1 Απριλίου 2013

Η Ελληνική επανάσταση του 1821, κορυφαίο γεγονός της νεότερης ιστορίας μας. Η επανάσταση στην Τριφυλία.

Η ομιλία της Φωφώς Αργυροπούλου την 25η Μαρτίου 2013
 στο  ηρώο πεσόντων του χωριού μας.

Αιδεσιμότατε, κύριοι εκπρόσωποι του Δήμου Τριφυλίας, κυρία Πρόεδρε και κύριε Σύμβουλε της Τοπικής Ενότητας Πύργου Τριφυλίας, κύριοι εκπρόσωποι φορέων και Συλλόγων, εκλεκτοί συνάδελφοι εκπαιδευτικοί, κυρίες και κύριοι, αγαπητά μας παιδιά,
Γιορτάζει σήμερα η πατρίδα μας, γιορτάζουν οι Έλληνες σε κάθε γωνιά της Γης,  την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης της 25ης Μαρτίου 1821, το ξεκίνημα του επικού απελευθερωτικού αγώνα του Λαού μας, που έδιωξε τους Τούρκους από τον τόπο μας.
Μέσα στην ομορφιά της ανοιξιάτικης φύσης, η ημέρα αυτή του Ευαγγελισμού της Παναγίας, ημέρα χαράς και ελπίδας για τη σωτηρία του ανθρώπου, είναι για μας η βάση, το θεμέλιο, το ξεκίνημα της Νεώτερης Ιστορίας μας. Γιατί οδήγησε στην ίδρυση του Ελληνικού κράτους, ενώ μέχρι τότε η Ελλάδα ήτανε όπως λέει ο Μακρυγιάννης «χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των Εθνών».....
Τα συγκλονιστικά επεισόδια του αγώνα του 1821, που μας αφήνουν ακόμα άφωνους, εμψύχωναν πάντα τις νεώτερες γενιές κάθε φορά που χρειάστηκε να αγωνιστούν για την Ελλάδα. 
Και για την Ευρώπη ήτανε σπουδαίο πολιτικό γεγονός η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Στην αρχή όλες οι μεγάλες δυνάμεις την πολέμησαν. Ήθελαν να διατηρηθεί το τεράστιο Οθωμανικό Κράτος, γιατί αυτό εξυπηρετούσε καλύτερα τα οικονομικά και πολιτικά τους συμφέροντα. Κανείς δεν ήθελε τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των λαών. Κανείς δεν ήθελε μια ελεύθερη και ισχυρή Ελλάδα. Αλλά το πείσμα και η αυτοθυσία των αγωνιστών του ’21, ο τιτάνιος αγώνας τους, η δύναμη τους, οι επιτυχίες τους, συγκίνησαν πρώτα τους λαούς της Ευρώπης και ενέπνευσαν το κίνημα του Φιλελληνισμού. 
Οι Φιλέλληνες, που συγκινούνται από το δίκιο των Ελλήνων και τα ιδανικά της Επανάστασης αγωνίζονται στο πλευρό των Ελλήνων. Και ο αγώνας συνεχίστηκε, σκληρός και αδυσώπητος μέχρι το τέλος.
Ακόμα και όταν η Επανάσταση σπαράσσεται από τους εμφυλίους πολέμους για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, ο απλός Έλληνας, ο χωριάτης, εξακολουθεί να πολεμάει τον τούρκο, δεν προσκυνάει, δεν το βάζει κάτω, αντέχει,  ακόμα και όταν βρίσκεται στα όρια του αφανισμού.
Η αντοχή αυτή ήτανε που ανέτρεψε τις αποφάσεις της Ιεράς Συμμαχίας και έκανε τις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων να αλλάξουν στάση και να υποστηρίξουν τελικά τον αγώνα του Ελληνικού Λαού.
Και αυτή η αλλαγή στάσης είχε μεγάλη σημασία για όλη την Ευρώπη, γιατί χτυπήθηκε το καθεστώς του Μέττερνιχ και άλλαξε η πολιτική της Ευρώπης απέναντι στους αγωνιζόμενους λαούς, δηλαδή σήμανε θρίαμβο της Αρχής των Εθνοτήτων.
Δεν ήρθε από μόνη της, ούτε ξαφνικά, η Επανάσταση. Ήτανε το κορυφαίο γεγονός σε μια σειρά από εξεγέρσεις των αρματολών και των κλεφτών που ξέσπαγαν κάθε τόσο σε όλα τα χρόνια της σκλαβιάς. Παρόλο που οι εξεγέρσεις αυτές πνιγόντουσαν στο αίμα, κρατούσαν ζωντανή την Εθνική Συνείδηση και τη λαχτάρα για ελευθερία.
Πολύ μεγάλος, ανεκτίμητος ήταν και ο ρόλος της Εκκλησίας, που βοήθησε στη διατήρηση της γλώσσας και της εθνικής υπόστασης των σκλαβωμένων.
Από το τέλος του 18ου Αιώνα, ο υπόδουλος ελληνικός λαός, παρουσιάζει μεγάλη  πρόοδο σε όλους τους τομείς.  Και πρώτα-πρώτα στην Οικονομία. Η ικανότητα των Ελλήνων εμπόρων και ναυτικών και οι ευνοϊκοί όροι εργασίας που καθιερώθηκαν  από το 1774 και μετά, έδωσαν μεγάλη ανάπτυξη στο Εμπόριο και στη Ναυτιλία, γιατί παρουσιάστηκαν πολλές ευκαιρίες με τη Γαλλική Επανάσταση και τους πολέμους του Ναπολέοντα. Η οικονομική ανάπτυξη, έφερε πλούτο και αυτοπεποίθηση, πολιτική συνείδηση και ηθικό φρόνημα. Δεν τους έπρεπε άλλο η σκλαβιά.
Αναπτύχθηκε η παιδεία του Έθνους, ιδρύθηκαν σχολεία, εκδόθηκαν πολλά ελληνικά βιβλία και οι μορφωμένοι Έλληνες  στο εξωτερικό (οι Μεγάλοι δάσκαλοι του Γένους), άρχισαν να προετοιμάζουν την ιδέα της Επανάστασης. Αυτό ολοκληρώθηκε με την Φιλική Εταιρεία, που ίδρυσαν τρεις έλληνες πατριώτες το Σεπτέμβριο του 1814, οι έμποροι Σκουφάς Τσακάλωφ και Ξάνθος.
Η ελληνική Επανάσταση του 1821 δεν ήταν μια τυχαία εξέγερση, ούτε υποκινήθηκε από ξένους, Έγινε όταν ωρίμασαν οι συνθήκες, μετά από προετοιμασία εξήμισυ χρόνων. Γι’ αυτό οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν παντού σαν ένας άνθρωπος, γιατί ήξεραν τι ήθελαν και γιατί πολεμούσαν. Γι αυτό δεν υπολόγισαν την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου.
Οι αδυναμίες που φάνηκαν αργότερα ήτανε εκεί που δεν είχε γίνει προετοιμασία:
-      Στο στρατιωτικό τομέα ( δεν υπήρχε οργανωμένος στρατός)
-      Στον πολιτικό τομέα(δεν υπήρχε διαμορφωμένη αντίληψη για την πολιτική που θα ακολουθούσε το νέο κράτος).
Αυτά, μαζί με τις φιλοδοξίες των διάφορων αρχηγών και τις υποκινήσεις των ξένων συμφερόντων οδήγησαν σε δυο εμφύλιες συγκρούσεις, το Φθινόπωρο του 1823 και τον Ιούλιο του 1824 μέχρι το Γενάρη του 1825 όπου έχουμε τα θλιβερά γεγονότα να πολεμάνε οι Έλληνες μεταξύ τους (τα κυβερνητικά στρατεύματα με τους καπεταναίους) και ο Ιμπραήμ να αλωνίζει την Πελοπόννησο, χωρίς να έρχονται οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας να βοηθήσουν.
Εδώ θα πρέπει να πούμε πάλι ότι ο απλός λαός παρέμεινε ενωμένος και συνέχισε να αντιστέκεται και να μην προσκυνάει. Αυτή η αδάμαστη στάση, αυτό το αδάμαστο φρόνημα έφερε τελικά και την ελευθερία.
Εδώ μας έρχονται στο νου τα λόγια του Μακρυγιάννη:
«Τούτη την πατρίδα τη έχουμε όλοι μαζί και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν, δουλέψαμε όλοι μαζί, να τη φυλάμε και όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ». Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» και όχι στο «εγώ». Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό, να ζήσωμε όλοι μαζί». 
Θα ήθελα να πω και λίγα λόγια για τα γεγονότα που έζησε η περιοχή μας στην Επανάσταση.
Το κάστρο της Κυπαρισσίας, που τότε τη λέγανε Αρκαδιά, έπεσε τελευταίο στα χέρια των Τούρκων, 7 χρόνια μετά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή στα 1460. Μάλιστα για να το πάρει, ήρθε  ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής από τη Πόλη. Τότε έπιασε και 10.000 κατοίκους αιχμάλωτους και τους έστειλε στην Πόλη. 
Η περιοχή μας βρισκόταν σε εξαθλίωση στα χρόνια του 21. Όμως υπήρχαν πολλοί οπλαρχηγοί στα γύρω βουνά, όπως οι Μάρκος και Αλέξης Ντάρας, οι Νικολαίοι, οι Δημαίοι,  και οι Γρηγοριάδης, Παπατσωρης, , Ντούφας Αναστασόπουλος και άλλοι.
Αναφέρονται και γυναίκες με μεγάλη γενναιότητα, όπως η Διαμάντω η Αρκαδινή που ήτανε 12 χρόνους στα βουνά στα κλέφτικα ντυμένη.
Αναφέρουμε και τους ήρωες Μητροπολίτη Χριστιανουπόλεως Γερμανό και τον Πρωτοσύγκελο Αμβρόσιο Φραντζή,  που ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρίας και πρωτοστάτησαν στο ξεκίνημα του Αγώνα.
Η Ελληνική Επανάσταση αποφασίστηκε στο Ισμαήλι στις 7 Οκτωβρίου του 1820 και επρόκειτο να αρχίσει από την Πελοπόννησο με παρουσία του Αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης μετά άλλαξε τον τόπο και το χρόνο, αλλά ο Παπαφλέσσας είχε ξεκινήσει για το Μοριά και δεν το ήξερε.
Οι λεπτομέρειες είναι συγκλονιστικές, αλλά δεν μπορούμε να τις αναφέρουμε εδώ, έχουν γραφτεί βιβλία ολόκληρα. Θα πούμε πολύ λίγα και χαρακτηριστικά:
Στα τέλη του Γενάρη του 1821, στη μυστική συνάντηση στο Αίγιο, οι Προεστοί προσπάθησαν να πείσουν τον Παπαφλέσσα να μην κάνει την Επανάσταση. Δεν του είχαν εμπιστοσύνη, φοβόντουσαν, μήπως χάσουν τα προνόμια τους και τις περιουσίες τους. Αλλά εκείνος τους είπε:
«...Και ποιοι θέλετε ν’ αρματωθούνε και να ριχτούνε στον αγώνα πρώτοι, αν όχι εμείς; Στη Ρούμελη πάνε κι’ έρχονται στρατοί σουλτανικοί για τον Αλή Πασά. Πως θέλετε να κουνηθούν οι Ρουμελιώτες; Την ώρα τούτη ο Μωριάς μονάχα είναι λαφρωμένος, αυτός μπορεί να κουνηθεί. Κι’ αυτός θα κουνηθεί θέλετε δε θέλετε. Χίλιοι παλιοαρβανιτάδες τον φυλάνε. Θα τους χτυπήσω μοναχός μου. Έχω ρητές διαταγές. Και δεν μπορώ να τις αψηφίσω. Θα πάρω χίλιους Πισινοχωρίτες και Σαμπαζώτες μιστοφόρους κι άλλους τόσους Μανιάτες και θα κάμω την Επανάσταση, όπως έχω προσταχθεί. Και τότε όποιονε πιάσουνε χωρίς άρματα οι Τούρκοι, ας τον σκοτώσουνε».    
Μετά ο Παπαφλέσσας, με παράφορη τόλμη και ορμητικότητα, αλλά και με μεγάλη διπλωματία κατάφερε να συντονίσει τους οπλαρχηγούς Νικηταρά, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Μητροπέτροβα και άλλους, που πηγαινοερχόντουσαν από το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία μέχρι την Πολιανή και στρατολογούσαν κόσμο. Επίσης έπεισε τους Προεστούς της Καλαμάτας, ότι έπρεπε να κινηθούν άμεσα γιατί ο Βοεβόδας Σουλεϊμάν  Αρναούτογλου είχε μείνει μόνο με τη φρουρά του, 150 τούρκους στρατιώτες. Έπεισε τελικά και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που μαζί με τον Κολοκοτρώνη, που κρυβόταν στην Καρδαμύλη, αποφάσισαν το ξεκίνημα του Αγώνα. Βλέποντας τις κινήσεις αυτές ο Βοεβόδας,   κάλεσε τους προεστούς να τους ρωτήσει τι να κάνει για να διώξει τους κλέφτες από τα γύρω βουνά. Εκείνοι τον έπεισαν να καλέσει το Μπέη της Μάνης να έρθει στην Καλαμάτα με το στρατό του να διώξει τους κλέφτες. Έτσι και έγινε.   
Πρώτος μπήκε στην Καλαμάτα, στις 20 Μαρτίου, ο γιος του Πετρόμπεη, Ηλίας, με 150 οπλισμένους Μανιάτες, που εγκαταστάθηκαν στο Σαράι του Βοεβόδα δήθεν για να τον φυλάνε από τους Κλέφτες. Οι οπλαρχηγοί είχαν κλείσει όλα τα περάσματα ώστε να μην μπορεί κανένας Τούρκος να βγει από την Καλαμάτα. Στις 22 Μαρτίου ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης  μπαίνει στην Καλαμάτα  μαζί με  τον Κολοκοτρώνη το Μούρτζινο  και  με 2000 στρατό. Ενώνονται  με  τον  Παπαφλέσσα, το Νικηταρά και τους  άλλους  οπλαρχηγούς. Οι Τούρκοι δεν έχουν άλλη επιλογή παρά μόνο να παραδοθούν. Στις 23η Μαρτίου η Ελληνική επανάσταση έχει ξεκινήσει από την Καλαμάτα.
Όπως στην Καλαμάτα έτσι στην Κυπαρισσία, οι Τούρκοι το παραδώσανε το Κάστρο χωρίς καμιά αντίσταση. Την 25η Μαρτίου τα χαράματα όλοι οι οπλαρχηγοί της Τριφυλίας, με μπροστάρηδες τους περίφημους Ντρέδες από τα Σουλιμοχώρια είχανε μαζευτεί στο Κεφαλάρι του Σουλιμά με αρχηγούς τον Παπατσώρη, το Συράκο το Φούτζη και τους Γκοτσαίους.
Είχανε φτιάξει και μια σημαία με κοντάρι ένα καλάμι. Ο Πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής, πήγε πρωί-πρωί να τους συναντήσει. Είχε πει ψέματα στους Τούρκους  ότι τάχα πηγαίνει να βρει τους Ντρέδες σαν απεσταλμένος των Τούρκων για να τους πει να καθίσουν φρόνιμα.  Οι Τούρκοι του δώσανε και φρουρά, 4 στρατιώτες.  Ο Φραντζής πήρε και άλλους 4 δικούς του( 2 ιερείς και 2 υπηρέτες) και προχώρησε προς το Κακόρεμα.  Εκεί, απέφυγε με κάποιο τέχνασμα τους 4 Τούρκους, ενώθηκε με 150 Ντρέδες από το Κακόρεμα και πήγανε όλοι μαζί στο Κεφαλάρι του Σουλιμά μέσα σε μεγάλο ενθουσιασμό γιατί η Καλαμάτα είχε επαναστατήσει πριν 2 μέρες. Σε μια ώρα έφτασε από την Καλαμάτα ο Κυπαρίσσιος Αναγνώστης Τσοχαντάρης φέρνοντας τους γράμμα από τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα. Το γράμμα έγραφε:
 «Αδελφοί κάτοικοι της Αρκαδιάς. Η ώρα έφτασε, το στάδιο της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη. Τα πάντα εδικά μας και ο Θεός του παντός, μεθ’ ημών έσεται. Μην πτοηθείτε εις το παραμικρόν. Σεις είστε ατρόμητοι και των προγόνων μας απόγονοι. Γενικώς  οπλισθήτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον των εχθρών της Πίστεως και της Πατρίδος. Εντός ολίγων ημερών, καταφθάνομεν και ημείς, με 10.000 στρατεύματα. Σεις, σφαλίσατε τους Αρκαδίους τούρκους και μίαν ώραν αρχήτερα, ως λέοντες να τους ξεσχίσετε και να τους στείλετε στα Τάρταρα του Άδου. Καλαμάτα 1ο Έτος της Ελευθερίας. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος».
Ο Φραντζής  τότε έγραψε στον Τούρκο βοεβόδα της Αρκαδιάς ένα γράμμα που έλεγε ότι: «Οι κάμποι και τα βουνά είναι γιομάτα από αρματωμένους ανθρώπους και αποσπερού έρχονται ακόμα 10.000 στρατεύματα» , ότι  «Γέμισε η Μάνη και το Μαραθονήσι από καράβια».
Οι τούρκοι φοβηθήκανε και το ίδιο βράδυ αφήσανε ελεύθερη   την Αρκαδιά και φύγανε με τις οικογένειες τους να πάνε να ασφαλίσουνε τα γυναικόπαιδα τους στα κάστρα της Πύλου και της Μεθώνης. Οι επαναστατημένοι οπλαρχηγοί με τους Ντρέδες μπροστά και με όσους από την περιοχή ενώθηκαν μαζί τους, προχώρησαν και άρχισαν να κυνηγούν τους Τούρκους από όλα τα χωριά της περιοχής. Οι τούρκοι φεύγανε πανικόβλητοι για να προλάβουνε να μπουν στα κάστρα.
Κάπως έτσι ελευθερώθηκε και το χωριό μας. Μέχρι τις 27 Μαρτίου οι αγωνιστές  είχαν ελευθερώσει όλα τα χωριά από Κυπαρισσία(Αρκαδιά), Φιλιατρά και Γαργαλιάνους και έφθασαν και στο δικό μας τον Πύργο. Όσοι από τους Τούρκους μπόρεσαν, είχαν φύγει για την Πύλο. Ο δικός μας ο Αγάς δεν πρόλαβε να φύγει γιατί τον σκότωσε κάποιος από τους τότε κατοίκους του χωριού μας, ο Τσώλης. Λένε μάλιστα ότι ο Αγάς τον παρακάλεσε να του χαρίσει τη ζωή και κείνος θα του έκανε συμβόλαιο όλα τα χωράφια του χωριού που ήτανε τότε ιδιοκτησία του Αγά. Αλλά ο Τσώλης δεν δέχτηκε τίποτα και τον σκότωσε.
Μετά την απελευθέρωση του χωριού μας την ίδια μέρα 27 Μαρτίου 1821 οι επαναστατημένοι αγωνιστές με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Γρηγοριάδη, Παπατσωρη και άλλους, προχώρησαν προς τη Χώρα, που τότε λεγόταν Λιγούδιστα. Πριν φθάσουν στη Χώρα, γύρω στις 4 το απόγευμα συνάντησαν περίπου 600 Τούρκους που είχαν βγει από το Νιόκαστρο και τους περίμεναν για να τους χτυπήσουν και να προχωρήσουν να ξαναπάρουν το κάστρο της Αρκαδιάς. Οι περίπου 350 επαναστατημένοι αγωνιστές ταμπουρώθηκαν και άρχισαν να πολεμούν αν και οι περισσότεροι ήταν κάτοικοι της περιοχής που δεν ήτανε προετοιμασμένοι για πόλεμο. Αλλά πολέμησαν επί 3 ώρες με μεγάλο ενθουσιασμό και  ανάγκασαν τους Τούρκους να υποχωρήσουν και να φύγουν πάλι τρέχοντας για το Νιόκαστρο. Η μάχη αυτή (αναφέρεται ως μάχη της Λιγούδιστας) και ήταν η πρώτη που έγινε μετά την απελευθέρωση του χωριού μας.  Οι τούρκοι έμειναν πολιορκημένοι στο κάστρο της Πύλου μέχρι τις 7 Αυγούστου του 1821, όπου δεν άντεξαν άλλο την πολιορκία και παραδόθηκαν.  
Οι Τριφύλιοι  αγωνιστές συνέχισαν να πολεμάνε και σχημάτισαν σιγά-σιγά ένα αξιόλογο στρατόπεδο. Πολέμησαν γενναία σε όλες τις μάχες και είχαν τη φήμη ότι ήταν οι πιο δυνατοί στρατιώτες της Πελοποννήσου. Ο Κολοκοτρώνης για να εμψυχώσει τους άνδρες του φώναζε: «Βαστάτε ωρέ Έλληνες ώσπου νάρθουν οι Αρκαδινοί».
Το κάστρο της Αρκαδιάς μένει στα χέρια των Ελλήνων μέχρι που έρχεται ο Ιμπραήμ το 1825. Και πάλι οι Τριφύλιοι αγωνιστές πολέμησαν γενναία τόσο στο Μανιάκι όσο και στη Μάχη της Καργιούτας, μπροστά στο Εκκλησάκι της Παναγίας του Γελουδά. Εκεί έγινε μια πολύ σκληρή αναμέτρηση, αλλά στο τέλος ο Ιμπραήμ νίκησε. Σκοτώθηκαν 230 πολεμιστές και οι άλλοι, μαζί με όσους κατοίκους πρόλαβαν έφυγαν μέσα από τα βουνά και φτάσανε μέχρι τον Αετό.  Περίπου 1800 γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν και θανατώθηκαν με φρικτούς τρόπους από το στρατό του Ιμπραήμ.
Ο Ιμπραήμ έκαψε και λεηλάτησε την έρημη πόλη της Αρκαδιάς αρπάζοντας ότι μπορούσε. Μετά συνέχισε την καταστροφική του πορεία προς τα Φιλιατρά, τους Γαργαλιάνους και τη Χώρα. Έκαιγε τις εκκλησίες, και άρπαζε ότι μπορούσε από τα έρημα χωριά. Σαρώνοντας τα πάντα και σκορπίζοντας το θάνατο έφθασε πάλι στο Νιόκαστρο.
Αλλά οι αγωνιστές της Τριφυλίας συνέχισαν  να τον πολεμάνε σε όλη την Πελοπόννησο μέχρι το 1827.  Αλλά και το 1828 που ξαναμπαίνει για τελευταία φορά ο Ιμπραήμ στην Τριφυλία βρίσκει σκληρή αντίσταση. Τότε οι Αλβανοί που είχε μαζί του, ξεσηκώθηκαν εναντίον του και ήρθαν και πολέμησαν μαζί με τους Έλληνες.
Η τελευταία μάχη έγινε έξω από το χωριό Σουλιμά, όπου είχανε καταφύγει τελικά με τους άνδρες τους ο Θανάσης Γρηγοριάδης, ο Παπατσώρης και άλλοι μαζί με τους Αλβανούς. Ο Ιμπραήμ τελικά υποχώρησε και έφυγε. Το Σουλιμά δεν το πάτησε.
Τέτοιος ήτανε ο αγώνας αυτού του τόπου και έτσι κατάφερε τελικά αυτός ο λαός να ακουστεί και να υπερισχύσει μέσα στις έριδες και τις φιλοδοξίες εκείνων που κυνηγούσαν την εξουσία πριν ακόμα φύγει ο εχθρός.
Και είναι αυτό το μήνυμα της Επανάστασης το πιο μεγάλο. Σήμερα, μετά από 192 χρόνια, πολλά πράγματα δεν έχουνε ακόμα αλλάξει. Ακόμα πρέπει να αμυνόμαστε στους αιώνιους εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς. Ακόμα οι Ισχυροί της Ευρώπης και του κόσμου προωθούν τα συμφέροντα τους εις βάρος μας.
Μακάρι να έχει ο λαός μας την ίδια ενότητα και τον ίδιο ενθουσιασμό που είχαν οι απλοί αγωνιστές του 1821, ώστε εμπνεόμενος από το παράδειγμα τους και διδασκόμενος από τα λάθη τους να προχωρήσει μπροστά.


ΦΩΦΩ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Πύργος Τριφυλίας, 25η Μαρτίου 2013


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ενημερωνόμαστε για την περιοχή μας

ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες