Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Οι δασκάλοι μας

 

          

     Μέσα στο καλοκαίρι «έφυγε» πλήρης ημερών η δασκάλα μας η Νίτσα το γένος Γεωργακοπούλου. Ήταν χωριανή μας και παντρεμένη με το δάσκαλο Νικόλαο Κωστάκη, διευθυντή του σχολείου, καταγόμενο από τη Βλαχοκερασιά Αρκαδίας. Την τριθέσια ομάδα συμπλήρωνε η Ευγενία Μαυροειδή, προχωρημένης ηλικίας ανύπαντρη με καταγωγή, αν θυμάμαι καλά, από τα χωριά της Καλαμάτας. Αυτήν είχα και στις πρώτες μου τάξεις. Μια γυναίκα «μαζεμένη» χωρίς να κάνει έντονη την παρουσία της μέσα στην τάξη, αλλά τιμωρία μας έβαζε να γονατίζουμε στα χαλίκια. Ήταν όμως και «γουρλίδικη» γιατί το 1955, τις πρώτες-πρώτες μέρες στην πρώτη τάξη που όλα τα «πρωτάκια» ήμασταν ψαρωμένα και τρέμαμε, πέθανε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος και μας ήρθε ένα τριήμερο ή πενθήμερο πένθος-αργία σαν δὠρο-λουκούμι.

     Με τη Νίτσα δεν «συναντηθήκαμε» ίσως γιατί άρχισαν οι γέννες της και οι άδειες. Ήμασταν όμως γειτόνοι και είχα σχηματίσει πολύ καλή εικόνα γι’ αυτήν. Γλυκομίλητη με όλους με μια ιδιαίτερα ζεστή φωνή. Είχε μάλιστα και κάποιες γνώσεις σε ιατρικά θέματα και πολλές φορές συμβούλευε τη μάνα μου που τη ρωτούσε καθώς κάποιο από εμάς όλο και κάτι είχε. Έτσι από την Μαυροειδή βρέθηκα κατευθείαν στον Κωστάκη, στην επιτομή της γνωστής διδασκαλικής σκληράδας της εποχής που όλο και κάτι θα έχετε  ακούσει η διαβάσει. Του είχαμε δώσει το προσωνύμιο «χασάπης» και τρέμαμε όχι μόνο τη λούρα ακακίας που από το πολύ χτύπημα σχιζόταν εγκάρσια και όσο σχιζόταν τόσο και πιο πολύ πονούσε αλλά, και τον ίσκιο του.  Όταν έβγαινε στην πλατεία των καφενείων τρυπώναμε από δω κι από κει για να μην μας πάρει το μάτι του στο αργό περπάτημά του, μόνο που μας κοβόταν το αίμα σ΄ εκείνα τα απότομα γυρίσματα που ΄κανε προς τα πίσω.

     Βέβαια κι εμείς δεν ήμασταν τίποτα αγιόπαιδα, μια άγρια αγέλη αδέσποτων ήμασταν που δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο πέρασμά της. Αρκεί να αναφέρω ότι οι μαραγκοί της εποχής όταν φτιάχνανε παράθυρο για σπίτι. στο πλαίσιο των τζαμιών έδιναν το εμβαδόν που είχε ο πάτος του τενεκέ για το λάδι, καθώς ήταν σίγουρο πως μετά από λίγο καιρό θα έπαιρνε εκείνη τη θέση, καθώς τζάμι δεν θα υπήρχε κάτω από το ανηλεές πετροβόλημά μας. Έχει μείνει, μάλιστα, χαρακτηριστική η φιλοσοφημένη απάντηση που έδωσε στους συμμαθητές του ένας μεγαλύτερος για το πως του φάνηκε η Αθήνα: «Στο χωριό πέτρες πολλές τζάμι κανένα, στην Αθήνα τζάμια πολλά πέτρα καμία!».

     Για όσους απαρτίζαμε τη σκληρή ομάδα της αλητείας δεν μας αναγνώριζε ποτέ το «τεκμήριο της αθωότητας» ακόμη και όταν δεν μας ανέφεραν οι «επιμελητές» για κάποιο παράπτωμα. «Δεν μπορεί κάτι θα κάνατε» έλεγε και συνέχιζε μετά με τη βέργα. Εμένα στην έκτη όταν κέρδισα τον κουμπαρά (κουνουπαρά τον λέγαμε τότε) για την έκθεση της αποταμίευσης δεν μου τον έδωσε το πρωί που το ανακοίνωσε αλλά μου είπε να περάσω στο σχόλασμα από το γραφείο. Και όταν πήγα μου έδωσε το δώρο μαζί με ένα χέρι ξύλο προς συμμόρφωση γιατί μου είπε πως ενώ είμαι έξυπνος θα καταστρέψω τη ζωή μου στην αλητεία. Πήγα στο σπίτι και είπα στη μάνα μου

       --- Κέρδισα αυτόν τον κουνουπαρά στην έκθεση.

       --- Μα εσύ παιδάκι μου φαίνεσαι κλαμένο!

       --- Ίσως από συγκίνηση, είπα.

     Είχε όμως ο Κωστάκης και κάποια πολύ θετικά στοιχεία που τα αναγνωρίσαμε αργότερα:

     Α) Ήτανε νοικοκύρης και αγάπαγε πολύ τον ανθόκηπο όπου μας έβαζε και φροντίζαμε τα ωραιώτερα λουλούδια. Μαργαρίτες, χρυσάνθεμα, μολόχες (γεράνια), τριανταφυλλιές, γαρυφαλλιές, βιολέτες, αγιόκλημα και ρολογιά. Ένα διάστημα ασχολιότανε και με μια σταφίδα που είχε αφήσει κάποιος κληρονομιά στο σχολείο. Με τη φυσική του παρουσία και την εθελοντική εργασία κάποιων συχωριανών μάζευε τον καρπό και τον έφερνε σε σωρό στη γωνία της αίθουσας πέμπτης και έκτης, περιμένοντας να ανέβει η τιμή της σταφίδας. Έτσι όταν ξεκινάγαμε το Σεπτέμβρη βρισκόμασταν δίπλα σ’ ένα σωρό που έβγαζε μια ξινίλα και ήταν γιομάτος με εκείνα μικρά σκουληκάκια που ανεβαίνανε στο ταβάνι και από εκεί κατευθείαν στο σβέρκο μας.

     Β) Ήταν ακριβοδίκαιος. Ο ανώτερος βαθμός που έβαζε ήτανε το οκτώ(8) και δεν αδικούσε κανέναν. Μπορεί κάθε Ιούνιο λόγω ξύλου και φτώχιας να έτρεμα πως θα μ’ αφήσει στην ίδια τάξη και να έτρωγα τα νύχια μου από την αγωνία, μα με πέρναγε πάντα με 8  όπως και τους δύο άλλους καλούς μαθητές της τάξης αλλά νοικοκυρόπαιδα: τον Τάκη και τη Νίτσα.       Και το σπουδαιότερο:

     Γ) Ήταν πολύ καλός στα Μαθηματικά και πολύ καλός στη διδασκαλία τους. Είχε τον τρόπο και την επιμονή να μα δώσει να καταλάβουμε το θέμα αλλιώς δεν μας άφηνε για διάλειμμα ή σχόλασμα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διακρίνεται κάποια υπεροχή μας μετά στο γυμνάσιο και να αναγκάζει το φυσικό μας τον Κανελλόπουλο να σχολιάζει: «Αμάν αυτοί οι Πυργιώτες με τα μαθηματικά, από το νερό που πίνουνε τα μαθαίνουν?». 

     Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφέρω και τον τεράστιο αριθμό μαθητριών και μαθητών που είχε τότε το σχολείο μας. Ένα πολύβουο μελίσσι που ζουγκούναγε. Δεν θυμάμαι νούμερο αλλά θα πρέπει να υπερβαίναμε το 120.      


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου