Περιορισμό της ελαιοκαλλιέργειας στην Ελλάδα προβλέπει για την επόμενη πενταετία μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, ως αποτέλεσμα τόσο της μείωσης των επιδοτήσεων από τις αλλαγές στην Κοινή Αγροτική Πολιτική, όσο και από την εγκατάλειψη των μικρότερων εκτάσεων που κρίνονται ως ζημιογόνες.
Για τη βελτίωση της θέσης που έχει η ελληνική παραγωγή στην παγκόσμια κατανάλωση που προβλέπεται ότι θα παρουσιάσει αυξητική τάση, η μελέτη εκτιμά ότι απαιτείται περιορισμός του κόστους παραγωγής σε όλα τα στάδια (καλλιέργεια, ελαιοτριβεία, μονάδες τυποποίησης). Αλλά ταυτοχρόνως συστηματικά μέτρα για την αύξηση.................
της κατανάλωσης τυποποιημένου ελαιολάδου. Εντυπωσιακό συμπέρασμα της μελέτης που δείχνει παράλληλα τις διαχρονικές ευθύνες που υπάρχουν, είναι το γεγονός ότι εφόσον η Ελλάδα κατορθώσει να καταλάβει στη διεθνή αγορά μερίδιο ανάλογο με εκείνο που κατέχει στην παραγωγή, θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα από εξαγωγές της χώρας μας κατά 32%.
Στη συνέχεια παρουσιάζουμε ορισμένα από τα στοιχεία και τα συμπεράσματα της μελέτης για την ελληνική και διεθνή αγορά:
Στην ενότητα αυτή, θα αναλύσουμε τις προβλέψεις μας για τη ζήτηση, την προσφορά και τις διεθνείς τιμές για την επόμενη πενταετία. Σε πρώτο επίπεδο, θα αναλύσουμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες των τριών αυτών μεγεθών της διεθνούς αγοράς και θα περιγράψουμε τα υποδείγματα εκτίμησης των μεταβλητών.
Στοχεύοντας στην πρόβλεψη της μελλοντικής ζήτησης ελαιολάδου, εκτιμήσαμε δύο υποδείγματα ζήτησης - ένα για τις 3 βασικές ελαιοπαραγωγούς χώρες και ένα για τις λοιπές χώρες - με προσδιοριστικούς παράγοντες το κατά κεφαλήν εισόδημα, τις σχετικές τιμές ελαιολάδου έναντι υποκατάστατων ελαίων και ένα δείκτη στροφής προς τη μεσογειακή διατροφή (βάσει του είδους των τροφίμων που καταναλώθηκαν διαχρονικά). Συγκεκριμένα, ο δείκτης μέτρησης της μεσογειακής διατροφής (ως ο λόγος της ποσότητας τροφίμων που ενδείκνυνται σε αυτή τη διατροφή, όπως τα φρούτα και τα λαχανικά, προς την ποσότητα των τροφίμων που αντενδείκνυνται, όπως το κόκκινο κρέας) αυξάνεται στις λοιπές χώρες ενώ μειώνεται σημαντικά στις ελαιοπαραγωγούς χώρες. Τα κύρια αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας είναι τα εξής:
- Η υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα των λοιπών χωρών (άνω της μονάδας) έναντι των ελαιοπαραγωγών χωρών (1,6 έναντι 0,7) υποδηλώνει ότι το ελαιόλαδο θεωρείται premium προϊόν στις λοιπές χώρες και βασικό (και σε φάση κορεσμού) στις ελαιοπαραγωγούς χώρες.
- Η σχετική τιμή επηρεάζει περισσότερο τη ζήτηση στις νέες αγορές (με συντελεστές ελαστικότητας 0,07 στις ελαιοπαραγωγούς χώρες και 0,1 στις λοιπές).
- Η στροφή προς τη μεσογειακή διατροφή αποδεικνύεται καθοριστικός παράγοντας για την εκτίναξη της ζήτησης ελαιολάδου στις λοιπές χώρες, καθώς η ελαστικότητα του δείκτη αυτού ως προς τη ζήτηση είναι υψηλότερη στις λοιπές χώρες (2,8 έναντι 0,2 στις ελαιοπαραγωγούς χώρες).
Η αύξηση της παραγωγής ελαιολάδου από τις 3 βασικές χώρες παραγωγής αντανακλά σε μεγάλο βαθμό βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (κυρίως στην Ισπανία). Συγκεκριμένα, η παραγωγή των τριών βασικών παραγωγών επηρεάζεται από την πορεία του κόστους παραγωγής και τη χρηματοδότηση μέσω ΚΑΠ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, μια μείωση του κόστους παραγωγής κατά 10% αυξάνει την παραγωγή κατά 5,5%, ενώ μια αύξηση των κονδυλίων της ΚΑΠ για το ελαιόλαδο (αποπληθωρισμένος μέσος όρος τριετίας) κατά 10% αυξάνει την παραγωγή κατά 3,5%.
Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις διεθνείς τιμές ελαιολάδου είναι το επίπεδο των αποθεμάτων και η σχετική διαπραγματευτική δύναμη των παραγωγών (ελαιοπαραγωγοί και ελαιοτριβεία) έναντι των τυποποιητών και των εμπόρων. Το επίπεδο των αποθεμάτων κινείται βάσει της παραγωγής των 3 βασικών παραγωγών, ενώ η σχετική διαπραγματευτική δύναμη μπορεί να προσεγγιστεί από τη σχετική συγκέντρωση του κλάδου των παραγωγών σε σχέση με των τυποποιητών και εμπόρων. Υπό αυτήν την προοπτική, εκτιμήσαμε ένα υπόδειγμα προσδιορισμού της διεθνούς τιμής ελαιολάδου (όπως προσεγγίζεται από τη σταθμισμένη τιμή παραγωγού των τριών βασικών παραγωγών). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, μια αύξηση (μείωση) της παραγωγής κατά 10% μειώνει (αυξάνει) τις διεθνείς τιμές κατά 4,5%. Επιπλέον, σημαντική αποδεικνύεται η σημασία της σχετικής διαπραγματευτικής δύναμης των παραγωγών. Συγκεκριμένα, εκτιμήσαμε ένα δείκτη σχετικής διαπραγματευτικής δύναμης μέσω του λόγου του μέσου μεγέθους παραγωγών προς το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων επόμενων σταδίων παραγωγής. Ο στατιστικά σημαντικός συντελεστής ελαστικότητας του δείκτη ως προς τις τιμές (0,4) δεικνύει ότι η εντεινόμενη συγκέντρωση των κλάδων τυποποίησης και εμπορίας τα τελευταία χρόνια έναντι του κατακερματισμένου κλάδου των παραγωγών ασκεί σημαντική πίεση στις τιμές παραγωγού.
Εκτιμήσεις για την επόμενη πενταετία:
Ανοδική ζήτηση στις νέες αγορές και περιορισμός προσφοράς στις βασικές ελαιοπαραγωγικές χώρες εκτιμάται ότι θα ασκήσουν ανοδική πίεση στις τιμές.
Οσον αφορά τους προσδιοριστικούς παράγοντες των βασικών μεγεθών της διεθνούς αγοράς υποθέτουμε ότι:
- Βάσει του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ, τα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη στήριξη του ελαιολάδου θα συρρικνώνονται σταδιακά (2,5 δισ. ευρώ το 2020 από 2,9 ευρώ για το 2013).
- Κυρίως λόγω αύξησης του μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα (μέσω του εξορθολογισμού των μισθών των μεταναστών), αναμένουμε το κόστος παραγωγής να συνεχίσει την ανοδική του τάση.
- Το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ θα αναπτύσσεται την επόμενη πενταετία με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,3% για τις 3 βασικές ελαιοπαραγωγούς χώρες και 2,5% για τις λοιπές χώρες.
- Καθώς τα οφέλη της μεσογειακής διατροφής γίνονται συνεχώς περισσότερο γνωστά, η στροφή των λοιπών χωρών προς αυτή τη διατροφή θα συνεχιστεί.
- Υπό την πίεση των μεταβολών στην ΚΑΠ, οι κλάδοι των παραγωγών και των ελαιοτριβείων αναμένεται να παρουσιάσουν τάσεις συγκέντρωσης.
Με αυτά τα δεδομένα:
- Η ζήτηση εκτιμάται ανοδική, κυρίως στις μη παραδοσιακές αγορές. Ειδικότερα, η διεθνής ζήτηση εκτιμάται ότι θα αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 3% την επόμενη πενταετία. Συγκεκριμένα, η ζήτηση στις 3 βασικές ελαιοπαραγωγές χώρες εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,6% κ.μ.ο. ετησίως (έναντι 0,5% την προηγούμενη δεκαετία), ενώ η ζήτηση στις λοιπές χώρες εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 5% κ.μ.ο. ετησίως (έναντι 3% την προηγούμενη δεκαετία).
- Η παραγωγή των 3 βασικών παραγωγών θα δεχθεί μικρή περιοριστική επίδραση από την αναθεώρηση της ΚΑΠ. Συγκεκριμένα, εκτιμάμε ότι η παραγωγή θα αυξηθεί κοντά στους 2,5 εκατ. τόνους το 2012 (από 2,3 εκατ. το 2010) και στη συνέχεια θα επιστρέψει στους 2,3 εκατ. τόνους το 2015. Με δεδομένο ότι η παραγωγή στις λοιπές χώρες θα συνεχίσει να αυξάνεται με το μέσο μακροχρόνιο ρυθμό της τελευταίας εικοσαετίας (2,5%), η συνολική παραγωγή θα αγγίξει τους 3,3 εκατ. τόνους το 2015 (από 3,2 εκατ. τόνους το 2010).
- Οι τιμές αναμένεται ότι θα ανακάμψουν σταδιακά. Βάσει των εκτιμήσεών μας, η διεθνής τιμή ελαιολάδου θα προσεγγίσει τα 2,6 ευρώ/κιλό το 2015 (από 2,3 ευρώ/κιλό την περίοδο 1991-2010).
Το μερίδιο της ελληνικής παραγωγής στην παραγωγή των 3 μεγαλύτερων ελαιοπαραγωγών χωρών διαχρονικά περιορίζεται από 27% το 1995 σε 21% το 2000 και σε 16% το 2010, αντικατοπτρίζοντας την πορεία της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού ελαιολάδου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες αυτού του μεριδίου είναι το σχετικό κόστος παραγωγής της Ελλάδας έναντι της Ισπανίας και της Ιταλίας και του λόγου των επιδοτήσεων της ΚΑΠ προς το ελληνικό ελαιόλαδο σε σχέση με τις επιδοτήσεις προς το ιταλικό και το ισπανικό. Συγκεκριμένα, ενδεχόμενη αύξηση του σχετικού κόστους κατά 10% περιορίζει το ελληνικό μερίδιο στην παραγωγή κατά 5%, ενώ ενδεχόμενη αύξηση της σχετικής στήριξης του ελληνικού ελαιολάδου κατά 10% αυξάνει το μερίδιό του στην παραγωγή κατά 12%. Καθώς το σχετικό κόστος αναμένεται να αυξηθεί (κατά 8% από το 2010 μέχρι το 2015) και οι σχετικές επιδοτήσεις να μειωθούν (κατά 10% από το 2010 μέχρι το 2015), το ελληνικό μερίδιο στην παραγωγή των 3 μεγαλύτερων ελαιοπαραγωγικών χωρών εκτιμάται στο 14% το 2015 (340.000 τόνους) από 16% το 2010 (360.000 τόνους).
Επιπλέον, εκτιμάται ότι μετά το 2015 η πίεση από τα μειωμένα κονδύλια της αναθεωρημένης ΚΑΠ θα είναι μεγαλύτερη, και αν δεν αντισταθμισθεί με βελτίωση του σχετικού κόστους, θα οδηγήσει στον περιορισμό του ελληνικού μεριδίου παραγωγής στο 12,5% το 2020 (λίγο περισσότεροι από 300.000 τόνοι), με την επιδότηση να μειώνεται στα 1,4 ευρώ/κιλό ελαιολάδου (από 1,5 ευρώ/κιλό το 2010). Πιο μακροπρόθεσμα (μετά το 2020), η πλήρης σύνδεση των επιδοτήσεων με τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση του ελληνικού μεριδίου παραγωγής στο 8% (με την επιδότηση να μειώνεται περαιτέρω, στα 1,1 ευρώ/κιλό). Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, αν έχουν πραγματοποιηθεί οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταβολές ώστε το ελληνικό κόστος παραγωγής να έχει προσεγγίσει το μέσο επίπεδο των δύο άλλων ανταγωνιστριών χωρών, το μερίδιο θα φθάσει το 11%.
Σε ένα περιβάλλον έντονων ανακατατάξεων, ο ελληνικός κλάδος
ελαιολάδου αντιμετωπίζει προκλήσεις σε δύο επίπεδα: (i) στην
παραγωγή και (ii) στη διεθνή και εγχώρια αγορά τυποποιημένου
ελαιολάδου.
Οσον αφορά την ελαιοπαραγωγή, τα περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης είναι περιορισμένα. Συγκεκριμένα, ο σταδιακός περιορισμός των κονδυλίων της ΚΑΠ για το ελληνικό ελαιόλαδο (στα 0,42 ευρώ δισ. το 2020 από 0,55 ευρώ δισ. το 2010) εκτιμάται ότι θα ασκήσει συσταλτική επίδραση κατά την επόμενη δεκαετία, καθώς οι επιδοτήσεις καλύπτουν περίπου το 1/3 των συνολικών εσόδων των ελαιοπαραγωγών.
Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα, η περιορισμένη στήριξη στην ΚΑΠ μπορεί να οδηγήσει σε αναγκαίες διαρθρωτικές μεταβολές. Συγκεκριμένα, ο περιορισμός των επιδοτήσεων θα θέσει εκτός αγοράς τους παραγωγούς που λειτουργούν με εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις (ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1/3 της ελαιοπαραγωγής γίνεται σε εκτάσεις μικρότερες των 5 εκταρίων, που είναι σε μεγάλο βαθμό ζημιογόνες). Η παραγωγή πρέπει να επικεντρωθεί σε περιοχές με υψηλές αποδόσεις (κυρίως Κρήτη και Πελοπόννησος), σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες εκτάσεις και να προωθηθεί όπου είναι εφικτό η συλλογή καρπών με χρήση μηχανημάτων.
Oσον αφορά την καλύτερη αξιοποίηση της διαθέσιμης παραγωγής (δηλαδή, την αύξηση του μεριδίου τυποποιημένου έναντι χύμα ελαιολάδου εγχωρίως και διεθνώς), οι δυνατότητες βελτίωσης είναι πολύ μεγαλύτερες.
Καταλύτης για να εκμεταλλευτεί πραγματικά ο κλάδος ελληνικού ελαιολάδου τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα είναι ο περιορισμός του τμήματος της εγχώριας αγοράς που καλύπτεται από χύμα ελαιόλαδο (της τάξης των % της εγχώριας κατανάλωσης). Προκειμένου να πραγματοποιηθεί ουσιαστική στροφή στο τυποποιημένο ελαιόλαδο απαιτείται οργάνωση και αυστηρός έλεγχος ποιότητας σε όλα τα στάδια παραγωγής καθώς και προώθηση πολιτικών περιορισμού της φοροδιαφυγής. Η συγκέντρωση στον κλάδο των ελαιοτριβείων όσο και στον τομέα των συνεταιρισμών (σε συνδυασμό με την καθετοποίηση της παραγωγής) θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Τα οφέλη από μια τέτοια αναδιάρθρωση θα ήταν σημαντικά. Η στροφή στο τυποποιημένο ελαιόλαδο θα προωθούσε τον έλεγχο ποιότητας, ενώ παράλληλα θα περιόριζε τη φοροδιαφυγή. Επιπλέον, αν το μεγαλύτερο ποσοστό του ελαιολάδου κατευθυνόταν στις βιομηχανίες τυποποίησης, η αύξηση του επιπέδου των πωλήσεών τους θα ήταν τέτοια ώστε το μέσο μέγεθος των ελληνικών εταιρειών θα προσέγγιζε τα επίπεδα των αντίστοιχων ιταλικών (1,5 εκατ. ευρώ πωλήσεις από 0,5 εκατ. ευρώ σήμερα). Συνεπώς, θα δημιουργούνταν οι απαραίτητες οικονομίες κλίμακας αλλά και η κρίσιμη μάζα για τη σωστή διαφήμιση αλλά και προώθηση του ελαιολάδου στο εξωτερικό.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι και η τρέχουσα συγκυρία μάς ωθεί προς την κατεύθυνση του περιορισμού των εξαγωγών σε χύμα μορφή, καθώς ισπανικές πολυεθνικές έχουν εξαγοράσει ιταλικές εταιρείες που βρίσκονται στην κορυφή από πλευράς πωλήσεων. Σημειώνεται ότι το μερίδιο του ελληνικού ελαιολάδου στις ιταλικές εισαγωγές έχει μειωθεί την τελευταία δεκαετία χαμηλότερα του 20%, από περίπου 35% στο διάστημα 1985-2000, σε αντίθεση με εκείνο της Ισπανίας (50% από 33% στις αντίστοιχες περιόδους). Οι λοιπές εισαγωγές της Ιταλίας την τελευταία δεκαετία προέρχονται κυρίως από την Τυνησία (15%) και άλλες χώρες όπως η Τουρκία (5%) και η Συρία (3%).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, στην περίπτωση που η Ελλάδα κατάφερνε να καταλάβει στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου μερίδιο παρόμοιο με εκείνο που κατέχει στην παραγωγή (άνω του 10% σε σχέση με 3%), θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα από εξαγωγές κατά 32%. Η προοπτική αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν το σύνολο των τρεχουσών εξαγωγών (της τάξης των 110.000 τόνων) προωθούνταν σε τυποποιημένη μορφή, αποφέροντας έτσι μια πρόσθετη υπεραξία στη χώρα της τάξης των 80 εκατ. ευρώ ετησίως.
Για τη βελτίωση της θέσης που έχει η ελληνική παραγωγή στην παγκόσμια κατανάλωση που προβλέπεται ότι θα παρουσιάσει αυξητική τάση, η μελέτη εκτιμά ότι απαιτείται περιορισμός του κόστους παραγωγής σε όλα τα στάδια (καλλιέργεια, ελαιοτριβεία, μονάδες τυποποίησης). Αλλά ταυτοχρόνως συστηματικά μέτρα για την αύξηση.................
της κατανάλωσης τυποποιημένου ελαιολάδου. Εντυπωσιακό συμπέρασμα της μελέτης που δείχνει παράλληλα τις διαχρονικές ευθύνες που υπάρχουν, είναι το γεγονός ότι εφόσον η Ελλάδα κατορθώσει να καταλάβει στη διεθνή αγορά μερίδιο ανάλογο με εκείνο που κατέχει στην παραγωγή, θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα από εξαγωγές της χώρας μας κατά 32%.
Στη συνέχεια παρουσιάζουμε ορισμένα από τα στοιχεία και τα συμπεράσματα της μελέτης για την ελληνική και διεθνή αγορά:
Η διεθνής αγορά ελαιολάδου
Στην ενότητα αυτή, θα αναλύσουμε τις προβλέψεις μας για τη ζήτηση, την προσφορά και τις διεθνείς τιμές για την επόμενη πενταετία. Σε πρώτο επίπεδο, θα αναλύσουμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες των τριών αυτών μεγεθών της διεθνούς αγοράς και θα περιγράψουμε τα υποδείγματα εκτίμησης των μεταβλητών.
Στοχεύοντας στην πρόβλεψη της μελλοντικής ζήτησης ελαιολάδου, εκτιμήσαμε δύο υποδείγματα ζήτησης - ένα για τις 3 βασικές ελαιοπαραγωγούς χώρες και ένα για τις λοιπές χώρες - με προσδιοριστικούς παράγοντες το κατά κεφαλήν εισόδημα, τις σχετικές τιμές ελαιολάδου έναντι υποκατάστατων ελαίων και ένα δείκτη στροφής προς τη μεσογειακή διατροφή (βάσει του είδους των τροφίμων που καταναλώθηκαν διαχρονικά). Συγκεκριμένα, ο δείκτης μέτρησης της μεσογειακής διατροφής (ως ο λόγος της ποσότητας τροφίμων που ενδείκνυνται σε αυτή τη διατροφή, όπως τα φρούτα και τα λαχανικά, προς την ποσότητα των τροφίμων που αντενδείκνυνται, όπως το κόκκινο κρέας) αυξάνεται στις λοιπές χώρες ενώ μειώνεται σημαντικά στις ελαιοπαραγωγούς χώρες. Τα κύρια αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας είναι τα εξής:
- Η υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα των λοιπών χωρών (άνω της μονάδας) έναντι των ελαιοπαραγωγών χωρών (1,6 έναντι 0,7) υποδηλώνει ότι το ελαιόλαδο θεωρείται premium προϊόν στις λοιπές χώρες και βασικό (και σε φάση κορεσμού) στις ελαιοπαραγωγούς χώρες.
- Η σχετική τιμή επηρεάζει περισσότερο τη ζήτηση στις νέες αγορές (με συντελεστές ελαστικότητας 0,07 στις ελαιοπαραγωγούς χώρες και 0,1 στις λοιπές).
- Η στροφή προς τη μεσογειακή διατροφή αποδεικνύεται καθοριστικός παράγοντας για την εκτίναξη της ζήτησης ελαιολάδου στις λοιπές χώρες, καθώς η ελαστικότητα του δείκτη αυτού ως προς τη ζήτηση είναι υψηλότερη στις λοιπές χώρες (2,8 έναντι 0,2 στις ελαιοπαραγωγούς χώρες).
Η αύξηση της παραγωγής ελαιολάδου από τις 3 βασικές χώρες παραγωγής αντανακλά σε μεγάλο βαθμό βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (κυρίως στην Ισπανία). Συγκεκριμένα, η παραγωγή των τριών βασικών παραγωγών επηρεάζεται από την πορεία του κόστους παραγωγής και τη χρηματοδότηση μέσω ΚΑΠ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, μια μείωση του κόστους παραγωγής κατά 10% αυξάνει την παραγωγή κατά 5,5%, ενώ μια αύξηση των κονδυλίων της ΚΑΠ για το ελαιόλαδο (αποπληθωρισμένος μέσος όρος τριετίας) κατά 10% αυξάνει την παραγωγή κατά 3,5%.
Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις διεθνείς τιμές ελαιολάδου είναι το επίπεδο των αποθεμάτων και η σχετική διαπραγματευτική δύναμη των παραγωγών (ελαιοπαραγωγοί και ελαιοτριβεία) έναντι των τυποποιητών και των εμπόρων. Το επίπεδο των αποθεμάτων κινείται βάσει της παραγωγής των 3 βασικών παραγωγών, ενώ η σχετική διαπραγματευτική δύναμη μπορεί να προσεγγιστεί από τη σχετική συγκέντρωση του κλάδου των παραγωγών σε σχέση με των τυποποιητών και εμπόρων. Υπό αυτήν την προοπτική, εκτιμήσαμε ένα υπόδειγμα προσδιορισμού της διεθνούς τιμής ελαιολάδου (όπως προσεγγίζεται από τη σταθμισμένη τιμή παραγωγού των τριών βασικών παραγωγών). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, μια αύξηση (μείωση) της παραγωγής κατά 10% μειώνει (αυξάνει) τις διεθνείς τιμές κατά 4,5%. Επιπλέον, σημαντική αποδεικνύεται η σημασία της σχετικής διαπραγματευτικής δύναμης των παραγωγών. Συγκεκριμένα, εκτιμήσαμε ένα δείκτη σχετικής διαπραγματευτικής δύναμης μέσω του λόγου του μέσου μεγέθους παραγωγών προς το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων επόμενων σταδίων παραγωγής. Ο στατιστικά σημαντικός συντελεστής ελαστικότητας του δείκτη ως προς τις τιμές (0,4) δεικνύει ότι η εντεινόμενη συγκέντρωση των κλάδων τυποποίησης και εμπορίας τα τελευταία χρόνια έναντι του κατακερματισμένου κλάδου των παραγωγών ασκεί σημαντική πίεση στις τιμές παραγωγού.
Εκτιμήσεις για την επόμενη πενταετία:
Ανοδική ζήτηση στις νέες αγορές και περιορισμός προσφοράς στις βασικές ελαιοπαραγωγικές χώρες εκτιμάται ότι θα ασκήσουν ανοδική πίεση στις τιμές.
Οσον αφορά τους προσδιοριστικούς παράγοντες των βασικών μεγεθών της διεθνούς αγοράς υποθέτουμε ότι:
- Βάσει του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ, τα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη στήριξη του ελαιολάδου θα συρρικνώνονται σταδιακά (2,5 δισ. ευρώ το 2020 από 2,9 ευρώ για το 2013).
- Κυρίως λόγω αύξησης του μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα (μέσω του εξορθολογισμού των μισθών των μεταναστών), αναμένουμε το κόστος παραγωγής να συνεχίσει την ανοδική του τάση.
- Το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ θα αναπτύσσεται την επόμενη πενταετία με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,3% για τις 3 βασικές ελαιοπαραγωγούς χώρες και 2,5% για τις λοιπές χώρες.
- Καθώς τα οφέλη της μεσογειακής διατροφής γίνονται συνεχώς περισσότερο γνωστά, η στροφή των λοιπών χωρών προς αυτή τη διατροφή θα συνεχιστεί.
- Υπό την πίεση των μεταβολών στην ΚΑΠ, οι κλάδοι των παραγωγών και των ελαιοτριβείων αναμένεται να παρουσιάσουν τάσεις συγκέντρωσης.
Με αυτά τα δεδομένα:
- Η ζήτηση εκτιμάται ανοδική, κυρίως στις μη παραδοσιακές αγορές. Ειδικότερα, η διεθνής ζήτηση εκτιμάται ότι θα αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 3% την επόμενη πενταετία. Συγκεκριμένα, η ζήτηση στις 3 βασικές ελαιοπαραγωγές χώρες εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,6% κ.μ.ο. ετησίως (έναντι 0,5% την προηγούμενη δεκαετία), ενώ η ζήτηση στις λοιπές χώρες εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 5% κ.μ.ο. ετησίως (έναντι 3% την προηγούμενη δεκαετία).
- Η παραγωγή των 3 βασικών παραγωγών θα δεχθεί μικρή περιοριστική επίδραση από την αναθεώρηση της ΚΑΠ. Συγκεκριμένα, εκτιμάμε ότι η παραγωγή θα αυξηθεί κοντά στους 2,5 εκατ. τόνους το 2012 (από 2,3 εκατ. το 2010) και στη συνέχεια θα επιστρέψει στους 2,3 εκατ. τόνους το 2015. Με δεδομένο ότι η παραγωγή στις λοιπές χώρες θα συνεχίσει να αυξάνεται με το μέσο μακροχρόνιο ρυθμό της τελευταίας εικοσαετίας (2,5%), η συνολική παραγωγή θα αγγίξει τους 3,3 εκατ. τόνους το 2015 (από 3,2 εκατ. τόνους το 2010).
- Οι τιμές αναμένεται ότι θα ανακάμψουν σταδιακά. Βάσει των εκτιμήσεών μας, η διεθνής τιμή ελαιολάδου θα προσεγγίσει τα 2,6 ευρώ/κιλό το 2015 (από 2,3 ευρώ/κιλό την περίοδο 1991-2010).
Η ελληνική παραγωγή
Το μερίδιο της ελληνικής παραγωγής στην παραγωγή των 3 μεγαλύτερων ελαιοπαραγωγών χωρών διαχρονικά περιορίζεται από 27% το 1995 σε 21% το 2000 και σε 16% το 2010, αντικατοπτρίζοντας την πορεία της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού ελαιολάδου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες αυτού του μεριδίου είναι το σχετικό κόστος παραγωγής της Ελλάδας έναντι της Ισπανίας και της Ιταλίας και του λόγου των επιδοτήσεων της ΚΑΠ προς το ελληνικό ελαιόλαδο σε σχέση με τις επιδοτήσεις προς το ιταλικό και το ισπανικό. Συγκεκριμένα, ενδεχόμενη αύξηση του σχετικού κόστους κατά 10% περιορίζει το ελληνικό μερίδιο στην παραγωγή κατά 5%, ενώ ενδεχόμενη αύξηση της σχετικής στήριξης του ελληνικού ελαιολάδου κατά 10% αυξάνει το μερίδιό του στην παραγωγή κατά 12%. Καθώς το σχετικό κόστος αναμένεται να αυξηθεί (κατά 8% από το 2010 μέχρι το 2015) και οι σχετικές επιδοτήσεις να μειωθούν (κατά 10% από το 2010 μέχρι το 2015), το ελληνικό μερίδιο στην παραγωγή των 3 μεγαλύτερων ελαιοπαραγωγικών χωρών εκτιμάται στο 14% το 2015 (340.000 τόνους) από 16% το 2010 (360.000 τόνους).
Επιπλέον, εκτιμάται ότι μετά το 2015 η πίεση από τα μειωμένα κονδύλια της αναθεωρημένης ΚΑΠ θα είναι μεγαλύτερη, και αν δεν αντισταθμισθεί με βελτίωση του σχετικού κόστους, θα οδηγήσει στον περιορισμό του ελληνικού μεριδίου παραγωγής στο 12,5% το 2020 (λίγο περισσότεροι από 300.000 τόνοι), με την επιδότηση να μειώνεται στα 1,4 ευρώ/κιλό ελαιολάδου (από 1,5 ευρώ/κιλό το 2010). Πιο μακροπρόθεσμα (μετά το 2020), η πλήρης σύνδεση των επιδοτήσεων με τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση του ελληνικού μεριδίου παραγωγής στο 8% (με την επιδότηση να μειώνεται περαιτέρω, στα 1,1 ευρώ/κιλό). Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, αν έχουν πραγματοποιηθεί οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταβολές ώστε το ελληνικό κόστος παραγωγής να έχει προσεγγίσει το μέσο επίπεδο των δύο άλλων ανταγωνιστριών χωρών, το μερίδιο θα φθάσει το 11%.
Σε ένα περιβάλλον έντονων ανακατατάξεων, ο ελληνικός κλάδος
ελαιολάδου αντιμετωπίζει προκλήσεις σε δύο επίπεδα: (i) στην
παραγωγή και (ii) στη διεθνή και εγχώρια αγορά τυποποιημένου
ελαιολάδου.
Οσον αφορά την ελαιοπαραγωγή, τα περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης είναι περιορισμένα. Συγκεκριμένα, ο σταδιακός περιορισμός των κονδυλίων της ΚΑΠ για το ελληνικό ελαιόλαδο (στα 0,42 ευρώ δισ. το 2020 από 0,55 ευρώ δισ. το 2010) εκτιμάται ότι θα ασκήσει συσταλτική επίδραση κατά την επόμενη δεκαετία, καθώς οι επιδοτήσεις καλύπτουν περίπου το 1/3 των συνολικών εσόδων των ελαιοπαραγωγών.
Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα, η περιορισμένη στήριξη στην ΚΑΠ μπορεί να οδηγήσει σε αναγκαίες διαρθρωτικές μεταβολές. Συγκεκριμένα, ο περιορισμός των επιδοτήσεων θα θέσει εκτός αγοράς τους παραγωγούς που λειτουργούν με εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις (ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1/3 της ελαιοπαραγωγής γίνεται σε εκτάσεις μικρότερες των 5 εκταρίων, που είναι σε μεγάλο βαθμό ζημιογόνες). Η παραγωγή πρέπει να επικεντρωθεί σε περιοχές με υψηλές αποδόσεις (κυρίως Κρήτη και Πελοπόννησος), σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες εκτάσεις και να προωθηθεί όπου είναι εφικτό η συλλογή καρπών με χρήση μηχανημάτων.
Oσον αφορά την καλύτερη αξιοποίηση της διαθέσιμης παραγωγής (δηλαδή, την αύξηση του μεριδίου τυποποιημένου έναντι χύμα ελαιολάδου εγχωρίως και διεθνώς), οι δυνατότητες βελτίωσης είναι πολύ μεγαλύτερες.
Καταλύτης για να εκμεταλλευτεί πραγματικά ο κλάδος ελληνικού ελαιολάδου τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα είναι ο περιορισμός του τμήματος της εγχώριας αγοράς που καλύπτεται από χύμα ελαιόλαδο (της τάξης των % της εγχώριας κατανάλωσης). Προκειμένου να πραγματοποιηθεί ουσιαστική στροφή στο τυποποιημένο ελαιόλαδο απαιτείται οργάνωση και αυστηρός έλεγχος ποιότητας σε όλα τα στάδια παραγωγής καθώς και προώθηση πολιτικών περιορισμού της φοροδιαφυγής. Η συγκέντρωση στον κλάδο των ελαιοτριβείων όσο και στον τομέα των συνεταιρισμών (σε συνδυασμό με την καθετοποίηση της παραγωγής) θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Τα οφέλη από μια τέτοια αναδιάρθρωση θα ήταν σημαντικά. Η στροφή στο τυποποιημένο ελαιόλαδο θα προωθούσε τον έλεγχο ποιότητας, ενώ παράλληλα θα περιόριζε τη φοροδιαφυγή. Επιπλέον, αν το μεγαλύτερο ποσοστό του ελαιολάδου κατευθυνόταν στις βιομηχανίες τυποποίησης, η αύξηση του επιπέδου των πωλήσεών τους θα ήταν τέτοια ώστε το μέσο μέγεθος των ελληνικών εταιρειών θα προσέγγιζε τα επίπεδα των αντίστοιχων ιταλικών (1,5 εκατ. ευρώ πωλήσεις από 0,5 εκατ. ευρώ σήμερα). Συνεπώς, θα δημιουργούνταν οι απαραίτητες οικονομίες κλίμακας αλλά και η κρίσιμη μάζα για τη σωστή διαφήμιση αλλά και προώθηση του ελαιολάδου στο εξωτερικό.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι και η τρέχουσα συγκυρία μάς ωθεί προς την κατεύθυνση του περιορισμού των εξαγωγών σε χύμα μορφή, καθώς ισπανικές πολυεθνικές έχουν εξαγοράσει ιταλικές εταιρείες που βρίσκονται στην κορυφή από πλευράς πωλήσεων. Σημειώνεται ότι το μερίδιο του ελληνικού ελαιολάδου στις ιταλικές εισαγωγές έχει μειωθεί την τελευταία δεκαετία χαμηλότερα του 20%, από περίπου 35% στο διάστημα 1985-2000, σε αντίθεση με εκείνο της Ισπανίας (50% από 33% στις αντίστοιχες περιόδους). Οι λοιπές εισαγωγές της Ιταλίας την τελευταία δεκαετία προέρχονται κυρίως από την Τυνησία (15%) και άλλες χώρες όπως η Τουρκία (5%) και η Συρία (3%).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, στην περίπτωση που η Ελλάδα κατάφερνε να καταλάβει στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου μερίδιο παρόμοιο με εκείνο που κατέχει στην παραγωγή (άνω του 10% σε σχέση με 3%), θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα από εξαγωγές κατά 32%. Η προοπτική αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν το σύνολο των τρεχουσών εξαγωγών (της τάξης των 110.000 τόνων) προωθούνταν σε τυποποιημένη μορφή, αποφέροντας έτσι μια πρόσθετη υπεραξία στη χώρα της τάξης των 80 εκατ. ευρώ ετησίως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου