Να αυξηθεί στα 2,40 ευρώ το κιλό -από 1,779 ευρώ που είναι σήμερα- η κοινοτική τιμή κάτω από την οποία μπαίνει σε εφαρμογή ο μηχανισμός της ιδιωτικής αποθεματοποίησης στο ελαιόλαδο, ζητούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι κορυφαίες ευρωπαϊκές αγροτοσυνεταιριστικές και αγροτοσυνδικαλιστικές οργανώσεις COPA και COGECA. Στην επιστολή που έστειλαν οι δύο οργανώσεις στην Επίτροπο Γεωργίας κ. Μάριαν Φίσερ Μπόελ, πέραν της αύξησης της τιμής για την ενεργοποίηση του μηχανισμού της ιδιωτικής αποθεματοποίησης, ζητείται επίσης η χορήγηση κοινοτικών ενισχύσεων στις ελαιοκομικές συνεταιριστικές οργανώσεις για την εμπορία του προϊόντος.
Επίσης οι COPA και η COGECA επισημαίνουν ότι ο ευρωπαϊκός ελαιοκομικός τομέας διέρχεται έντονη κρίση, καθώς οι τιμές παραγωγού για το ελαιόλαδο έχουν καταρρεύσει σε όλα τα ελαιοπαραγωγικά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (-27% έως -29% μέσα σε ένα χρόνο).
Στην επιστολή τους προς την κα Μπόελ οι COPA-COGECA επισημαίνουν τα εξής: "Όπως γνωρίζετε, ο ευρωπαϊκός γεωργικός τομέας βρίσκεται στα πρόθυρα μιας πολύ σοβαρής κρίσης. Ο ελαιουργικός κλάδος βρίσκεται μεταξύ των κλάδων που έχουν πληγεί σημαντικότερα. Οι χαμηλές τιμές παραγωγού, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος παραγωγής, σημαίνουν ότι η καλλιέργεια καθίσταται τώρα μη βιώσιμη ή δύσκολα βιώσιμη σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, οι τιμές παραγωγού είναι οι χαμηλότερες των τελευταίων πέντε ετών εμπορίας. Η τιμή του παρθένου και εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου κυμαίνονται σε περίπου 2,00 €/Kg, ενώ για το παρθένο μειονεκτικό (λαμπάντε) ελαιόλαδο σε 1,80 €/Kg. Ωστόσο, η πτώση αυτή στις τιμές δεν αντικατοπτρίζεται πλήρως στις τιμές καταναλωτών. Η μέση μείωση των τιμών πώλησης στους καταναλωτές μόλις που διακρίνεται. Ορισμένες επωνυμίες μάλιστα έχουν αυξήσει τις τιμές τους. Από την άλλη πλευρά, η μικρή πτώση των τελικών τιμών δεν έχει καταφέρει να δώσει την απαραίτητη ώθηση στην κατανάλωση, η οποία παραμένει στάσιμη. Η κατάσταση αυτή παρατηρείται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην Ιταλία, οι τιμές του ελαιόλαδου είναι σημαντικά μειωμένες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Το Φεβρουάριο του 2009 η τιμή του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου ήταν 2,38 €/kg έναντι 3,08 €/kg το Φεβρουάριο του 2008, η τιμή του παρθένου ελαιόλαδου ήταν 1,96 €/kg έναντι 2,50 €/kg κατά την ίδια περίοδο πέρυσι και η τιμή του λαμπάντε ήταν 1,87 €/kg έναντι 2,32 €/kg κατά το 2008. Αυτό σημαίνει μείωση των τιμών της τάξης του 29% για το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, 27% για το παρθένο ελαιόλαδο και 24% για το λαμπάντε ελαιόλαδο. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι παρά τη σημασία που αποδίδεται από την Επιτροπή στην πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων, η διαφορά στην τιμή του παρθένου και του λαμπάντε ελαιόλαδου γίνεται όλο και μικρότερη. Από την άλλη, οι δαπάνες παραγωγής αυξήθηκαν σημαντικά κατά το τελευταίο έτος, πράγμα που σημαίνει ότι ο ελαιουργικός κλάδος είναι πιο δύσκολο να είναι αποδοτικός. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Copa και Cogeca ζητούν από την Επιτροπή να εφαρμόσει επείγοντα μέτρα για την ενίσχυση του ελαιοκομικού τομέα.
Ένα από τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι η εφαρμογή της ιδιωτικής αποθεματοποίησης όπως ορίζεται στο ʼρθρο 33 του Κανονισμού 1234/2007. Ωστόσο, οι τιμές που καταβάλλονται για τις διαφορετικές κατηγορείς ελαιόλαδου θα πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα πάνω. Οι τιμές αυτές στην πραγματικότητα, όπως καθορίστηκαν τη δεκαετία του 1990, δεν θεωρείται ότι αντικατοπτρίζουν την κατάσταση της αγοράς μια δεκαετία αργότερα και δεν συμφωνούν με την αύξηση που παρατηρείται στο κόστος παραγωγής. Για πολλά χρόνια, οι Copa και Cogeca επιμένουν στην ανάγκη ενημέρωσης των τιμών για τα διάφορα είδη ελαιόλαδων που ενεργοποιούν την ιδιωτική αποθεματοποίηση. Η σημερινή κατάσταση του τομέα σημαίνει ότι αυτή η αλλαγή είναι τώρα πιο αναγκαία από ποτέ. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 1234/2007, η τιμή του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου θα πρέπει να είναι κατώτερη από 1.779 €/τόνο για περισσότερες από δυο εβδομάδες και για το ελαιόλαδο λαμπάντε κατώτερη των 1.524 €/τόνο για να εφαρμοστεί ιδιωτική αποθεματοποίηση. Οι τιμές αυτές είναι πολύ κατώτερες από το όριο βιωσιμότητας πολλών ελαιοκομικών επιχειρήσεων. Έτσι, η τιμή για την αποθεματοποίηση εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου θα πρέπει να οριστεί σε περίπου σε 2.400 €/τόνο ώστε ο μηχανισμός να μπορεί να εκπληρώνει αποτελεσματικά το ρόλο, για τον οποίο δημιουργήθηκε. Ένα δεύτερο μέτρο αναγκαίο για τη στήριξη του τομέα θα πρέπει να είναι η βελτίωση της εμπορίας προϊόντων που ενθαρρύνουν τη συγκέντρωση της παραγωγής. Αυτό θα πρέπει να επιτυγχάνεται μέσα από ενισχύσεις των ενώσεων παραγωγών που διεξάγουν την εν λόγω εμπορία. Στην πραγματικότητα, ο κλάδος αυτός εμφανίζει μια σαφή έλλειψη ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Η παραγωγή, κατατμημένη σε μεγάλο βαθμό, έχει μικρή διαπραγματευτική ισχύ σε σύγκριση με τη βιομηχανία. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, 5 εταιρείες απορροφούν το 60% των αγορών, έναντι 1.725 ελαιοτριβείων και ενός μεγάλου αριθμού γεωργών που διαθέτουν τα προϊόντα τους απευθείας. Γι' αυτό και η ενθάρρυνση της συγκέντρωσης της προσφοράς αποτελεί θεμελιώδες εργαλείο για την επαναφορά της ισορροπίας της αλυσίδας τροφίμων. Η ενίσχυση για τον ελαιοκομικό τομέα, η οποία πια δεν χορηγείται εξαιτίας του γεγονότος ότι οι ενισχύσεις ήταν μικρές ή προορίζονταν για μικρές εκτάσεις (Αρθρο 28 του Κανονισμού 73/2009) θα μπορούσαν να αφιερωθούν στη χρηματοδότηση μέτρων για τη στήριξη του τομέα: την ιδιωτική αποθεματοποίηση και μέτρα για τη συγκέντρωση της προσφοράς. Απαιτούνται επίσης πρωτοβουλίες για βελτίωση, ενίσχυση της αξίας και προώθηση της ποιότητας του ελαιόλαδου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόλις δημοσίευσε ένα πράσινο βιβλίο για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων. Σύμφωνα με το πράσινο αυτό βιβλίο, η ποιότητα είναι το καλύτερο όπλο στη διάθεση των Ευρωπαίων γεωργών όταν ανταγωνίζονται με εισαγωγές από τρίτες χώρες και επιθυμούν να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των καταναλωτών. Οι πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της ποιότητας, ωστόσο, ενδέχεται να θιγούν σοβαρά, εάν οι προσπάθειες των γεωργών δεν αντικατοπτρίζονται στις τιμές που λαμβάνουν. Τέλος, θα πρέπει να υπάρχουν πρόσφατα, αξιόπιστα και διαφανή στοιχεία αγοράς. Η γνώση του τομέα θα δώσει τη δυνατότητα να βρεθούν λύσεις στα προβλήματα αυτά και να αποφευχθεί η κερδοσκοπία με βάση τον όγκο παραγωγής . Επιπλέον, έτσι ο κλάδος θα προσαρμοστεί στις τάσεις της αγοράς και τις απαιτήσεις των καταναλωτών. Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε εκ των προτέρων που εξετάζετε τις ανησυχίες μας όσον αφορά αυτό το τόσο σημαντικό αυτό ζήτημα των γεωργών και συνεταιρισμών της ΕΕ".
Επίσης οι COPA και η COGECA επισημαίνουν ότι ο ευρωπαϊκός ελαιοκομικός τομέας διέρχεται έντονη κρίση, καθώς οι τιμές παραγωγού για το ελαιόλαδο έχουν καταρρεύσει σε όλα τα ελαιοπαραγωγικά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (-27% έως -29% μέσα σε ένα χρόνο).
Στην επιστολή τους προς την κα Μπόελ οι COPA-COGECA επισημαίνουν τα εξής: "Όπως γνωρίζετε, ο ευρωπαϊκός γεωργικός τομέας βρίσκεται στα πρόθυρα μιας πολύ σοβαρής κρίσης. Ο ελαιουργικός κλάδος βρίσκεται μεταξύ των κλάδων που έχουν πληγεί σημαντικότερα. Οι χαμηλές τιμές παραγωγού, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος παραγωγής, σημαίνουν ότι η καλλιέργεια καθίσταται τώρα μη βιώσιμη ή δύσκολα βιώσιμη σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, οι τιμές παραγωγού είναι οι χαμηλότερες των τελευταίων πέντε ετών εμπορίας. Η τιμή του παρθένου και εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου κυμαίνονται σε περίπου 2,00 €/Kg, ενώ για το παρθένο μειονεκτικό (λαμπάντε) ελαιόλαδο σε 1,80 €/Kg. Ωστόσο, η πτώση αυτή στις τιμές δεν αντικατοπτρίζεται πλήρως στις τιμές καταναλωτών. Η μέση μείωση των τιμών πώλησης στους καταναλωτές μόλις που διακρίνεται. Ορισμένες επωνυμίες μάλιστα έχουν αυξήσει τις τιμές τους. Από την άλλη πλευρά, η μικρή πτώση των τελικών τιμών δεν έχει καταφέρει να δώσει την απαραίτητη ώθηση στην κατανάλωση, η οποία παραμένει στάσιμη. Η κατάσταση αυτή παρατηρείται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην Ιταλία, οι τιμές του ελαιόλαδου είναι σημαντικά μειωμένες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Το Φεβρουάριο του 2009 η τιμή του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου ήταν 2,38 €/kg έναντι 3,08 €/kg το Φεβρουάριο του 2008, η τιμή του παρθένου ελαιόλαδου ήταν 1,96 €/kg έναντι 2,50 €/kg κατά την ίδια περίοδο πέρυσι και η τιμή του λαμπάντε ήταν 1,87 €/kg έναντι 2,32 €/kg κατά το 2008. Αυτό σημαίνει μείωση των τιμών της τάξης του 29% για το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, 27% για το παρθένο ελαιόλαδο και 24% για το λαμπάντε ελαιόλαδο. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι παρά τη σημασία που αποδίδεται από την Επιτροπή στην πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων, η διαφορά στην τιμή του παρθένου και του λαμπάντε ελαιόλαδου γίνεται όλο και μικρότερη. Από την άλλη, οι δαπάνες παραγωγής αυξήθηκαν σημαντικά κατά το τελευταίο έτος, πράγμα που σημαίνει ότι ο ελαιουργικός κλάδος είναι πιο δύσκολο να είναι αποδοτικός. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Copa και Cogeca ζητούν από την Επιτροπή να εφαρμόσει επείγοντα μέτρα για την ενίσχυση του ελαιοκομικού τομέα.
Ένα από τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι η εφαρμογή της ιδιωτικής αποθεματοποίησης όπως ορίζεται στο ʼρθρο 33 του Κανονισμού 1234/2007. Ωστόσο, οι τιμές που καταβάλλονται για τις διαφορετικές κατηγορείς ελαιόλαδου θα πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα πάνω. Οι τιμές αυτές στην πραγματικότητα, όπως καθορίστηκαν τη δεκαετία του 1990, δεν θεωρείται ότι αντικατοπτρίζουν την κατάσταση της αγοράς μια δεκαετία αργότερα και δεν συμφωνούν με την αύξηση που παρατηρείται στο κόστος παραγωγής. Για πολλά χρόνια, οι Copa και Cogeca επιμένουν στην ανάγκη ενημέρωσης των τιμών για τα διάφορα είδη ελαιόλαδων που ενεργοποιούν την ιδιωτική αποθεματοποίηση. Η σημερινή κατάσταση του τομέα σημαίνει ότι αυτή η αλλαγή είναι τώρα πιο αναγκαία από ποτέ. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 1234/2007, η τιμή του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου θα πρέπει να είναι κατώτερη από 1.779 €/τόνο για περισσότερες από δυο εβδομάδες και για το ελαιόλαδο λαμπάντε κατώτερη των 1.524 €/τόνο για να εφαρμοστεί ιδιωτική αποθεματοποίηση. Οι τιμές αυτές είναι πολύ κατώτερες από το όριο βιωσιμότητας πολλών ελαιοκομικών επιχειρήσεων. Έτσι, η τιμή για την αποθεματοποίηση εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου θα πρέπει να οριστεί σε περίπου σε 2.400 €/τόνο ώστε ο μηχανισμός να μπορεί να εκπληρώνει αποτελεσματικά το ρόλο, για τον οποίο δημιουργήθηκε. Ένα δεύτερο μέτρο αναγκαίο για τη στήριξη του τομέα θα πρέπει να είναι η βελτίωση της εμπορίας προϊόντων που ενθαρρύνουν τη συγκέντρωση της παραγωγής. Αυτό θα πρέπει να επιτυγχάνεται μέσα από ενισχύσεις των ενώσεων παραγωγών που διεξάγουν την εν λόγω εμπορία. Στην πραγματικότητα, ο κλάδος αυτός εμφανίζει μια σαφή έλλειψη ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Η παραγωγή, κατατμημένη σε μεγάλο βαθμό, έχει μικρή διαπραγματευτική ισχύ σε σύγκριση με τη βιομηχανία. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, 5 εταιρείες απορροφούν το 60% των αγορών, έναντι 1.725 ελαιοτριβείων και ενός μεγάλου αριθμού γεωργών που διαθέτουν τα προϊόντα τους απευθείας. Γι' αυτό και η ενθάρρυνση της συγκέντρωσης της προσφοράς αποτελεί θεμελιώδες εργαλείο για την επαναφορά της ισορροπίας της αλυσίδας τροφίμων. Η ενίσχυση για τον ελαιοκομικό τομέα, η οποία πια δεν χορηγείται εξαιτίας του γεγονότος ότι οι ενισχύσεις ήταν μικρές ή προορίζονταν για μικρές εκτάσεις (Αρθρο 28 του Κανονισμού 73/2009) θα μπορούσαν να αφιερωθούν στη χρηματοδότηση μέτρων για τη στήριξη του τομέα: την ιδιωτική αποθεματοποίηση και μέτρα για τη συγκέντρωση της προσφοράς. Απαιτούνται επίσης πρωτοβουλίες για βελτίωση, ενίσχυση της αξίας και προώθηση της ποιότητας του ελαιόλαδου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόλις δημοσίευσε ένα πράσινο βιβλίο για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων. Σύμφωνα με το πράσινο αυτό βιβλίο, η ποιότητα είναι το καλύτερο όπλο στη διάθεση των Ευρωπαίων γεωργών όταν ανταγωνίζονται με εισαγωγές από τρίτες χώρες και επιθυμούν να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των καταναλωτών. Οι πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της ποιότητας, ωστόσο, ενδέχεται να θιγούν σοβαρά, εάν οι προσπάθειες των γεωργών δεν αντικατοπτρίζονται στις τιμές που λαμβάνουν. Τέλος, θα πρέπει να υπάρχουν πρόσφατα, αξιόπιστα και διαφανή στοιχεία αγοράς. Η γνώση του τομέα θα δώσει τη δυνατότητα να βρεθούν λύσεις στα προβλήματα αυτά και να αποφευχθεί η κερδοσκοπία με βάση τον όγκο παραγωγής . Επιπλέον, έτσι ο κλάδος θα προσαρμοστεί στις τάσεις της αγοράς και τις απαιτήσεις των καταναλωτών. Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε εκ των προτέρων που εξετάζετε τις ανησυχίες μας όσον αφορά αυτό το τόσο σημαντικό αυτό ζήτημα των γεωργών και συνεταιρισμών της ΕΕ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου