Στις μικρές κοινωνίες των χωριών είναι πιο ορατές οι κατακλυσμιαίες αλλαγές που επέφεραν στη ζωή μας οι καινούργιοι τρόποι ζωής, ιδίως η τηλεόραση. Με πρώτο θύμα το καφενείο. Μαζεύεται ο κόσμος τώρα στα σπίτια . Δεν σφύζουν πια τα τραπέζια από ιστορίες, τάβλι και χαρτοπαίχνιδα. Πολλοί νεαροί πλέον δεν ξέρουν τι είναι τα ντόρτια ο ρήγας και τα σπαθιά. Μια παράδοση χρόνων σταμάτησε.
Από πολύ μικροί μπαίναμε στα μυστικά και τη γοητεία της τράπουλας. Από το δημοτικό μαθαίναμε την "κολιτσίνα" τη "ξερή" το «31» και το «βιδαριστό 31». Όταν πηγαίναμε στο γυμνάσιο περνάγαμε σε ανώτερες σπουδές. Τελειώνοντας την πρώτη, είχαμε μάθει το ραμί, ένα είδος κουμ-κάν. Στη δευτέρα μαθαίναμε την πόκα και από την τρίτη και μετά, μαζί με τα μακριά παντελόνια που βάζαμε, ανοίγαμε τις πύλες της εγκεφαλικής και της ατελείωτης στην εκμάθηση πρέφας.
Τις ημέρες των γιορτών, ιδίως ανάμεσα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά η χαρτοπαιξία έπαιρνε διαστάσεις επιδημίας. Είχανε τελειώσει τα λιομαζώματα και απερίσπαστοι οι θαμώνες των καφενείων μέσα στη θαλπωρή της σόμπας, τζογάριζαν πάνω στο αργό γύρισμα των χαρτιών και της τύχης τους. Χαρούμενοι οι καφετζήδες από το βιδάνιο, ένα είδος ΦΠΑ που εισπράττανε από κάθε συναλλαγή, κουβαλούσαν στα τραπέζια νερά και ποτά και τάϊζαν διαρκώς τη σόμπα με ξύλα, δημιουργώντας καταστάσεις μυσταγωγίας. Με τα θαμπά τζάμια να τρέχουν υδρατμούς και τα ντουμάνια του καπνού να ανεβαίνουν με δαχτυλίδια προς το ταβάνι.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς γινόταν και η κορύφωση. Μετά το παραδοσιακό δείπνο με τον κόκορα μακαρονάδα, οι γυναίκες με τις κοπέλες έπαιρναν το κέντημα και το πλεχτό τους με το κουβάρι και τις βελόνες για κάποιο σπίτι με τζάκι ή σόμπα. Μαζεύονταν πολλές και κουβέντιαζαν μέχρις αργά. Πρέπει να έπιαναν και διάφορα πονηρά «θέματα» γιατί κάτι γέλια κακαριστά και μιας ιδιαίτερης χροιάς ακούγαμε να φτάνουν μέχρι το δρόμο. Ενώ οι άρρενες έτρεχαν στα καφενεία.
Όλα τα τραπέζια τζογάριζαν άγρια και τα λεφτά φόρα παρτίδα καθώς για εκείνη τη βραδιά υπήρχε μια εξαίρεση, μια άτυπη εκεχειρία εκ μέρους της χωροφυλακής. Συνεπαρμένοι οι χαρτοπαίκτες έκοβαν τα χαρτιά για «βιδαριστό 31» για «πόκα» για «ραμί» και κάποιοι ηλικιωμένοι για «πρέφα».
Από τα «μακριά παντελόνια» και μετά μπαίναμε και εμείς ελεύθερα, γιατί πιο πριν κρυβόμασταν κάτω από υπόστεγα με φως και με κάτι τράπουλες σαν πατσαβούρια παίζαμε «31» μέσα στο κρύο. Καθόμασταν λοιπόν και εμείς σε καρέκλες και παίζαμε σαν μεγάλοι. Επειδή όμως εξαντλιόταν από νωρίς η υποτυπώδης ταμειακή μας ευχέρεια και δεν είχαμε καθόλου όρεξη για ύπνο, προσεγγίζαμε σαν θεατές τα μεγάλα τραπέζια της πόκας για να μαθαίνουμε τεχνικές και να κλέβουμε κόλπα.
Σε αυτά έπαιζαν και οι ετήσιας βάσης χαρτοπαίκτες. Αυτοί οι παθιασμένοι τζογαδόροι που είχανε μάτια μόνο για το παιχνίδι. Ακόμα και όταν κοιτούσαν προς τη μεριά μας, εμείς καταλαβαίναμε ότι δεν μας βλέπουν. Ήταν το βλέμμα τους φευγάτο. Οι νευρικοί παίκτες κοιτούσαν τα χαρτιά τους αμέσως με το μοίρασμα. Ενώ για τους ήρεμους, αυτό το κοίταγμα των χαρτιών συνιστούσε μια μικρή ιεροτελεστία. Ιδίως όταν έπαιρναν το τελευταίο και καθοριστικό χαρτί. Το έχωναν μέσα στα άλλα τα ανακάτευαν όλα μαζί και τα έκλειναν. Τα σήκωναν μετά μέσα στις χούφτες και τα άνοιγαν σαν βεντάλια. Σιγά-σιγά και βασανιστικά για τη δική μας περιέργεια, μέχρι να σκάσει το σημάδι του καινούργιου που είχανε πάρει. Μιλούσαν μεταξύ τους με εκείνες τις παράξενες λέξεις: πάσο, ντούκου, δικαίωμα, τα βλέπω, ρέστα, φουλ, κέντα, ζεύγη, χρώμα, αβολοντέ και φλος, που ανέβαζαν στα ύψη το κλίμα της μυσταγωγίας.
Ένα κλίμα που έσπαζε βίαια από τις βλαστήμιες στο τέλος της κάθε παρτίδας. Βλαστήμιες σε πολύ μεγάλη ποικιλία. Αφού εξαντλούσαν το εορτολόγιο –πλην της Αγίας Παρασκευής που είναι η προστάτιδα του χωριού και τη σεβόντουσαν- περνούσαν στα ιερά σκεύη, στα άμφια του ιερέα, τη μήτρα του δεσπότη και σε ό,τι άλλο μπορεί να έχει σχέση με το θρησκευτικό οικοδόμημα.
Πολλές φορές θεωρούσαν εμάς τους νεαρούς θεατές, υπεύθυνους για τη χασούρα τους. Και δεν μας πείραζε τόσο το ότι γυρνούσε ο παίκτης που βλέπαμε τα χαρτιά του και μας άστραφτε ξαφνικά κάποιο σκαμπίλι. Πιο πολύ μας ενοχλούσε όταν μας έθιγαν κάποια ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Όταν μας έλεγαν, δηλαδή, ότι κάποιος από μας ήταν γρουσούζης γιατί «είχε παίξει το πουλί του». Κοκκινίζαμε τότε όλοι μέχρι τ’ αφτιά και να ήτανε τρόπος να άνοιγε η γη για να μας καταπιεί, γιατί όλοι είχαμε υποπέσει στο εν λόγω αμάρτημα, και όχι άπαξ ημερησίως!
Όλα αυτά τώρα χάθηκαν και μόνο κάτι νεαροί μετανάστες, πολυεθνικής σύνθεσης, συνεχίζουν να παίζουν σε κάποιο στρογγυλό τραπέζι, συνεννοούμενοι μεταξύ τους με τα σπαστά ελληνικά τους. Βρίσκουν στο καφενείο τη θαλπωρή που λείπει από τα υγρά και κρύα σπίτια που μένουν.
Οι πιο πολλοί στο χωριό δεν παίζουνε πλέον χαρτιά. Τρώνε το βράδυ της παραμονής τον κόκορα όπως πάντα -τα γαστρονομικά μας ήθη επιβιώνουν, βλέπεις, της τηλεόρασης- και αραχτοί μετά στους καναπέδες, δεν κάνουν τίποτα το διαφορετικό από ότι κάνουν και οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και της Αθήνας: βλέπουν και αυτοί τα κανάλια με τα ειδικά μουσικά αφιερώματα.......