Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Ας γνωρίσουμε το Ανάκτορο του Νέστορος.

Στην γύρω περιοχή βρέθηκαν όστρακα Νεολιθικής εποχής, καθώς και κατάλοιπα Πρωτοελλαδικού οικισμού. Είναι εξακριβωμένο ότι ο λόφος του Άνω Εγκλιανού κατοικήθηκε για πρώτη φορά κατά την Μεσοελλαδική εποχή (γύρω 2000 π.Χ.), οπότε και κατασκευάστηκε οχυρωματικός περίβολος γύρω από το χώρο, όπου αργότερα θεμελιώθηκε το Ανάκτορο. Η Πύλη και τμήματα των τειχών σώζονται ακόμη. Πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν ακόμη, ότι τουλάχιστον ένα πρωιμότερο ανακτορικό κτίριο βρισκόταν ακριβώς κάτω από το κεντρικό κτίριο. Όμως αυτό το κτίσμα ισοπεδώθηκε προσεχτικά στις αρχές της ΥΕ ΙΙΙ Β εποχής, στο τέλος του 14ου αι. π.Χ. και το νέο ανάκτορο, που το αντικατέστησε είναι το κτίριο που βλέπουν σήμερα οι επισκέπτες............

Η ακρόπολη δεν ήταν οχυρωμένη -σε αντίθεση με τις άλλες γνωστές μυκηναϊκές ακροπόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Μιδέα, Αθήνα), που περιβάλλονταν από ισχυρά κυκλώπεια τείχη. Το ανάκτορο, που ήταν διώροφο, διέθετε μεγάλες αυλές, πολλούς αποθηκευτικούς χώρους, ιδιωτικά διαμερίσματα, εργαστήρια, λουτρά, κλιμακοστάσια, φωταγωγούς καθώς και αποχετευτικό σύστημα.
Ο χώρος του ανακτόρου συγκέντρωνε πολλές λειτουργίες, αφού αποτελούσε οικονομικό, διοικητικό, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο αλλά και χώρο κατοίκησης.
Το κτίριο υπέστη πολλές μετατροπές κατά τη διάρκεια του 13ου αι. π.Χ. και σήμερα είναι ορατή η τελευταία του φάση. Το λαμπρό ανακτορικό συγκρότημα της Μυκηναϊκής Πύλου καταλαμβάνει το Νοτιοδυτικό τμήμα του λόφου και αποτελείται από δύο αυτοτελή κτιριακά συγκροτήματα: το Νοτιοδυτικό και το Κεντρικό κτίριο.
Το Νοτιοδυτικό κτίριο συνολικού εμβαδού 1.400τ.μ. περίπου γειτνιάζει με το πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα της Κάτω Πόλης, είναι παλαιότερο βασιλικό ενδιαίτημα και θεωρείται ως το Ανάκτορο του Νηλέως, ενώ το Κεντρικό κτίριο συνολικού εμβαδού 2.000 τ.μ. είναι το Ανάκτορο του Νέστορος.
Το Ανάκτορο του Νέστορος είναι το καλύτερα διατηρημένο μυκηναϊκό ανάκτορο, το οποίο μάλιστα σώζεται όχι απλώς στα θεμέλια του, αλλά στην αρχή των τοίχων του, σε ορισμένα σημεία μέχρι και σε ύψος 1μ. Στην ακρόπολη υπάρχει επίσης το λεγόμενο Βορειοανατολικό κτίριο, που ίσως να ήταν οπλοστάσιο ή ιερό και σε μικρή απόσταση από τα όρια της ακρόπολης δύο βασιλικοί θολωτοί τάφοι (Θολωτοί τάφοι ΙΙΙ, ΙV).
Το Ανάκτορο του Νηλέως, χτίστηκε πριν από το ανάκτορο του Νέστορα, αλλά ήταν σε χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου αι. π.Χ. μέχρι την τελική καταστροφή του ανακτορικού συγκροτήματος από πυρκαγιά γύρω στα 1200 π.Χ. Ο σημαντικότερος και επισημότερος χώρος του, ήταν η αίθουσα του Θρόνου, μια μεγάλη αίθουσα με τέσσερις ή έξι κίονες για τη στήριξη της οροφής. Στην αίθουσα αυτή οδηγούσε ένας προθάλαμος με δύο κίονες στην ανοιχτή του πλευρά και έναν τρίτο, ανορθόδοξα από στατικής άποψης τοποθετημένο στο κέντρο, ελεύθερα, χωρίς να φτάνει στην οροφή. Την επισημότητα της κεντρικής αίθουσας μαρτυρούν τα ίχνη εστίας, και η χαμηλή κατασκευή για τη θέση του φρουρού στα δεξιά της εισόδου. Η λαμπρότητα του προθαλάμου και της αίθουσας του θρόνου επιβεβαιώνεται από τα θραύσματα των πλούσιων νωπογραφιών που στόλιζαν τους τοίχους.
Φαίνεται, πως στην αίθουσα του Θρόνου και στον πρόθαλαμό της ο άνακτας θα εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα. Το συγκρότημα αυτό περιλάμβανε επίσης υπαίθριες, ελεύθερες και περίκλειστες αυλές, μεγάλη μεμονωμένη αποθήκη κρασιού, αποθήκες τροφίμων, σκευοφυλάκιο, λουτρό, κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον όροφο, φωταγωγό καθώς και μια ισχυρή διώροφη πυργοειδή εντυπωσιακή κατασκευή με παχείς τοίχους. Η διάταξη των χώρων δεν έχει αξονική συμμετρία και παρουσιάζει εικόνα δαιδαλώδη.
Δίπλα στο Ανάκτορο του Νηλέως βρισκόταν το Ανάκτορο του Νέστορος. Με πρόσοψη 30μ. και μήκος 75μ. καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση του όλου κτιριακού συγκροτήματος του λόφου. Το συμπαγές αυτό κτιριακό συγκρότημα, εκτός από το κεντρικό αίθριο και τις δύο υπαίθριες αυλές στη βορειοανατολική πλευρά, προσιτές μόνο από το εσωτερικό, περιλαμβάνει πενήντα ανεξάρτητους μικρούς και μεγαλύτερους στεγασμένους χώρους διαφόρων χρήσεων, επάνω από τους οποίους υψωνόταν ο όροφος.
Το ανακτορικό αυτό συγκρότημα, αυστηρά ορθογώνιο, αντίθετα με το παλαιότερο του Νηλέα και τα άλλα μυκηναϊκά σύγχρονά του ανάκτορα, αναπτύσσεται γύρω από έναν κεντρικό άξονα, συμμετρικά και εύρυθμα υπηρετώντας προκαθορισμένες ανάγκες. Στον κεντρικό άξονα βρίσκονται σε σειρά, το πρόπυλο, το αίθριο και το κυρίαρχο μέγαρο με το προστώο, τον πρόδομο και την αίθουσα του θρόνου. Η αίθουσα του θρόνου διαστάσεων 12,90 x 11,20 μ. πλούσια διακοσμημένη με νωπογραφίες στο δάπεδο, στην οροφή και τους τοίχους είναι ο πυρήνας της βασιλικής διοίκησης. Το δάπεδο ήταν επιχρισμένο με κονίαμα, ζωγραφισμένο σε πυκνές σειρές τετραγώνων, τα οποία εκτός από ένα, που είχε ζωγραφισμένο ένα μεγάλο χταπόδι, ήταν διακοσμημένα με ποικίλα γραμμικά θέματα χρώματος ερυθρού, γαλάζιου, κίτρινου, άσπρου και μαύρου.
Στο κέντρο της αίθουσας του θρόνου, βρίσκεται η μεγάλη εστία, διαμέτρου 4μ. Η πήλινη εστία ύψους 20 εκ. είναι πλούσια διακοσμημένη. Τέσσερις ξύλινοι κίονες με 32 ραβδώσεις ο καθένας, τοποθετημένοι πάνω σε λίθινες βάσεις, συμμετρικά γύρω από την περιφέρεια της εστίας, στήριζαν το υπερώο και το ψηλό οπαίο, το οποίο εκτός του ότι φώτιζε την αίθουσα, χρησίμευε και για τη διαφυγή του καπνού.
Μεταξύ του δυτικού κίονα και της εστίας βρέθηκε μεγάλη πήλινη επιχρισμένη τράπεζα προσφορών. Στο κέντρο της βορειοανατολικής πλευράς της αίθουσας, αντικριστά στην εστία, βρίσκεται η θέση του θρόνου. Από το θρόνο, που θα πρέπει να ήταν ξύλινος δεν σώθηκε κανένα ίχνος. Δίπλα ακριβώς από αυτόν, βρέθηκε μια κατασκευή, που συνδέεται με την τέλεση σπονδών από τον ιερουργό-βασιλιά. Ιδιαίτερα εντυπωσιακές θα ήταν οι τοιχογραφίες, που στόλιζαν τους τοίχους. Όπως προκύπτει από τα θραύσματα: ο θρόνος πλαισιωνόταν από δύο τεράστιους γρύπες που είχαν πίσω τους ένα λιοντάρι, φρουρό –σύμβολο της βασιλικής εξουσίας- , ενώ στην ανατολική γωνία της αίθουσας υπήρχε τοιχογραφία με παράσταση μουσικού καθισμένου σε βράχο να παίζει λύρα.
Το Μέγαρο, πλαισιώνεται, από στενούς διαδρόμους, προσιτούς από τον προθάλαμο και από το αίθριο, που οδηγούν σε βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους του ισογείου (σκευοφυλάκια, αποθηκευτικούς χώρους λαδιού και αρωματικών ελαίων), καθώς και στον όροφο, διαμέσου δύο κλιμακοστασίων, όπου προφανώς βρίσκονταν οι βασιλικοί κοιτώνες και άλλες αποθήκες.
Ανάμεσα στους υπόλοιπους χώρους, που έχει επιβεβαιωθεί η χρήση τους είναι τρία αυτοτελή διαμερίσματα, στα οποία οδηγεί υπόστυλη στοά στα βορειοανατολικά του αιθρίου: α) μια διώροφη πυργοειδής κατασκευή, β) η λεγόμενη αίθουσα της Βασίλισσας, με την υπαίθρια περίκλειστη αυλή, τους εσωτερικούς διαδρόμους και τους βοηθητικούς χώρους της και γ) το λουτρό.
Ο ανασκαφέας του ανακτόρου C. Blegen, θεώρησε ότι η πυργοειδής κατασκευή ακριβώς στο πρόπυλο του ανακτόρου προοριζόταν για την εγκατάσταση του αρχηγείου της ανακτορικής φρουράς, ήταν δηλ. το φρουραρχείο του ανακτόρου.
Δίπλα στο φρουραρχείο βρίσκεται το δεύτερο αυτοτελές διαμέρισμα. Σε αυτό κυριαρχεί ένα σχεδόν τετράγωνο δωμάτιο με τρεις εισόδους, η λεγόμενη αίθουσα της Βασίλισσας, πλούσια διακοσμημένη με νωπογραφίες στην οροφή και τους τοίχους και με εστία στο κέντρο με παρόμοια διακόσμηση με την αισθητά μεγαλύτερή της εστία της αίθουσας του θρόνου. Οι νωπογραφίες και η εστία μαρτυρούν την επισημότητα του χώρου, ο οποίος όμως πρέπει μάλλον να συνδεθεί όχι με τη βασίλισσα, της οποίας τα διαμερίσματα θα βρίσκονταν στον όροφο, αλλά με τον επικεφαλής και τους αξιωματούχους της φρουράς.
Το τρίτο αυτόνομο διαμέρισμα χαρακτηρίζεται από ένα μικρό επίμηκες δωμάτιο, το οποίο διατηρεί στην αρχική τους θέση έναν πήλινο λουτήρα, διακοσμημένο εσωτερικά με γραπτή διακόσμηση και δύο πιθάρια νερού, ενσωματωμένα σε πεζούλι. Από τον ανασκαφέα θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για το βασιλικό λουτρό.
Άλλοι αυτοτελείς χώροι της κεντρικής πτέρυγας, όλοι κατά μήκος της αριστερής πλευράς της είναι μερικά δικάμαρα διαμερίσματα με εσωτερική επικοινωνία, διαδοχικά τοποθετημένα: σκευοθήκη, όπου βρέθηκαν 6000 πήλινα αγγεία και οικιακά σκεύη, κυλικείο με αίθουσα αναμονής και το αρχείο.
Το αρχείο βρίσκεται στην είσοδο του κεντρικού ανακτορικού συγκροτήματος, δίπλα στο εξωτερικό πρόπυλο. Ο χώρος αυτός αποτέλεσε το κέντρο άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής του ανακτόρου. Σε αυτόν βρέθηκαν περίπου 1000 πήλινες πινακίδες και θραύσματα πινακίδων με επιγραφές της Γραμμικής Β΄ Γραφής. Οι πινακίδες διατηρήθηκαν τυχαία όταν η πυρκαγιά, που κατέστρεψε το ανακτορικό συγκρότημα, κατέκαψε και το δωμάτιο, όπου φυλάσσονταν γι’αυτό αντιστοιχούν στην τελευταία διοικητική χρονιά του ανακτόρου. Τα κείμενα των πινακίδων αποτελούν κατά βάση, οικονομικούς καταλόγους με απογραφές αγαθών και καταγραφές εμπορικών συναλλαγών και φοροεισπράξεων, καθώς και καταγραφές προσφορών και αφιερωμάτων στους θεούς παρέχοντας σημαντικότατες πληροφορίες για την παραγωγή των προϊόντων, την αποθήκευση τους, τη διανομή των αγαθών, τη διάθεσή τους στο εμπόριο, αλλά και για την πολιτική συγκρότηση, τη διοικητική διάρθρωση, την οικονομία, τη δομή της κοινωνίας των Μυκηναίων καθώς και στοιχεία για τη λατρεία. Το περιεχόμενο των πινακίδων θα ήταν άγνωστο εάν ο βρετανός αρχιτέκτονας Michael Ventris δεν είχε κατορθώσει, το 1952, μετά από επίμονες προσπάθειες να αποκρυπτογραφήσει τη Γραμμική Β΄ Γραφή μελετώντας τις πινακίδες από την Πύλο.
Ανεξάρτητο δικάμαρο κτίσμα, μεγάλων διαστάσεων, εκτός των ορίων του ανακτόρου, είναι η κεντρική αποθήκη κρασιού, εμβαδού 250 τ.μ. Είχε ιδιαίτερο προθάλαμο προορισμένο για τον υπεύθυνο της διάθεσης του κρασιού, το οποίο φυλασσόταν σε σειρές πιθαριών, που βρίσκονταν στις πλευρές του μεγάλου δωματίου και σε διπλή σειρά κατά μήκος του κεντρικού του άξονα.
Επίσης εκτός των ορίων του ανακτόρου (στα ΒΑ) βρίσκεται ένα ανεξάρτητο συγκρότημα αποτελούμενο από 6 χώρους με διάδρομο ανάμεσά τους και πιθανότατα από στεγασμένο προστώο με κιονοστοιχία. Τρεις χώροι είναι πιθανόν, πως αποτελούσαν εργαστήριο κατασκευής και επισκευής μετάλλινων και δερμάτινων ειδών, όπως προέκυψε από τις 100 περίπου πινακίδες που βρέθηκαν στο συγκρότημα και αναφέρονται σε προμήθειες χαλκού και δερμάτων και σε εξαρτήματα αρμάτων. Τα παραπάνω στοιχεία σε συνδυασμό με τις εκατοντάδες αιχμές βελών, που αποκαλύφθηκαν, δείχνουν ότι το συγκρότημα αυτό ήταν εργαστήριο πολεμικών ειδών και οπλοστάσιο του ανακτόρου. Ο πιο ενδιαφέρων χώρος του συγκροτήματος αυτού είναι ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο, ανοιχτό στην πρόσοψή του, ανάμεσα σε δύο ογκώδεις παραστάδες και με ορθογώνιο λίθινο βωμό απέναντι από την είσοδο. Όπως υποδηλώνει ενεπίγραφη πινακίδα, από τις 100 που βρέθηκαν στο χώρο, πρόκειται για ιερό αφιερωμένο στη θεά Πότνια Ιππία, θεότητα ταυτισμένη με την Αθηνά.
Κοντά στο ανακτορικό συγκρότημα υπάρχουν δύο βασιλικοί θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι. Ο ένας σε απόσταση 145μ. από το ανάκτορο, στα νοτιοανατολικά της ακρόπολης (Θολωτός τάφος ΙΙΙ), ήταν συλημένος και κατεστραμμένος και σώζεται σε ύψος μόλις 30 εκ.
Ωστόσο σε έξι άθικτες λακκοειδείς ταφές στο δάπεδό του βρέθηκαν μεταξύ άλλων πολύτιμων αντικειμένων, τέσσερις μεγάλοι πίθοι με έναν σκελετό ο καθένας, 22 χάλκινα ξίφη και εγχειρίδια, χάλκινα σκεύη και πολλά αγγεία. Σήμερα κανένα μέρος του τάφου δεν είναι ορατό καθώς το δάπεδο και οι λακκοειδείς ταφές έχουν καταχωθεί για λόγους προστασίας.
Ο άλλος βασιλικός τάφος (Θολωτός τάφος IV), σε απόσταση 90μ. από την πύλη της ακρόπολης στα βορειοανατολικά, με διάμετρο θαλάμου 9,35μ., χρονολογείται το 16ο αι. π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε με διαδοχικές ταφές ίσως μέχρι και το 13ο αι. π.Χ. Στον τάφο αυτό που αναστηλώθηκε το 1957, μεταξύ άλλων βρέθηκαν μια χρυσή σφραγίδα με απεικόνιση φτερωτού γρύπα, τέσσερις σφραγιδόλιθοι, ένα χρυσό δαχτυλίδι με παράσταση ιερού κορυφής μινωικού τύπου, πλήθος ψήφων, κυρίως από αμέθυστο και τέσσερις χρυσές γλαύκες.
Το Ανάκτορο καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά στα τέλη της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β/ ΙΙΙ Γ εποχής, γύρω στο 1200π. Χ., η οποία ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τις πυκνές ξυλοδεσιές των τοίχων του κτιρίου καθώς και τις μεγάλες ποσότητες αποθηκευμένου ελαίου. Η καταστροφή του Ανακτόρου του Νέστορος, όπως και οι καταστροφές των άλλων σύγχρονων ανακτόρων της ηπειρωτικής Ελλάδας (Γλας, Ορχομενός, Καδμείον, Μυκήνες, Τίρυνθα), κατά την ίδια περίοδο, πιθανότατα οφείλονται σε γενικότερες λαϊκές αναστατώσεις και εξεγέρσεις στις έδρες των μυκηναϊκών βασιλείων, που οδήγησαν σε πολιτικές ανακατατάξεις. Μετά την καταστροφή, κάποια στιγμή στους σκοτεινούς χρόνους (περ. 1100-900π.Χ.) οι άνθρωποι ξανακατοίκησαν το λόφο, αφήνοντας πίσω τους σαφή ίχνη της παρουσίας τους: κεραμεική, εργαλεία και οικοδομικά λείψανα. Το στρώμα αυτό κάλυπτε περίπου το 20% του χώρου του Ανακτόρου.
Υλικά δομής και μέθοδοι κατασκευής
Το ξύλο και ο λίθος αποτέλεσαν τα βασικά υλικά δομής του ανακτορικού συγκροτήματος.
Λίθοι ακατέργαστοι χρησιμοποιήθηκαν για τα θεμέλια, Πωρόλιθος λαξευμένος σε ορθογώνιους δόμους χρησιμοποιήθηκε για την επένδυση των προσόψεων των εξωτερικών τοίχων, σε μια πολύ επιμελημένη κατασκευή. Παρόμοιοι τέτοιοι δόμοι είναι ορατοί στο κατώτερο μέρος κάποιων εσωτερικών τοίχων καθώς και στις κλίμακες ανόδου. Το γέμισμα των τοίχων, όπως και οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν από αργούς λίθους. Η επιφάνεια ωστόσο των εσωτερικών τοίχων καλυπτόταν από ασβεστοκονίαμα, ενώ τις σημαντικές αίθουσες διακοσμούσαν πολύχρωμες τοιχογραφίες. Τα δάπεδα στις αυλές και στους χώρους κατοίκησης έφεραν επίσης επίστρωση κονιάματος.
Κίονες, πλαίσια θυρών και παραθύρων, επενδύσεις, ταβάνια, στέγες ήταν κατασκευασμένα από ξύλο, ενώ το σύστημα της ξυλοδεσιάς εφαρμόστηκε ευρέως στην τοιχοποιία, ενισχύοντας την ελαστικότητα των τοίχων και συμβάλλοντας έτσι στην αντισεισμική προστασία του κτιρίου.
Είναι αποδεδειγμένο ότι τα δύο μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα είχαν και δεύτερο όροφο προσιτό από κλιμακοστάσια. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν ελαφρά υλικά: ωμές πλίνθοι τοποθετημένες σε σκελετό ξυλοδεσιάς και ξύλο. Η στέγη πρέπει να ήταν διαμορφωμένη σε ταράτσες ίσως και σε δύο ή περισσότερα επίπεδα. Πάνω από την αίθουσα του Θρόνου η στέγη σίγουρα θα ήταν ψηλότερη απ’ ότι στις πλαϊνές πλευρές.
Λίθος, ξύλο, ενδεχομένως και ορείχαλκος, χρησιμοποιούνταν μερικές φορές για διακοσμητικούς σκοπούς, αλλά το κύριο διακοσμητικό στοιχείο ήταν η τοιχογραφία, ακόμη και σε εξωτερικούς τοίχους σε στεγασμένα πρόπυλα.
Στο ανακτορικό συγκρότημα του Άνω Εγκλιανού, περισσότερο από κάθε άλλο μυκηναϊκό ανάκτορο της ηπειρωτικής Ελλάδας, διατηρούνται πολλά στοιχεία της μινωικής αρχιτεκτονικής παράδοσης.
Η εκτεταμένη χρήση της ξυλοδεσιάς, οι ισόδομες λίθινες προσόψεις, οι πολυάριθμες αυλές, το πρόπυλο με τον τελετουργικό κίονα, ο χώρος του λουτρού, οι φωταγωγοί, οι χώροι με τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία, οι χώροι συναθροίσεων, το αποχετευτικό σύστημα, το μικρό ιερό καθώς και η ύπαρξη ενός ζεύγους κεράτων καθοσιώσεως, που η αρχική τους θέση ήταν προφανώς στην κορυφή του κτιρίου. Ένα ακόμη μινωικό ιερό σύμβολο, ο διπλός πέλεκυς, βρέθηκε χαραγμένο, εν είδη αρχιτεκτονικού σημείου, σε πωρόλιθο κάτω από το δάπεδο του δωματίου 7. Είναι πιθανό ότι η πλάκα αυτή προερχόταν από παλαιότερο κτίσμα, ενδεχομένως μινωικής παράδοσης, που αντικατέστησε το μυκηναϊκό ανάκτορο.
Εντούτοις, τα μυκηναϊκά ανάκτορα στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα αλλά και στην Πύλο, διατάσσονται στο χώρο με διαφορετικές αρχές από τις μινωικές. Το συγκρότημα επικεντρώνεται σε ένα “μέγαρο”, μια επιμήκη αίθουσα, που προσεγγίζεται μέσω μιας στοάς, συχνά με έναν προθάλαμο, που μεσολαβεί, που μπορεί να πλαισιώνεται σε μία ή και στις δύο πλευρές του από διαδρόμους, που οδηγούν σε βοηθητικά δωμάτια. Η κεντρική του θέση επιβεβαιώνει ότι το μέγαρο είχε μεγάλη σημασία, σχετική με θρησκευτικές τελετές και τελετουργίες.
Εδώ θα βρείτε πολλά περισσότερα... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ενημερωνόμαστε για την περιοχή μας

ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες