«Μέριασε βράχε να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
Λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μες στα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου, που ‘πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα…………
……………………………………………………………
Αυτοί οι φοβεροί στίχοι του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη σηματοδοτούσαν για μας τη σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου! Ακόμη και στις μικρές τάξεις που ήμασταν και τους ακούγαμε κάθε χρόνο από τις μεγάλες μαθήτριες της Έκτης, ανατριχιάζαμε! Πιάναμε το παραβολικό τους νόημα : ότι ο βράχος συμβόλιζε τους κατακτητές μας Οθωμανούς και το κύμα του σκλαβωμένους Έλληνες που αποφάσισαν να εξεγερθούν. Και έτσι όπως φέρναμε στο μυαλό μας τα αμετακίνητα ψηλά βράχια του Ναβαρίνου, που ξέραμε, νιώθαμε πιο πολύ το άνισο αυτού του Αγώνα! Βλέποντας όμως το αποφασιστικό βλέμμα πάνω στα πρόσωπα του Κολοκοτρώνη του Παπαφλέσσα του Ανδρούτσου του Καραϊσκάκη και της Μπουμπουλίνας που ανέμιζαν στις κρεμασμένες από την εξέδρα ζωγραφιές τους, κατανοούσαμε και το αίσιο τέλος αυτού του παράτολμου εγχειρήματος του 1821!
Την εξέδρα τη στήνανε στην πλατεία των καφενείων με τη βοήθεια ενός μαραγκού που έφτιαχνε με μαδέρια τη βάση και πάνω τέσσερις κολώνες και φτιάχναμε το ντεκόρ με βάγιες και σμερτιές που έκοβαν με κλαδευτήρια τα μεγάλα αγόρια από την ξερόβρυση. Ενώ αντίστοιχα τα μεγάλα κορίτσια κάνανε τα στολίσματα δένοντας γύρω-γύρω σχοινιά με γαλανόλευκες γιρλάντες και σημαιούλες και εκείνες τις μεγάλες ζωγραφιές των ηρώων.
Εκτός από τα πρώτα μπόγια που ντυνόντουσαν τσολιάδες και αμαλίες όλοι βάζαμε τα καλά μας: καινούργια άσπρα σοσόνια με κοντά παντελονάκια εμείς τα’ αγόρια και άσπρα σοσόνια με τις πλισέ φουστίτσες τα κορίτσια. Και όταν είχε βοριαδάκι από τη μεριά της Μάλης όπως πολλές φορές συμβαίνει τον Μάρτη μήνα, κατσομαλλιάζαμε από το κρύο. Παρ’ ότι ρίχναμε και φευγαλέες ματιές προς τον ουρανό μήπως και βλέπαμε τα πρώτα χελιδόνια.
Το μεγάλο μας όμως «μαρτύριο» ήταν η στιγμή που ερχόταν η σειρά μας να ανεβούμε στη σκηνή για το Ποίημα! Κοβόνταν τα πόδια μας έτσι που βλέπαμε από κάτω τον κόσμο και κοκκινίζαμε μέχρι το …σβέρκο! Και παρ’ όλες τις πετυχημένες πρόβες που είχαμε κάνει, λέγαμε τα λόγια –λόγια συνήθως γενναία και ηρωϊκά- με τρεμάμενο φυλλοκάρδι, επί τροχάδην και μασημένα, κάναμε βιαστικά την υπόκλιση και όπου φύγει-φύγει!
Μόνο κάποιες καλές μαθήτριες στην απαγγελία τους διατηρούσαν την απαραίτητη ψυχραιμία και τον μελοδραματικό τόνο της …σκηνοθεσίας! Γι’ αυτό και ο δάσκαλος εμπιστευόταν πάντα σε μαθήτρια το «Βράχο και το Κύμα» το μεγάλο «σουξέ», δηλαδή, της ημέρας!
Τα μαθαίναμε όμως καλά τα ποιήματα μας, και αν εγώ θυμάμαι και τώρα -50 χρόνια μετά- το ποίημα που είχα στην έκτη, νομίζω ότι δεν οφείλεται αυτό στη φοβέρα και τη λούρα του δάσκαλου αλλά σε αυτή την έντονη μεταφυσική χροιά και τη φρίκη που είχαν οι στίχοι του και που τους παραθέτω έτσι όπως τους θυμάμαι ακόμα:
***
Λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μες στα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου, που ‘πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα…………
……………………………………………………………
Αυτοί οι φοβεροί στίχοι του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη σηματοδοτούσαν για μας τη σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου! Ακόμη και στις μικρές τάξεις που ήμασταν και τους ακούγαμε κάθε χρόνο από τις μεγάλες μαθήτριες της Έκτης, ανατριχιάζαμε! Πιάναμε το παραβολικό τους νόημα : ότι ο βράχος συμβόλιζε τους κατακτητές μας Οθωμανούς και το κύμα του σκλαβωμένους Έλληνες που αποφάσισαν να εξεγερθούν. Και έτσι όπως φέρναμε στο μυαλό μας τα αμετακίνητα ψηλά βράχια του Ναβαρίνου, που ξέραμε, νιώθαμε πιο πολύ το άνισο αυτού του Αγώνα! Βλέποντας όμως το αποφασιστικό βλέμμα πάνω στα πρόσωπα του Κολοκοτρώνη του Παπαφλέσσα του Ανδρούτσου του Καραϊσκάκη και της Μπουμπουλίνας που ανέμιζαν στις κρεμασμένες από την εξέδρα ζωγραφιές τους, κατανοούσαμε και το αίσιο τέλος αυτού του παράτολμου εγχειρήματος του 1821!
Την εξέδρα τη στήνανε στην πλατεία των καφενείων με τη βοήθεια ενός μαραγκού που έφτιαχνε με μαδέρια τη βάση και πάνω τέσσερις κολώνες και φτιάχναμε το ντεκόρ με βάγιες και σμερτιές που έκοβαν με κλαδευτήρια τα μεγάλα αγόρια από την ξερόβρυση. Ενώ αντίστοιχα τα μεγάλα κορίτσια κάνανε τα στολίσματα δένοντας γύρω-γύρω σχοινιά με γαλανόλευκες γιρλάντες και σημαιούλες και εκείνες τις μεγάλες ζωγραφιές των ηρώων.
Εκτός από τα πρώτα μπόγια που ντυνόντουσαν τσολιάδες και αμαλίες όλοι βάζαμε τα καλά μας: καινούργια άσπρα σοσόνια με κοντά παντελονάκια εμείς τα’ αγόρια και άσπρα σοσόνια με τις πλισέ φουστίτσες τα κορίτσια. Και όταν είχε βοριαδάκι από τη μεριά της Μάλης όπως πολλές φορές συμβαίνει τον Μάρτη μήνα, κατσομαλλιάζαμε από το κρύο. Παρ’ ότι ρίχναμε και φευγαλέες ματιές προς τον ουρανό μήπως και βλέπαμε τα πρώτα χελιδόνια.
Το μεγάλο μας όμως «μαρτύριο» ήταν η στιγμή που ερχόταν η σειρά μας να ανεβούμε στη σκηνή για το Ποίημα! Κοβόνταν τα πόδια μας έτσι που βλέπαμε από κάτω τον κόσμο και κοκκινίζαμε μέχρι το …σβέρκο! Και παρ’ όλες τις πετυχημένες πρόβες που είχαμε κάνει, λέγαμε τα λόγια –λόγια συνήθως γενναία και ηρωϊκά- με τρεμάμενο φυλλοκάρδι, επί τροχάδην και μασημένα, κάναμε βιαστικά την υπόκλιση και όπου φύγει-φύγει!
Μόνο κάποιες καλές μαθήτριες στην απαγγελία τους διατηρούσαν την απαραίτητη ψυχραιμία και τον μελοδραματικό τόνο της …σκηνοθεσίας! Γι’ αυτό και ο δάσκαλος εμπιστευόταν πάντα σε μαθήτρια το «Βράχο και το Κύμα» το μεγάλο «σουξέ», δηλαδή, της ημέρας!
Τα μαθαίναμε όμως καλά τα ποιήματα μας, και αν εγώ θυμάμαι και τώρα -50 χρόνια μετά- το ποίημα που είχα στην έκτη, νομίζω ότι δεν οφείλεται αυτό στη φοβέρα και τη λούρα του δάσκαλου αλλά σε αυτή την έντονη μεταφυσική χροιά και τη φρίκη που είχαν οι στίχοι του και που τους παραθέτω έτσι όπως τους θυμάμαι ακόμα:
***
Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι’ αγέρα του πελάγου
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα!
Του Δράμαλη οι μπέηδες του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτονται στο χώμα ξαπλωμένοι.
Στρώμα έχουνε τη μαύρη γη προσκέφαλο λιθάρια
και για πανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Ένα πουλάκι πέρασε και το γλυκορωτάνε:
--Πουλί πως πάει ο πόλεμος τα κλέφτικα ντουφέκια;
--Μπροστά πάει ο Νικηταράς πίσω ο Κολοκοτρώνης
και πάρα πίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια!
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα!
Του Δράμαλη οι μπέηδες του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτονται στο χώμα ξαπλωμένοι.
Στρώμα έχουνε τη μαύρη γη προσκέφαλο λιθάρια
και για πανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Ένα πουλάκι πέρασε και το γλυκορωτάνε:
--Πουλί πως πάει ο πόλεμος τα κλέφτικα ντουφέκια;
--Μπροστά πάει ο Νικηταράς πίσω ο Κολοκοτρώνης
και πάρα πίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου