27 Οκτωβρίου 2011

Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου.

 Του Πάνου Δ. Κοσμόπουλου
Εκατό χρόνια έκλεισαν τον Ιανουάριο του 2011, από την 3ην Ιανουαρίου του 1911, οπότε ξημερώματα της ημέρας εκείνης, έφυγε από τούτον τον κόσμο, ο αθώος και ταπεινός της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο μεγάλος νεοέλληνας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Πέθανε στο πατρικό του σπίτι στην Σκιάθο, καθημαγμένος από τα βάσανα και τις καταδρομές. Δεν γύρεψε ποτέ τίποτε από το πανάθλιο κράτος, στο οποίο είχε μεταμορφωθεί η πατρίδα. Δεν γύρεψε ποτέ τίποτε, από το θρησκευτικό καθίδρυμα ηθικοπλαστικών κηρυγμάτων και «αγαθοεργιών», στο οποίο είχε μετατραπεί, ως θρησκευτικός μανδύας του κράτους, η Διοικούσα Εκκλησία. Κολοσσός γνώσεως και φορέας.............
άνωθεν ταλάντου, διακόνησε με προσήλωση κι ευλάβεια τον κοινοτικό βίο της ορθόδοξης μαρτυρημένης παράδοσης του λαού του. Υμνησε «μετά λατρείας τον Χριστό του» κατά τα λόγια του ίδιου και «εζωγράφησε τα γνήσια ελληνικά ήθη». Πάνω και πέρα απ‘ όλα, ιχνογράφησε το μεγαλείο αλλά και τα σκοτάδια της ανθρώπινης ύπαρξης και κατέδειξε, με την άφταστη γλώσσα που μετέφραζε τους ουρανίους φθόγγους, ότι ο ορθόδοξος εκκλησιαστικός τρόπος δίνει νόημα στην ύπαρξη. Εφυγε ψάλλοντας, προς τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και προς τον Ιησού Χριστό. Ως γίνεται συνήθως, μετά τον θάνατό του, άρχισε ο πρωταθλητισμός στους ύμνους και τις ρητορείες - από όλους όσους, όταν ευρίσκετο εν ζωή χύνονταν η χολή και το όξος του φθόνου και της ηθελημένης αγνοίας. Ομως ο Παπαδιαμάντης, ακριβώς επειδή ήταν, ως ο ίδιος λέει «γνήσιον τέκνον της ορθοδόξου εκκλησίας» δεν έγραφε για την ιστορία και τα τρέχοντα, αλλά για την αιωνιότητα που φωτίζει τον ιστορικό χρόνο. Κι επειδή η πηγή της αιωνιότητος, ο σαρκωμένος λόγος του Θεού, του οδηγούσε το χέρι, μπόρεσε περισσότερο από τους συγκαιρινούς του, αλλά και από τους μελλούμενους δημιουργούς, να καταγράψει, διά του ασκητισμού του και της διακρίσεως που αυτός του χάριζε, όλες τις παθολογικές κακοδαιμονίες, που ανθούσαν (και ανθούν) στο νεοελλαδικό τοπίο και που οφείλονται στην καταδίωξη, την σκύλευση και την απαγόρευση της παραδομένης αλήθειας από τους ηγήτορες. «Να παύση π.χ. η συστηματική περιφρόνησις της θρησκείας εκ μέρους πολιτικών ανδρών, επιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων και άλλων. Η λεγομένη ανωτέρα τάξις να συμμορφωθή με τα έθιμα της χώρας, αν θέλη να εγκληματισθή εδώ. Να γίνη προστάτις των πατρίων και όχι διώκτρια. Να αποσπασθή και να εγκολπωθή τας εθνικάς παραδόσεις. Να μην περιφρονή αναφανδόν ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν. Να καταπολεμηθή ο ξενισμός, ο πιθηκισμός, ο φραγκισμός. Να μη νοθεύονται τα θρησκευτικά και οικογενειακά έθιμα. Να καλλιεργηθή η σεμνοπρεπής βυζαντινή παράδοσις εις την λατρείαν, εις την διακόσμησιν των ναών, την μουσικήν και την ζωγραφικήν. Να μη μιμώμεθα πότε τους παπιστάς και πότε τους προτεστάντες. Να μη χάσκωμεν προς τα ξένα. Να στέργωμεν και να τιμώμεν τα πάτρια. Είναι της εσχάτης εθνικής αφιλοτιμίας να έχωμεν κειμήλια και να μη φροντίζωμεν να τα διατηρήσωμεν. Ας σταθμίσωσι καλώς την ευθύνην των, οι έχοντες την μεγίστην ευθύνη». (Από το κείμενό του “Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων, 1896). Ο Παπαδιαμάντης -όσο κι αν αυτό δεν αρέσει σε κάποιους- ακριβώς επειδή ήταν ασκητικός και παραδοσιακός, ήταν και μερακλής. Δηλαδή ζούσε την ζωή της εποχής του, παρακολουθώντας τα μεγάλα προβλήματα και τοποθετούμενος γι‘ αυτά. Εμμένοντας στην ακτημοσύνη, στην έντιμον και εκούσια πτωχεία, δεν υπήρξε αρνητής της ζωής. Ανοιξε δρόμους και εντόπισε την ψευτιά, στην εξαρτημένη πολιτική τάξη και το δάνειο κράτος της, που και τότε κινδύνευε με χρεοκοπίες ή χρεοκοπούσε. «Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησεν την πενίαν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα και πάντοτε η αυτή. Τότε διά της βίας, τώρα διά του δόλου και διά της… βίας. Πάντοτε αμετανόητοι και σχοινοβάται ούτοι αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δε ούτω τους λεγομένους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά διά τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των». (1883, “Οι έμποροι των εθνών“).
Ο Παπαδιαμάντης υπέφερε και πείνασε, όχι γιατί δεν εργάσθηκε (αντιθέτως, εργάζονταν νυχθημερόν). Αλλά γιατί δεν προσκύνησε κανέναν ισχυρόν μήτε της πολιτικής μήτε της εκκλησιαστικής διοίκησης. Είδε ότι η ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση του γένους, που είναι η ρίζα του, εξορίζονταν από την νεοελληνικήν ζωήν. «Εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών, εν Αθήναις, όπου σύρω τον σταυρόν μου, έζησα πότε νηστικός και πότε χορτάτος», εξομολογείται σε γράμμα του. Τώρα που φθάσαμε ως κράτος και κοινωνία εδώ που φθάσαμε, θα τον διαβάσουμε άραγε; Αλλά εμείς θα συνεχίσουμε και την άλλη Δευτέρα και όχι μόνον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ενημερωνόμαστε για την περιοχή μας

ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες