Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Μετάφραση
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη Θεότητά Σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με αρώματα πριν από τον ενταφιασμό Σου κι έλεγε οδυρόμενη:Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, Εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στους αναστεναγμους της καρδιάς μου, Εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γη.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα πόδια Σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα μαλιά της κεφαλής μου· που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ' άκουσε, αυτά τα πόδια, να περπατάνε στον παράδεισο και από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων μου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, Εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου