Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤ(Ρ)Α




Τέτοιες μέρες οργανώναμε τη χορωδία για τα κάλαντα, τα κάλαντρα όπως τα λέγαμε τότε, τότε γύρω στα τέλη του ‘50. Και μιλάω για την «παράνομη» χορωδία γιατί όλη αυτή η ιστορία διέπετο από ένα ιδιότυπο καθεστώς.
«Νόμιμη» ήταν η χορωδία του σχολείου που έφτιαχνε ο δάσκαλος. Μια ομάδα από επιλεγμένα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, καλής διαγωγής και επιμελημένης εμφάνισης με πλισέ φούστες και καθαρά παντελονάκια, άσπρα σοσόνια και γυαλισμένα παπούτσια, και με ένα μεγάλο κουτί με σχισμή, τυλιγμένο με χαρτί (κόλλα γλασέ) και κολλημένες πάνω του χαλκομανίες με αγγελάκια, που κρατούσε κάποια κοπέλα. Ένα αγόρι κρατούσε έναν τενεκέ λαδιού τυλιγμένον και αυτόν με κόλλα γλασέ και αγγελάκια, για την καταβολή του φιλοδωρήματος σε είδος.
Οι εισπράξεις αυτές προορίζονταν για τις δαπάνες του σχολείου και κυρίως για τα σπασμένα τζάμια από τις πέτρες που με μανία εκτόξευαν εναντίον τους τα άλλα παιδιά, που πολλά εξ αυτών απαρτίζαμε την «παράνομη» και αυστηρά απαγορευμένη από το δάσκαλο, χορωδία.
Παίρναμε και εμείς έναν τενεκέ (χωρίς γλασέ βέβαια) και γυρίζαμε από σπίτι σε σπίτι, ξεκινώντας πάντα πριν από τους νόμιμους ανταγωνιστές μας. Λέγαμε μάλιστα στις νοικοκυρές που ρωτούσαν, ότι εμείς είμαστε τα κάλαντρα του σχολείου και όταν ξαναρωτούσαν που είναι τα κορίτσια τους λέγαμε ότι δεν ήρθαν γιατί κρυώνανε.
Δεν τις έπειθαν βέβαια τα λόγια μας ούτε η ετερόκλητη ενδυματολογική μας εμφάνιση με τα μπαλωμένα ρούχα και τα τρύπια παπούτσια. Ήταν κάποιες τσιγκούνες που μας έδιωχναν, οι περισσότερες όμως, μέρες που ήταν, μας έριχναν λάδι στον τενεκέ και μας φίλευαν κανα κουραμπιέ ή πορτοκάλι. Άλλο που εμείς αρπάζαμε και ό,τι άλλο βρίσκαμε ένα γύρω στην αυλή ή προβαίναμε και σε πιο άγριες πράξεις όπως τότε με τη θειά –Κώσταινα, μια ραχητικιά γριούλα, που με λαβές και κεφαλοκλείδωμα που είχαμε δει στο σινεμά, την ακινητοποιήσαμε την ώρα που μας έριχνε το λάδι στον τενεκέ και μέχρι να στραγγίξει όλο το λαδικό της! Την αφήσαμε, φυσικά, μετά τη γυναίκα και της ευχηθήκαμε «χρόνια πολλά». Ενώ μας ακολούθησε μια βροχή από κατάρες και πέτρες.
Το λάδι το πουλάγαμε στο μαγαζί του Τραχανά, με φόβο βέβαια και προφυλάξεις μην εμφανιστεί μπροστά μας ο δάσκαλος. Τρυπώναμε μετά σε ένα στενό και ακριβοδίκαια μοιραζόμασταν τις εισπράξεις. Οι οποίες μέσα σε χρόνο ρεκόρ μετατρέπονταν σε μπαλόνια και σε γυαλένιες: τους γυάλινους βόλους, δηλαδή, με εκείνα τα καταπληκτικά σχέδια που είχανε μέσα τους και που χαζεύαμε με τις ώρες την αναπήδηση τους πάνω σε κάποια τσιμεντένια επιφάνεια. Αυτό το …τακ….τακ…τακ μας γοήτευε.
Άλλα δώρα εκείνες τις μέρες και κείνα τα χρόνια δεν είχαμε. Κανα γιορτινό ρουχαλάκι ή παπούτσι, συνήθως κάτι κοντές γυαλιστερές γαλότσες με ένα κουμπί στο πλάϊ, όταν μας ψώνιζαν οι δικοί μας, τα έπαιρναν από το πανηγύρι της Χώρας τον Οκτώβρη μήνα.
Πρέπει να ομολογήσω όμως το πόσο έντονα ζούσαμε αυτές τις ημέρες και πόσο εντυπωσιαζόμασταν από το θρησκευτικό μέρος του πράγματος, ακόμη και εμείς τα παιδιά της υψηλής παραβατικότητας. Εκστασιαζόμασταν από το γεγονός ότι το παιδάκι του Θεού γεννήθηκε φτωχικά, όπως και εμείς, μέσα σε κάτι σαν αχούρι και το ζέσταιναν με τις ανάσες τους τα άλογα και τα βόδια. Είχαμε μεγάλη εξοικείωση με τα ζωντανά –ακόμη νιώθω στο σβέρκο μου την ανάσα του αλόγου, του Καρά μας, όταν έσκυβε και έτριβε τη μουσούδα του στο κουρεμένο μου κεφάλι- και τα βιώναμε έντονα όλα αυτά.
Και όταν το πρωί των Χριστουγέννων ξυπνάγαμε στις τέσσερις με την καμπάνα για την εκκλησία, παρ’ όλο το αγουροξύπνημα και τα νεύρα μας, ρίχναμε κρυφές ματιές στον έναστρο ουρανό μήπως διακρίνουμε και εμείς το λαμπερό αστέρι!

1 σχόλιο:

Ενημερωνόμαστε για την περιοχή μας

ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες