Αναδημοσίευση
από την εφημερίδα
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (11-11-2018)
(Συμβολή στην προέλευση και
στην ορθή γραφή του τοπωνυμίου)
Η οροσειρά, που συναντά μια νοητή
ευθεία που διέρχεται από το αρχαίο Κορυφάσιο (Παλαιό Ναβαρίνο) μέσω του λεγομένου
ανακτόρου του Νέστορα, ονομάζεται όρος Αιγαλέον[1] κατά τον
αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα[2]. Την εποχή της ακμής του ανακτόρου του Άνω
Εγκλιανού η οροσειρά αυτή χώριζε για διοικητικούς σκοπούς το βασίλειο σε δύο επαρχίες
που περιγράφονται στις πινακίδες της Γραμμικής γραφής ως «αυτή η πλευρά του Αιγολέον» και η «πέρα από το Αιγόλεον». Έχει παρατηρηθεί σε μερικές αναφορές -λανθασμένα-
η συνέχεια της οροσειράς αυτής βορειοδυτικά να ονομάζεται «Κυπαρισσιακά Όρη». Το
λάθος κατά το όνομα και την τοπογραφία αποκαθίσταται, καθώς........
ήδη από τα Μυκηναϊκά χρόνια το όρος Αιγαλέο εκτείνεται από την Κυπαρισσία στα βόρεια μέχρι το όρος Λυκόδημο νοτιοανατολικά[3], ενώ η ονομασία Κυπαρισσιακά όρη είναι σύγχρονος όρος που χαρακτηρίζει ολόκληρο τον ορεινό όγκο των Κοντοβουνίων[4].
ήδη από τα Μυκηναϊκά χρόνια το όρος Αιγαλέο εκτείνεται από την Κυπαρισσία στα βόρεια μέχρι το όρος Λυκόδημο νοτιοανατολικά[3], ενώ η ονομασία Κυπαρισσιακά όρη είναι σύγχρονος όρος που χαρακτηρίζει ολόκληρο τον ορεινό όγκο των Κοντοβουνίων[4].
Η
γραφή «Αιγαλέον»
Θα
πρέπει να παρατηρήσουμε επίσης ότι συχνά βλέπουμε να γράφεται στην ονομαστική
ως Αιγάλεω ή κάπως ορθότερα ως Αιγάλεο. Δεχόμενοι όμως ως κανόνα τις
αρχαιότερες ελληνόγλωσσες αναφορές που προαναφέραμε, το ορθό είναι Αιγαλέον (το) -στην δημοτική Αιγαλέο-. Ενώ αν δεχθούμε την
προελληνική γραφή των Μυκηναϊκών πινακίδων της Πύλου, θα πρέπει να το μεταγράψουμε
ως Αιγόλεον[5]. Επειδή
όμως αυτή η προφορά έχει εκλείψει ήδη από τα αρχαία χρόνια, θα ήταν εξεζητημένο
να την επαναφέρουμε σήμερα.
Οι
κορυφες της οροσειράς του Αιγαλέου.
Στη σχηματιζόμενη αυτή οροσειρά
ξεχωρίζουν έξι κορυφές, οι οποίες από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά
έχουν ως εξής[6]:
Όρος Ψυχρό 1115μ. ακριβώς πάνω από την πόλη της Κυπαρισσίας, κορυφή Σέχι[7] ή Αγία
Βαρβάρα 1238μ., Άγιος Κωνσταντίνος 1255μ., Ροδιά 1210μ., Άγιος Γεώργιος 1050μ.
και Αγιά 1090μ., αποτελώντας τα δυτικότερα όρια του ορεινού όγκου που από τα
μεταβυζαντινά χρόνια και εντεύθεν ονομάζονται Κοντοβούνια[8]. Κατά
τους Μεσαιωνικούς χρόνους έπαψε να χρησιμοποιείται το αρχαίο όνομα, όπως συνέβη
άλλωστε και σε πολλές άλλες αναρίθμητες περιπτώσεις κατά τις οποίες νέα ονόματα
αντικατέστησαν τα παλιά. Η χρήση αυτών των νέων ονομάτων διαδόθηκε ανάλογα με
τη σπουδαιότητα του χώρου. Για παράδειγμα, η πόλη της Κυπαρισσίας μετονομάστηκε
σε Αρκαδιά και έγινε ευρύτερα γνωστή με αυτό το όνομα, λόγω της σπουδαιότητάς
της όλους αυτούς τους χρόνους. Ενώ το όρος Αιγαλέο,
ενταγμένο στο σύνολο των Κοντοβουνίων, έδωσε την ευκαιρία σε κάθε τοπική
κοινωνία να προσδώσει τα δικά της επιμέρους
τοπωνύμια, τα οποία παρέμειναν σε χρήση μόνο γι΄ αυτούς που είχαν λόγο
αναφοράς σε αυτά. Έτσι, η νοτιότερη χαρακτηριστική κορυφή (με θέα από τον
Κυπαρισσιακό κόλπο, τα νησιά Σχίζα και Σαπιέτζα, την πεδιάδα της Καλαμάτας
μέχρι και το Λυκαίον όρος) της οροσειράς αυτής έχει καθιερωθεί εδώ και αιώνες
να αποκαλείται και να προφέρεται ως Κορυφή
της Αγιάς ή Αγιά. Εκατέρωθεν αυτής
εκτείνονται μικρότερες κορυφές, ήσσονος σημασίας. Νοτιοανατολικά συναντάμε την
κορυφή «Ανάληψη» (885μ) και εν συνεχεία αυτή του βουνού «Αντίλαρης» ή
«Αντιλάρης» (755μ). Πάνω και νοτίως από το χωριό Στυλιανού είναι η κορυφή
«Αϊ-Λιάς» (577μ) της οποίας το αντέρεισμα προς νότο συναντά ένα εκκλησάκι της
Αγίας Κυριακής, αυτό που βρίσκεται αριστερά του επαρχιακού δρόμου Χώρα –
Μεταμόρφωση, ενώ δεξιά υψώνεται η συνέχεια της οροσειράς με την κορυφή
«Λυκοβούνι» (481μ.).
Βορειοδυτικά του βουνού της Αγιάς
βρίσκουμε την κορυφή Μεγάλο Κοτρώνι
(957μ.) και Κουτσουρούπα (868μ), ενώ
πάνω από το χωριό Χριστιανούπολη την κορυφή Άγιος
Γεώργιος που προαναφέραμε και εν συνεχεία την υπόλοιπη προς βορρά οροσειρά
του Αιγαλέου.
Η
Αγιά
Στην κορυφή του βουνού της Αγιάς, σημείο
αναφοράς είναι το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής και στις παρυφές του, ανατολικά
τα χωριά Μεταξάδα (μέχρι το 1927 Σαπρίκι) και Σταυρός (μέχρι το 1956 Βεριστιά) και στις νοτιοδυτικές υπώρειες το
χωριό Μουζάκι. Νότιο-ανατολικά του βουνού, ακριβώς κάτω από την κορυφή, βρίσκεται
ο ναός του διαλελυμένου ήδη από τις αρχές του 20ού αι. μεταβυζαντινού
μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου ή, όπως ήταν γνωστό κατά τους χρόνους της
λειτουργίας του, το «Μοναστήρι της Αγιάς».
Ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον
παρουσιάζει η κορυφή, καθώς όστρακα τα οποία χρονολογούνται από τον 3ο
έως τον 10ο μ.Χ. αιώνα
βρίσκονται διασκορπισμένα στον χώρο.[9]
Ιστορικά είμαστε σε θέση να
γνωρίζουμε πως το βουνό της Αγιάς αποτέλεσε στρατόπεδο για την προστασία
των Κοντοβουνίων κατά τα χρόνια της
Επανάστασης του 1821 και η κορυφή του χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο για τις
κινήσεις των στρατευμάτων του εχθρού[10]. Ο
ίδιος ο Παπαφλέσσας κατά τις παραμονές της μάχης στο Μανιάκι χρησιμοποιούσε τις
κορυφές Αγιά και Μαγκλαβά[11] ως
παρατηρητήρια και τις νύχτες άναβε φωτιές σε αυτές, δημιουργώντας την εντύπωση στον Ιμπραήμ, (που είχε στρατοπεδεύσει στην
περιοχή της Χώρας) του αναρίθμητου των Ελλήνων στρατιωτών. Ακόμα και όταν οι τουρκοαιγύπτιοι
είχαν φτάσει κοντά στο Μανιάκι και είχαν στρατόπεδο στο χωριό Σκάρμηγκα και τα
δύο αυτά βουνά βρίσκονταν πίσω τους, οι φωτιές τη νύχτα έδιναν την εντύπωση
στον Ιμπραήμ πως πλησιάζουν ενισχύσεις στο πλευρό του Παπαφλέσσα.
Το
τοπωνύμιο Αγιά
Οι παλαιότερες αναφορές για το
τοπωνύμιο Αγιά είναι πατέρων της μονής, οπλαρχηγών της επανάστασης, ακόμα και
του λογίου επισκόπου Ανδρούσης Ιωσήφ, οι οποίοι το καταγράφουν ως «Αγιά»[12]. Εν
συνεχεία οι λόγιοι του 19ου αι. μετέγραψαν το όνομα από Αγιά σε
Αγυιά[13] και
αυτό όχι επειδή ήθελαν να υπερτονίσουν το γεγονός του δρόμου υποζυγίων που εξυπηρετούσε
τα χωριά της νότιας Τριφυλίας με αυτά των Κοντοβουνίων και διερχόταν βορείως
του βουνού της Αγιάς, αλλά ακολουθώντας το γενικότερο πνεύμα της εποχής που
ήταν ο εξελληνισμός και εξωραϊσμός των ελλαδικών τοπωνυμίων[14]. Αυθαίρετα
έχει υποτεθεί[15]
ότι μια αναθηματική επιγραφή στην Αρχαία Μεσσήνη που αναφέρει: «Ἀπόλλωνι
Ἀγυιεῖ[16]» έχει ταυτιστεί με το βουνό αυτό, καθώς όχι μόνο
είναι κατά πολύ νεότερη η ονομασία του βουνού, αλλά και το προσωνύμιο αυτό του
Απόλλωνα δεν ήταν ένδειξη κάποιου ιερού σε άλλο μέρος, καθώς αναφερόταν σε
αφιέρωμα που πολλές φορές το συναντάμε και έξω από τις οικίες των πόλεων.
Μεταγενέστερη
επίσης γραφή είναι και «Αγία», που συναντάμε σε έγγραφο του Επισκόπου Τριφυλίας
Παϊσίου προς την Ιερά Σύνοδο[17]
και σε πρακτικά αυτής,[18]
που βρίσκονται προφανώς στο ίδιο πνεύμα με την προηγούμενη μεταγραφή, από τη
δική τους όμως εκκλησιαστική οπτική.
Στα
Γενικά Αρχεία του Κράτους υπάρχουν αναφορές για τη μονή του Αγίου Γεωργίου κατά
τον 19ο αι. που γράφουν το όνομα αυτό και με άλλους τρόπους: Αγειά –άς ή Αγειυά –άς[19], προφανώς
από λάθος των συντακτών.
Γίνεται
σαφές από τα προηγούμενα πως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας χρησιμοποιείται
ήδη το τοπωνύμιο Αγιά. Έτσι, δεν
μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο τουρκογενούς ή αραβικής προέλευσης του ονόματος. Άλλωστε
πολλά τοπωνύμια και ονόματα της γύρω περιοχής είναι επηρεασμένα από αυτές τις
γλώσσες. Τέτοιες ομόηχες λέξεις μπορεί
να είναι οι εξής:
Aya (αγιά): Οθωμανική λέξη που σημαίνει παλάμη, χέρι[20]
. Η μορφολογία του βουνού θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει ως «παλάμη» (μεταφ.),
ιδιαίτερα από αυτούς που το παρατηρούν από τα μέρη τής νότιας Τριφυλίας της
Πυλίας ή ακόμα και από το χωριό Μεταμόρφωση.
Ayan (αγιάν):
Σαφής-Ξεκάθαρος[21] (από
σίγαση του ν: Αγιά). Η κορυφή
ξεχωρίζει σε σχέση με την υπόλοιπη οροσειρά και χωρίς αμφιβολία μπορεί να
αποτελέσει σημείο αναφοράς, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα.
Η προέλευση από κάποια άλλη γλώσσα δυτικής ή
σλαβικής προέλευσης[22]
αποκλείεται, καθώς δεν υπάρχει -κατά τη γνώμη μας- κάποια ομόηχη ή ομόρριζη λέξη
που θα μπορούσε να ταιριάξει για να χαρακτηρίσει το βουνό.
Αναφορά στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής στην
κορυφή του βουνού δεν συναντάμε (χωρίς αυτό να αποκλείει την ύπαρξή του). Στην
περίπτωση όμως που υπήρχε το εκκλησάκι, μπορεί εύλογα να έχει προέλθει το όνομα
από Αγία Κυριακή-Αγιά Κυριακή-Αγιά. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι περιπτώσεις τοπωνυμίων
στον ελλαδικό χώρο που περιλαμβάνουν το όνομα ενός Αγίου και με την πάροδο των
χρόνων εκλείπει το όνομα και παραμένει το προσδιοριστικό. Για παράδειγμα, η
πόλη του Αγίου Νικολάου στην Κρήτη αποκαλείται απ’ όλους τους κατοίκους του
νησιού ως Άγιος (πάμε στον Άγιο, θα
φύγω με το καράβι από τον Άγιο κ.ά.) Έτσι, και στην περίπτωση αυτή μπορεί
κάλλιστα να εξέλιπε το κύριο όνομα και να παρέμεινε μόνο το Αγιά.
Όπως προαναφέραμε, η παλαιότερη αναφορά για το
τοπωνύμιο του βουνού ως Αγιά και για το μοναστήρι ως μονή της Αγιάς υπάρχει σε
έγγραφα των πρώτων χρόνων μετά από την Παλιγγενεσία. Παλαιότερες αναφορές για
την ονομασία του βουνού δεν συναντάμε παρά μόνο στα αρχεία Grimani της Ενετοκρατίας που
βλέπουμε το μοναστήρι να αναφέρεται ως μονή του Αγίου Γεωργίου «στο σύνορο του
χωριού Σαπρίκι» χωρίς καμία αναφορά στο τοπωνύμιο ή το προσωνύμιο Αγιά. Αυτό όμως δεν αποκλείει το γεγονός
η μονή να αποκαλείται ήδη ως «μοναστήρι της Αγιάς», καθώς σε πολλές περιπτώσεις
η καταγραφή μοναστηριών για τις ανάγκες αυτών των απογραφών σημείο αναφοράς
έχουν το χωριό στο οποίο βρίσκεται
πλησιέστερα το κάθε μοναστήρι[23].
Επίσης δεν φαίνεται η μονή να έχει κάποιο προσωνύμιο
που θα μπορούσε να το δώσει και ως τοπωνύμιο π.χ. Αγία μονή - Αγιά μονή ή κάτι παρόμοιο, όπως βλέπουμε σε άλλες
περιπτώσεις των ιδίων απογραφών[24].
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε με
βεβαιότητα πως η μονή ιδρύθηκε ως μονή Αγίου Γεωργίου και ακολούθως έλαβε το
προσωνύμιο Μονή της Αγιάς. Από αυτή
τη φράση, που χρησιμοποιείται κατά κόρον στα πρώτα έγγραφα, προκύπτει πώς το
μοναστήρι έλαβε το προσωνύμιο του βουνού και ως εκ τούτου το όνομα για το βουνό
προϋπήρχε. Έτσι καθώς το μοναστήρι ήκμασε κατά την περίοδο της πρώτης Τουρκοκρατίας
(1460-1685)[25],
το όνομα Αγιά είναι σύγχρονο ή και παλαιότερο αυτής της περιόδου.
Αγυιά ή Αγιά;
Εξ όσων προαναφέρθηκαν,
διαπιστώνουμε πως η προέλευση του τοπωνυμίου μπορεί να προήλθε:
α. Από την οθωμανική ή αραβική
γλώσσα, συνεπώς η μεταγραφή του
στην Ελληνική θα πρέπει να είναι «Αγιά» ή
β. Από την ελληνική λέξη «Αγία» (κατά το λαϊκότερο Αγιά)
και σε καμία περίπτωση «Αγυιά», που όπως είπαμε είναι μεταγενέστερη γραφή, δεν
θεσμοθετήθηκε επισήμως και κυρίως η χρήση της καθόλου δεν ανταποκρίνεται στον
πραγματικό λόγο για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε αυτή η λέξη ως τοπωνύμιο και
μεταγενέστερα ως προσωνύμιο μοναστηριού.
Κυρίως όμως πρέπει να επισημάνουμε
ότι ο λόγος που επιβάλλει τη γραφή με ένα «ι» και όχι με «υι» είναι ότι από την
εποχή που πρώτο-χρησιμοποιήθηκε αυτή η λέξη μέχρι σήμερα, με βάση την
ετυμολογική της προέλευση και κυρίως βάσει της φωνητικής της αποδόσεως στο
στόμα των καθημερινών ανθρώπων, η ορθή γραφή είναι Αγιά (Aja)
και όχι Αγυιά (Agia).
Παναγιώτης Δ. Γλιάτας
[1]
Από τον Στράβωνα αναφέρεται ως Αιγαλέον
(το) δημοτ. Αιγαλέο (το) σε αντίθεση
με αυτό της Αττικής, όπου καταγράφεται ως Αιγάλεως.
1. Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη,
Τόμ. Α', σχετ. λήμμα. 2. Λεξικό
Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, Τόμ. Πρώτος, σχετ λήμμα. 3. Μεγάλη
Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμ. Δεύτερος, σχετ. λήμμα. 4. Ανέστη
Κωνσταντινίδη, Λεξικόν Κυρίων Ονομάτων
–Μυθολογικό, Ιστορικό, Γεωγραφικό, Πρώτη έκδοση 1900, σχετ. λήμμα.
[2]
Στραβων
Η΄ 359, «Ἔστι
δέ ἡ Μεσσήνη μετά Τριφυλίαν· κοινή δ΄ἐστίν ἀμφοῖν ἄκρα, μεθ΄ἥν τό Κορυφάσιον
καί ἡ Κυπαρισσία· ὑπέρκειται δ΄ὄρος ἐν ἑπτά σταδίοις το Αἰγαλέον τούτου τε καί
τῆς θαλάττης.» ΣΤΡΑΒΩΝΟΣ
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΑ ΕΠΤΑΚΑΙΔΕΚΑ, Εκδιδόμενα υπο Α. Κοραή, Μέρος Δεύτερον, Εν Παρισίοις 1815, σελ. 104 .
[3].
John Bennet. Τα αρχεία με πινακίδες της Γραμμικής Β και το Βασίλειο του Νέστορα.
Τόμος: Πύλος η Αμμουδερή, κεφ 5. σελ 143.
[4]
Βλ. και σχετικούς επίσημους χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού.
[6]
Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια, υπό Σ.
Λυριτζή, Τόμ. Β, σχετ. λήμμα.
[8]
Βλ. σχετ. Αναστασίου Αθ. Παναγιωτόπουλου. «Μεσαιωνικής Μεσσηνίας
Ιστορικογεωγραφικά και Κοντοβουνίων Οικιστικά». Περιοδικό Ιστορικογεωγραφικά,
τόμος Δέκατος, Ιωάννινα –Θεσσαλονίκη 2004, Σελ. 14.
[9]
Παναγιώτου Γλιάτα, Η πάλαι ποτέ Ιερά Μονή
της Αγιάς στη Μεσσηνία, περιοδικό Θεολογία,
Τομ. 86 Τευχος 3, 2015,. Σελ. 176.
[11]
Ορεινός όγκος ανατολικά του Αιγαλέου και νοτίως του χωριού Βλαχόπουλο με την
υψηλότερη κορυφή του 711μ.
[12]
Γ.Α.Κ., Υπουργείο Θρησκείας 1829, Φάκ. 21.
[13] «Ἀγυιά
-ᾱς (ἡ): Οδός, δρόμος. Καίπερ ούσιαστικόν καί ἔχον α ἐν τῇ ληγούσῃ τονούμενον, ἔχει
τό α τοῦτο βραχύ», Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, Τόμ. Α', σχετ.
λήμμα.
[14]
Άλλωστε, οι πρώτοι μεταγραφείς
δεν γνώριζαν για την ύπαρξη οδού, καθώς οι ανεπίσημες πρώτες μεταγραφές σε «Αγυιά»
έγιναν την Οθωνική περίοδο από τη Βασιλική Γραμματεία των Εκκλησιαστικών (και όχι
από κάποιον ντόπιο λόγιο), η οποία ήταν επηρεασμένη προφανώς, όπως αναφέραμε,
από τη γενικότερη προσπάθεια εξελληνισμού και εξωραϊσμού των τοπωνυμίων της
Ελληνικής επικράτειας που κράτησε ήδη μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού
αι. Ακόμα και στην ακραία περίπτωση που ο σκοπός τους ήταν να αποκαταστήσουν
τον αρχαίο τρόπο γραφής, στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν ευσταθεί καθώς το
βουνό στα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Αιγαλέο.
[15] Ντιάνα Αντωνακάτου, Σελ 241.
[16]
Αγυιεύς (ο) προσωνύμιο του Απόλλωνα, ως
εφόρου των Αγυιών (δρόμων) Λεξικό
Κύριων Ονομάτων Μυθολογικό –Ιστορικό –Γεωγραφικό, Εκδ. Εκάτη 1999, σχετ. λήμμα.
[17]
Π. Χ. Χαραλαμπόπουλου, Σελίδες από
την Εκκλησιαστική Ιστορία Τριφυλίας και
Ολυμπίας, Αθήνα 2013, σελ. 432.
[18]
Π.Χ.Χαραλαμπόπουλου. σελ. 437.
[22]
Σλαβικά φύλα κατά τον 8ο αι και Φράγκοι από το 13ο έως
τις αρχές του 16ου αι. πέρασαν από την περιοχή και μέχρι την
τελευταία επανεμφάνιση στην Πελοπόννησο γύρω στα 1700 κατάφεραν να καθιερώσουν
αρκετά τοπωνύμια σε διάφορες περιοχές. Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν
φαίνεται να έχουν κάποια συμβολή.
[23] Για παράδειγμα για τη Μονή Βουλκάνου
αναφέρει: «Είς την περιοχήν της Ανδρούσας μέσα είς την Παλαιά Μυσίνα, απάνω εις
την κορυφήν του βουνού που ονομάζεται Βουρκάνος, είναι μοναστήριον και εκκλησία
που το καθολικόν είναι είς όνομα τιμώμενον της Κοιμήσεως της Υπεραγίας
Θεοτόκου…» (Ντόκος Κωνσταντίνος, «Η εν
Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά
την περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας», Byzantinisch – Neugriechische Jarbücher 31 (1971-1974), Αθήνα 1976, σελ.350.
[24]
Όπως για το Ανδρομονάστηρο: «Από την Ανδρούσα απάνω είναι το των Ανδρών
μοναστήρι…» (Ντόκος, έ.α.
σελ. 124).
[25]
Παναγιώτου Γλιάτα, έ.α., σελ. 179.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου