παρασκευή πριν τον γάμο τα δυο σόγια μαζεύονται για να σφάξουν τα ζωντανά που θα καταναλωθούν στο γάμο συνήθως η διαδικασία αυτ
ή ήταν η αφορμή για ολοήμερο γλέντι
Το Σάββατο μαζεύονται οι δυο σειριές στο σπίτι του γαμπρού για να στολίσουν το νυφικό κρεβάτι. Από τα προικιά της νύφης παίρνουν τα ρούχα που χρειάζονται και τα στρώνουν στο κρεβάτι. Το στρώσιμο κάνουν μόνο οι ανύπαντρες φίλες της νύφης. Μπαίνει μέσα ο γαμπρός δεν του αρέσει το στρώσιμο και το ξεστρώνει. Αφού το ξαναστρώσουν οι κοπέλες, μπαίνει μέσα ο κουμπάρος και το ξεστρώνει και τρίτη φορά ξεστρώνεται το κρεβάτι από το γαμπρό. Στο τέλος αφού αρέσει σε όλους το στρώσιμο ρίχνουν πάνω στο κρεβάτι ένα αρσενικό παιδί φρέσκοβαφτισμένο που ζούν και οι δυο γονείς του. Από το κρεβάτι το σηκώνει μόνο η νύφη και το δίνει στη μάνα του παιδιού. Μετά περνάνε όλοι οι καλεσμένοι και ραντίζουν το κρεβάτι με ρύζι ,σιτάρι και ροδοπέταλα. Ρίχνουν ο καθένας και το ασή
μωμα του με λεφτά. Καθ΄ όλη την διάρκεια αυτής της διαδικασίας τα τραγούδια που λέγονται είναι σχετικά με το στρώσιμο του νυφιάτικου κρεβατιού. Ο γαμπρός με την νύφη περιμένουν τους καλεσμένους στο χώρο που θα ακολουθήσει το γλέντι. Ένας, ένας οι καλεσμένοι αφού ευχηθούν στο κρεβάτι περνάνε από το γαμπρό και τη νύφη και τους εύχονται. Του γαμπρού του κρεμάνε στο κοντογούνι του λεφτά ενώ της νύφης κρεμάνε χρυσαφικά. Η πεθερά της κρεμάει στο λαιμό της το γιορντάνι - νομίσματα και μεταλλικά φυλαχτά δεμένα μεταξύ τους με λεπτές αλυσίδες - . Αργότερα όταν βγήκαν τα χαρτονομίσματα που είχαν μεγαλύτερη αξία τα μεταλλικά χρήματα καταργήθηκαν και έτσι σιγά, σιγά χάθηκε και το γιορντάνι. Τελειώνοντας αυτή η διαδικασία βγαίνουν οι μεζέδες που έχουν φέρει οι συγγενείς του ζευγαριού και το κρασί ρέει άφθονο κέρασμα του γαμπρού. Το γλέντι που ακολουθεί με τα νταούλια και τις πίπιζες κρατάει μέχρι το πρωί. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι τα γλέντια την εποχή εκείνη γινόταν συνήθως μέρα, όσοι καθόντουσαν και τη νύχτα για να συνεχίσουν το γλέντι είχαν για φωτισμό τα λυχνάρια αλλά αυτό δεν έπαιζε καμία σημασία αφού το άφθονο κρασί τους είχε δώσει την ικανότητα να μην δίνουν σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες.
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥΜε το που χτυπούσε ο παπάς την καμπάνα για τον όρθρο της Κυριακής οι φίλοι του γαμπρού και οι φίλες της νύφης πήγαιναν με τραγούδια και νταούλια στα σπίτια αντίστοιχα των μελλονύμφων να τους ξυπνήσουν με σχετικά τραγούδια και να αρχίσουν να τους ετοιμάζουν για το μυστήριο του γάμου. Οι υπόλοιποι συγγενείς άναβαν τις φωτιές και έβαζαν τα αρνιά για να ψηθούν. Μετά το τέλος της εκκλησίας οι σειριές των δυο σογιών μαζεύονταν στα σπίτια του γαμπρού και της νύφης αντίστοιχα και περίμεναν να ετοιμαστεί το ζευγάρι .Τους κερνούσαν γλυκά. Οι φίλες της νύφης στόλιζαν τη νύφη τραγουδώντας. Τα ρούχα της νύφης ήταν : Κεντημένη μπόλια από μετάξι , πλουμιστό κοντογούνι, λευκή φούστα με πλούσιο κέντημα στην κάτω μεριά, βελούδινη ποδιά με κέντημα, λευκό πουκάμισο με κεντητά μανίκια στην άκρη, ζώνη βελούδινη με πόρπες και τέλος μαύρα παπούτσια. Τα γιορντάνια και τα χρυσαφικά τα κρεμούσαν στο λαιμό της νύφης και κάλυπταν όλο το στήθος με εντυπωσιακό τρόπο. Του γαμπρού ήταν: κοντογούνι μαύρο κεντητό, μακριά λευκή φουστανέλα, λευκό πουκάμισο που του είχε στείλει δώρο η νύφη στα ειδώματα, ζωνάρι από σκληρό δέρμα ή σελάχι, άσπρο καλσόν με μαύρες κορδέλες και μαύρες φούντες και τέλος μαύρα τσαρούχια με φούντα. Από το σελάχι του αντί για πιστόλα και μαχαίρι κρεμόντουσαν μεταξωτά μαντίλια. Το ντύσιμο του γαμπρού και της νύφης το έκαναν οι φίλοι τους και τα παπούτσια της νύφης της τα φορούσε η πιο μικρή στην ηλικία φιλενάδα της ενώ η παροιμία που λέει στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό είχε εφαρμογή την εποχή εκείνη. Αφού τον έντυναν οι φίλοι του τον έβγαζαν στην αυλή του σπιτιού και μπροστά σε όλη τη σειριά οι φίλοι του τον ξύριζαν το ζεστό νερό και το σαπούνι το έφερνε η μάνα του μέσα σε έναν δίσκο στολισμένο με κορδέλες και λουλούδια. Όταν τελείωναν τα στολίσματα του γαμπρού τον έπαιρναν με νταούλια και τραγούδια και πήγαιναν να πάρουν την νύφη από το σπίτι της. Μόλις έφταναν στο σπίτι της ένα σερνικό παιδί πήγαινε στο γαμπρό ένα ποτήρι νερό και εκείνος αφού το έπινε ασήμωνε το ποτήρι. Τότε έβγαινε η νύφη και φιλούσε το χέρι του πεθερού και της πεθερά της και μετά ο γαμπρός των δικών του πεθερικών. Στο δρόμο για την Εκκλησιά μπροστά πήγαιναν τα νταούλια και άντρες που κουβαλούσαν καλάθια με τις στολισμένες ψωμοκουλούρες, μετά η νύφη καβάλα σε στολισμένο άλογο ή άμαξα και στο πλάι της όλες οι γυναίκες. Πιο πίσω πήγαινε ο γαμπρός με τους άντρες και όλοι μαζί τραγουδούσαν τραγούδια του γάμου. Τα μεταγενέστερα χρόνια την εποχή του μεσοπολέμου η συνάντηση του ζευγαριού άρχισε να γίνεται στην πόρτα της εκκλησίας. Πρώτος στην εκκλησία έμπαινε ο κουμπάρος και πήγαινε στο τραπέζι που ήταν τα στέφανα και άφηνε το δώρο του που ήταν συνήθως ένα φόρεμα για τη νύφη. Κρατούσε και τρεις λαμπάδες που τις έδινε αναμμένες να τις κρατούν τρία ΄σερνικά παιδιά. Τελειώνοντας το μυστήριο περνούσαν όλοι να ευχηθούν στους νεόνυμφους ο γαμπρός έπαιρνε την νύφη και τη σειριά του και πήγαιναν στο σπίτι του. Στο σπίτι τους περίμενε στην πόρτα η μάνα του γαμπρού φωρόντας στην πλάτη ένα λευκό μαντίλι. Εκεί τους κερνούσε και τους δύο γλυκό του κουταλιού σταφύλι και γλυκό ποτό μετά έριχνε κάτω ένα πέταλο ή ρόιδο που έπρεπε να το πατήσει η νύφη για να μπει στο σπίτι. Περνούσε το μαντίλι που είχε ρίξει στην πλάτη της πίσω απο τα κεφάλια των νεονύμφων και τους τραβούσε και τους δυο μέσα στο σπίτι. Σε κάποια χωριά της περιοχής μας και ίσως και στο δικό μας πριν τους περάσει το μαντίλι τους ράντιζε με νερο με την βοήθεια ενός κλαδιού ελιάς. Η σειριά της νύφης πήγαινε να γλεντήσει στο πατρικό της. Ήταν αδιανόητο την εποχή εκείνη τα συμπεθερικά να γλεντήσουν μαζί στο σπίτι του γαμπρού. Αν τύχαινε κανένας από την σειριά της νύφης να πάει να γλεντήσει στο τραπέζι που έκανε ο γαμπρός τον έδιωχναν άρον, άρον και μερικές φορές του φόρτωναν στην πλάτη το σαμάρι του γαιδάρου και τον ξεπροβόδιζαν με σπαρταριστά γέλια. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως το γλέντι που είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον ήταν στου γαμπρού καθώς εκεί ήταν τα όργανα και εκεί γινόταν ο χορός. Στου πατέρα της νύφης το σπίτι το γλέντι γινόταν με τραγούδια της τάβλας. Στου γαμπρού τώρα το σπίτι υπήρχε ένα τραπέζι στολισμένο με λευκό κεντητό τραπεζομάντηλο και λουλούδια. Στην μπροστινή μεριά του ήταν αραδιασμένες οι ψωμοκουλούρες και στη μέση του καθόταν το ζευγάρι, δεξιά του ο παπάς και μετά ο πατέρας και τα υπόλοιπα παιδιά του. Αριστερά καθόταν ή μάνα και δίπλα της τα αδέλφια του πατέρα. Ο παπάς ευλογούσε το τραπέζι και ξεκινούσε το γλέντι, έκοβαν τις κουλούρες και μοίραζαν το κρέας από τα αρνιά που πλέον είχαν ψηθεί . Τον πρώτο χορό τον έσερνε η νύφη που την κρατούσε ο γαμπρός, μετά ο γαμπρός, ο κουμπάρος, η μάνα του γαμπρού και τέλος ο πατέρας του. Ο χορός ήταν πάντα ο καλαματιανός και για κάθε έναν από αυτούς που χόρευαν υπήρχε σχετικό τραγούδι. Μόλις τελείωναν οι συγγενείς έμπαινε στο χορό και ο κόσμος και κάθε ένας που ήθελε να χορέψει μπροστά πήγαινε στην ορχήστρα έριχνε λεφτά και μερικές φορές παρήγγελνε τραγούδι. Όταν άρχιζε να νυχτώνει ο γαμπρός με την νύφη αποχωρούσαν για το νυφικό κρεβάτι. Με την ευχή του παπά και των γονέων για καλούς απογόνους αποχωρούσαν με την συνοδεία της μάνας που τους έβαζε στο δωμάτιο και αποχωρούσε. Το γλέντι έξω συνεχιζόταν μέχρι την στιγμή που έβγαινε ο γαμπρός στο μπαλκόνι και έριχνε μια τουφεκιά σημάδι ότι όλα πήγαν καλά με την νύφη ( αν την έριχνε την τουφεκιά μέσα στο σπίτι τότε….). Αυτό περίμεναν οι καλεσμένοι. Έπεφταν τουφεκιές έσπαγαν πιάτα και ζεσταινόταν το γλέντι πιο πολύ. Σε μερικά χωριά συνήθιζαν να βγάζουν το σεντόνι ή το εσώρουχο της νύφης όχι όμως στο δικό μας που αρκούνταν να πιστέψουν μόνο στην τουφεκιά του γαμπρού. Το γλέντι αυτό κρατούσε μέχρι το πρωί ενώ ο γαμπρός και η νύφη δεν ξανακατέβαιναν. Την άλλη μέρα πήγαιναν οι φίλοι του γαμπρού και τραγουδούσαν για να ξυπνήσουν τους νεόνυμφους τότε κατέβαινε η νύφη και κερνούσε γλυκά τους φίλους του γαμπρού και περνούσε πίσω από το λαιμό τους ένα λευκό μαντίλι. Την επόμενη μέρα του γάμου γινόταν και το πρώτο τραπέζι που έκαναν οι νεόνυμφοι στο σπίτι τους και το έκαναν στου συγγενείς του γαμπρού. Ήταν και η τελευταία γαμήλια εκδήλωση. 
 Τάκης Δ. Γλιάτας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ενημερωνόμαστε για την περιοχή μας

ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες