19 Ιανουαρίου 2011

TEMPUS FUGIT ( Ο ΧΡΟΝΟΣ ΦΕΥΓΕΙ ) Μια ιστορία απο τα παλιά...

Τι να ήταν κείνο που πρωτοθαύμαζα από το καφενείο;
Τα μαρμαρένια τραπέζια- τέσσερα στον τοίχο συνέχεια στην κουζίνα μπροστά στους μουσαμαδένιους σε χρώμα καστανό καναπέδες, δύο στη μέση, από τη μια μεριά και την άλλη της στρογγυλής ξύλινης κολώνας που ανέβαινε από το υπόγειο και στήριζε το πάτωμα του σπιτιού, τρία στην πλευρά του πάγκου, ένα σιδερένιο στρογγυλό πλάι στην πόρτα και το μαύρο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι που χαρτόπαιζαν, στην πέρα γωνία προς του Σταματέλλου. Τα πόδια τους από ξύλο καστανιάς, έκαναν καμπύλη και υψώνονταν στη μέση καλλιτεχνικά.
Το μεγάλο ρολόι κρεμασμένο στη μέση του τοίχου, πάνω από τους καναπέδες, με τον μπρούτζινο ανθρωπάκο, αθλητή γυμνό, με το μακρύ σφυρί του που χτύπαγε τις ώρες στο ασημί καμπανάκι, στο κάτω μέρος του ρολογιού; Άλλο όμοιο ρολόγι στην περιοχή ήταν στο καφενείο του Βρετού- αυτός είχε φέρει και το δικό μας.
Ήτανε και οι φωτογραφίες με τους βασιλιάδες. Τον ΄Οθωνα και την Αμαλία αριστερά, το Γεώργιο και την ΄Ολγα στον τοίχο του βάθους, τον Κωνσταντίνο και τη Σοφία στην ανατολή. Δύο κάδρα με ξένα τοπία από τη μια μεριά και την άλλη του καθρέφτη με τη χρυσή κορνίζα κάτω από το ρολόγι.
Το ζωντανότερο απ΄όλα ήταν οι άνθρωποι, ο κόσμος που έμπαινε και καθόταν στα μαρμαρένια τραπέζια , που σερβιριζόταν από τον πατέρα μου και το βοηθό του, τον Ντίνο, αναδεξιμιό του. Ο παπάς με το ναργιλέ του, ο παπά-Γιώργης, ο γιατρός-«γιατροπέτρος- που διάβαζε την εφημερίδα περασμένη στην εφημεριδοθήκη, ο δάσκαλος ο Παπαδόπουλος, ο μπάρμπα-Σωτήρης ο Γιωργακόπουλος, ο Αυγέρης ο Τσώλης, ο Χαραλάμπης ο Κάππος, ο Τάσος Αυρηλιώνης, ο Σεφκέτης, ο μπάρμπα-Τάσος ο Καλόγερος, ο Κατσουλόγιαννης, ο Πολυχρονοπανάγος, ο Λυγγόχρηστας, ο Τσοπελοκωσταντής, ο Θοδωροπανάγος, ο Θανάσης Αποστολόπουλος, ο Κωτσέας, ο Κωσταντής Αυρηλιώνης, ο Πάρεδρος, ο Αντώνης ο Χρονόπουλος, ο Στυλιανός Δημόπουλος, ο Ξυλάς, ο Κατσουλέκας, ο Βραχνός, ο Αντώνης Σταθόπουλος, ο Καραμποτσόγιαννης…
Εντύπωση μεγάλη μου έκανε, γι΄αυτό και χαράχτηκε βαθειά στη μνήμη ο Ντίνος που τον έβλεπα να γυρίζει το μύλο του καφέ με το αριστερό χέρι και με το δεξί να στουμπανάει με το βαρύ σιδερένιο γουδοχέρι τη ζάχαρι στο πέτρινο γουδί.. «Πολύ προκομμένο παιδί» έλεγαν στο σπίτι. Σε δύο τρία χρόνια ο πατέρας του έδωσε τα ναύλο από τους μισθούς κι έφυγε για την Αμερική, όπου σε λίγο πήρε την αδερφή του και τον αδερφό του το Γιώργη, συνομήλικό μου, τον «Καφέ» όπως τον λέγαμε γιατί του άρεσαν οι καφέδες που τον φίλευε ο Ντίνος.
Και ο μύλος με είχε εντυπωσιάσει, προπαντός η μεγάλη ρόδα του, βιδωμένη καλά στον άξονα του χεριού, όπου έσμιγαν οι ακτίνες της ,καμπυλωμένες σα φίδια.
Χαιρόμουν ν΄ακώ το ξερό τρίξιμο του καφέ που αλέθονταν, να βλέπω να πέφτει αλεσμένος από το γερό σα σέσουλα στόμα του, να αιστάνομαι τη δυνατή μυρουδιά, τη μοσχοβολάδα του.
Κι ακόμα πιο πολύ χαιρόμουνα να βλέπω τον πατέρα μου να φτιάνει τους καφέδες. Τότε δεν ξέρω πως το έλεγα, σήμερα το λέω καθαρά «ιεροτελεστία». Κρατούσε το μπρίκι, μικρό ή μεγάλο, τέσσερα- πέντε όλα, το μεγαλύτερο για έξι καφέδες- και με το δεξί το κουταλάκι κι έριχνε πρώτα τον καφέ, κι ύστερα σε αναλογία τη ζάχαρη –μια καφέ, δύο ζάχαρη στο βαρύ γλυκό, κατάτι λιγότερο στο γλυκύ βραστό, κι ακόμα λιγότερο στο γλυκύ ελαφρό. Σ΄αυτούς που τον παράγγελναν «σκέτο», έπλενε πρώτα το μπρίκι με ζεστό νερό, γιατί ήταν « όλοι ιδιότροποι» και νευριάζονταν στην παραμικρή γεύση ζάχαρης. Το βρασμένο νερό από το καζάνι το΄ριχνε στο μπρίκι όσο γινόταν με μεγαλύτερη ακρίβεια για να μη γίνεται νερουλός και ανοσταίνει ο καφές. Το ψήσιμο στα κάρβουνα- που ήταν καλύτερα να έχουν και στάχτη- γινόταν με τέχνη και καπατσοσύνη, γιατί έπρεπε μόλις πήγαινε να τελειώσει το γύρισμα του καφέ, να τον τραβήξει από τα κάρβουνα και , αν ο καφές ήταν παραγγελμένος βαρύς- βαρύ γλυκός, πολλά βαρύς, μέτριος βαρύς τον κερνούσε χαμηλά ακουμπώντας την άκρη του μπρικιού στα χείλα του φλιτζανιού, χωρίς φουσκάλες το καϊμάκι. ΄Αν ο καφές παραγγελλόταν βραστός-γλυκύ βραστός, μέτριος ή ολίγο μέτριος βραστός ή με ολίγη ζάχαρη βραστός ελαφρός, το κέρασμα γινόταν ψηλοκρεμαστά. ΄Αρχιζε από το χείλος του φλιτζανιού ανέβαινε απότομα ψηλά, σταθερά, έτσι που να χτυπάει στη μέση του φλιτζανιού και να σχηματίζει μεγάλες και μικρές φουσκάλες… Φάνταζαν τόσο ωραία που καμιά φορά διάκρινες το πρόσωπό σου στη λαμπράδα τους όπως στις σαπουνόφουσκες.
Δεν κερνούσε τον καφέ αν πρώτα δεν καθάριζε το καθαροπλυμένο πάντα φλιτζάνι απ΄έξω και πιο καλά στα χείλα με την άσπρη ποδιά του, δεμένη στη μέση του, που το χρωματιστό ζωνάρι της με τα κρόσσια έπεφτε ως τα παπούτσια του. Το ίδιο γινόταν και με το πλύσιμο των ποτηριών και τότε έβανε στο δίσκο- έναν από τους τρείς αλουμινένιους δίσκους- , τον καφέ ή τους καφέδες με τα ποτήρια και σερβιρίζονταν οι πελάτες μέσα κι έξω στο καφενείο.
Έφτιανε τον καφέ όπως τον ήθελε ο κάθε πελάτης κι έβανε παραπάνω υλικά σ΄αυτούς που τον ήθελαν «πηχτόν» ή έρχονταν κουρασμένοι από τα χτήματα, ή τον έβραζε πολλές φορές και κάθε φορά χτυπούσε το μπρίκι στο πλακάκι για να τον κάμει «κατασταλαχτόν» σ΄αυτούς που ήταν όλο παραξενιά και ιδιοτροπία και παρεξηγιόνταν με το παραμικρό και της μύγας πέταγμα που λέει ο λόγος. ΄Ηταν και πελάτες που δεν παράγγελναν καφέ αν δε βρισκόταν στο καφενείο τον πατέρα να τον φτιάσει ο ίδιος.

θΈΜΗΣ ΤΡΙΦΥΛΙΟΣ
Δια το πιστόν της αντιγραφής Ε.Κ.Τσαμαδού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ενημερωνόμαστε για την περιοχή μας

ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες