Ο Τόμας Έντισον πήγε στο σχολείο σε ηλικία οκτώ χρονών και έμεινε τρεις μήνες. Ήταν ο τελευταίος στην τάξη και ο δάσκαλος «δεν τον χώνευε».
Ο πατέρας του Έντισον πίστευε ότι ο γιος του ήταν κουτός (μάλλον εκείνος δεν ήταν ιδιαίτερα ευφυής).
Κάποια μέρα ο δάσκαλος είπε στον Έντισον -μπροστά σε όλη την τάξη- ότι είναι αδειοκέφαλος. Ο Τόμας, που δεν ήταν το πιο πειθήνιο παιδί, εγκατέλειψε αμέσως στην τάξη και στο σπίτι είπε ξεκάθαρα στη μητέρα του ότι δε θα ξαναγυρίσει ποτέ στο σχολείο. Και πράγματι έτσι έκανε (το σχολείο δεν ήταν υποχρεωτικό το 1855).................
Έμεινε να διαβάζει στο σπίτι, έχοντας ως δασκάλα τη μητέρα του. Εκείνη μπόρεσε να του μάθει μόνο τα βασικά (κολλυβογράμματα, όπως έλεγαν κι οι παλιοί).
Σε ηλικία δεκαεννιά χρονών ο Έντισον έγραφε τις επιστολές χωρίς να χρησιμοποιεί καθόλου σημεία στίξης. Κι αυτό μπορεί να μη μας φαίνεται περίεργο στον Οδυσσέα του Τζόις, αλλά τι εντύπωση θα μας έκανε αν κάποιος μας έστελνε ένα γράμμα χωρίς κόμματα και τελείες;
Ο μικρός Έντισον, πέρα από τα σημεία στίξης, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το διάβασμα. Διάβαζε ολημερίς Σαίξπηρ, Ντίκενς και ό,τι άλλο έπεφτε στα χέρια του. Μέχρι που μια μέρα η μητέρα του έφερε το βιβλίο «Σχολή της φυσικής», και τότε ουσιαστικά γεννήθηκε ο εφευρέτης Έντισον.
Έστησε ένα μικρό εργαστήριο στο υπόγειο του σπιτιού και όλη μέρα έκανε πειράματα.
Σε ηλικία δώδεκα χρονών, ενώ είχε συναρμολογήσει μόνος του έναν τηλέγραφο και είχε φτιάξει μια ηλεκτρική παγίδα για ποντίκια, κατάλαβε ότι χρειαζόταν λεφτά για να βελτιώσει το εργαστήριο του και ξεκίνησε να ψάχνει για δουλειά.
Βρήκε σε μια γειτονική πόλη. Για να πηγαίνει ως εκεί έπρεπε να ταξιδεύει με το τρένο τρεις ώρες καθημερινά. Ο Έντισον εκμεταλλεύτηκε αυτό το χρόνο για να διαβάζει και για να κερδίζει χρήματα, αφού πουλούσε στους επιβάτες φρούτα, ξηρούς καρπούς και καραμέλες.
Λίγο μετά ξεκίνησε να πουλάει στους επιβάτες και την εφημερίδα του! Αγόρασε από κάποιον παλαιοπώλη ένα παλιό χειροκίνητο πιεστήριο και κατά τον πηγαιμό έγραφε, στοιχειοθετούσε και τύπωνε μια μικρή εφημερίδα που είχε ως ύλη τα δρομολόγια των τρένων και μερικά πολιτικά νέα. Στο γυρισμό την πουλούσε.
Ο Έντισον συνέχισε έτσι (να κερδίζει χρήματα και να τα επενδύει στο εργαστήριο του) και έκανε μερικές από τις σημαντικότερες εφευρέσεις: Το μικρόφωνο, τον φωνογράφο, την ηλεκτρική λυχνία, το μπετόν και τελειοποίησε το τηλέφωνο, τη μηχανή λήψης φωτογραφιών, την ηλεκτρική γεννήτρια.
Το 1882, σε ηλικία 35 χρονών, έθεσε σε λειτουργία το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρισμού (στην Νέα Υόρκη).
Δυόμιση χιλιάδες διπλώματα ευρεσιτεχνίας φέρουν το όνομα του -και έχουν και σημεία στίξης. Ας θυμηθούμε και την πιο γνωστή του φράση: «Η ιδιοφυία είναι 1% έμπνευση και 99% εφίδρωση».
Ένας άλλος «αμόρφωτος» ήταν ο Αβραάμ Λίνκολν (άραγε ο Ντάνιελ Ντέι Λούις ήταν καλός μαθητής;)
Ο Λίνκολν με την «emancipation proclamation» έδωσε την ελευθερία στους μέχρι τότε σκλάβους της Αμερικής. Γι’ αυτό και δολοφονήθηκε τρία χρόνια μετά.
Ο Άμπε ήταν γιος ξυλοκόπου και δεν πήγε ούτε ένα χρόνο δημοτικό σχολείο. Όμως ενώ εργαζόταν ως υποτακτικός σε κάποιον κτηματία εκμεταλλευόταν κάθε ελεύθερη στιγμή για να μάθει να διαβάζει (αυτός διάβαζε κυρίως εφημερίδες).
Σε ηλικία είκοσι έξι χρονών ξεκίνησε να μελετάει μόνος νομικά συγγράμματα και δύο χρόνια αργότερα κατάφερε να του δοθεί η άδεια για την άσκηση δικηγορίας.
Σε όλη του την πολιτική σταδιοδρομία οι αντίπαλοι του στόχευαν διαρκώς στη φτωχική του καταγωγή και την έλλειψη επίσημης μόρφωσης, αλλά ο Λίνκολν δεν αισθανόταν μειονεκτικά για αυτό.
Αφήνοντας τις εφευρέσεις και την πολιτική θα περάσουμε στο χώρο της λογοτεχνίας, όπου θα συναντήσουμε δύο «μεγάλους» που επίσης ήταν αυτοδίδακτοι.
Ο πρώτος είναι ένας από τους πιο αγαπητούς συγγραφείς, αφού ο «Τομ Σόγιερ» και ο «Χικλμπέρι Φιν», είναι μπεστ σέλλερ τα τελευταία 150 χρόνια.
Ο Μάρκ Τουέιν (αληθινό όνομα Σάμουελ Λάνχορν Κλέμενς) θα είχε χαρακτηριστεί υπερκινητικό παιδί και θα τον είχαν μπουκώσει στα φάρμακα αν είχε γεννηθεί στην εποχή μας. Η μητέρα του και η δασκάλα του πολύ πρόθυμα θα το είχαν κάνει, αφού όπως φαίνεται ο Σαμ ήταν αδύνατο να μείνει ακίνητος πάνω από ένα δευτερόλεπτο.
Έκανε λίγα μαθήματα, λίγες εβδομάδες σύνολο.
Δώδεκα χρονών –κι ενώ μόλις που είχε μάθει να διαβάζει- πέθανε ο πατέρας του και ο Κλέμενς αναγκάστηκε να εργαστεί. Έκανε ό,τι δουλειά μπορούσε να βρει ταξιδεύοντας στην Αμερική από άκρη σε άκρη. Δούλεψε σε ποταμόπλοιο απ’ όπου πήρε και το ψευδώνυμο του (Μάρκ Τουέιν= Σημείωσε δύο οργιές βάθος).
Δούλεψε σε τυπογραφείο και λίγο καιρό αργότερα ανέλαβε τη σύνταξη μιας μικρής αγροτικής εφημερίδας, με 50-100 αναγνώστες.
Ο Τουέιν ξεκίνησε να γράφει τα αγροτικά νέα με το χιούμορ που χαρακτήριζε τα βιβλία του. Έλεγε, για παράδειγμα, ότι ο καιρός ήταν κατάλληλος για να κλαδέψουν τα πατατόδεντρα.
Η εφημερίδα του είχε τεράστια επιτυχία και σύντομα ξεκίνησε να γράφει άρθρα και σε άλλες.
Έκανε ταξιδιωτικά ρεπορτάζ απ’ όλο τον κόσμο, -είχε περάσει και από την Ελλάδα- κι όταν εκδόθηκαν τα βιβλία του κατέκτησε παγκόσμια διασημότητα και αναγνώριση.
Σε ηλικία εξήντα επτά χρονών το υπερκινητικό παιδί με την ελλιπή μόρφωση έγινε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Μιζούρι, καθώς και σε εκείνο της Οξφόρδης.
Ένας άλλος «ελλιπής» που έγινε ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών ήταν ο Τσαρλς Ντίκενς.
Αυτός πήγε μέχρι τα έντεκα στο σχολείο, αλλά εκεί γνώρισε τη φρίκη, όπως την περιγράφει στον «Δαβίδ Κόπερφηλντ».
Γράφει για το δάσκαλο του, τον κύριο Κρίκ που μάλλον απολάμβανε τον ξυλοδαρμό των μαθητών:
«Αλήθεια, σκέφτομαι σήμερα όταν κοιτάζω πίσω μου, τι φοβερό ξεκίνημα για τη ζωή, να εξευτελίζεσαι και να σέρνεσαι από έναν τόσο ανίκανο και θρασύ άνθρωπο.»
Έντεκα χρονών ο Κάρολος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να προσέχει τα πέντε μικρότερα αδέλφια του και να εργάζεται σε μια βιοτεχνία βερνικιών, αφού οι γονείς του ήταν παρόντες-απόντες.
Λίγο καιρό μετά όλη η οικογένεια συνελήφθη και τους έκλεισαν σε φυλακή χρεωστών! (Σύντομα και στην Ελλάδα).
Μόνο ο Κάρολος κατάφερε να αποφύγει τη φυλακή και έμεινε σε ένα δωμάτιο μόνος έχοντας κληρονομήσει μοναχά μια κασέλα με βιβλία. Διάβαζε τον «Ροβινσόνα Κρούσο» και «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» και ονειρευόταν να γράψει κάτι ανάλογο.
Τελικά κατάφερε να γράψει πολύ καλύτερα από αυτούς.
Η πιο εντυπωσιακή περίπτωση αυτοπραγμάτωσης είναι πιθανότατα εκείνη του Τσάρλι Σπένσερ, ο οποίος ως Σαρλό έμελε να γίνει η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα του εικοστού αιώνα (μαζί με τον Αδόλφο Χίτλερ, με τον οποίο είχε μόλις τέσσερις μέρες διαφορά).
Ο Τσάρλι δεν πήγε ποτέ σχολείο. Μόνη του επιδίωξη στα παιδικά του χρόνια, όπως λέει ο ίδιος, ήταν: «Πως θα χορτάσω την πείνα μου».
Ζούσε στο Λονδίνο με τη μητέρα του και τον ετεροθαλή αδελφό του, σε απερίγραπτη φτώχια. Ο πατέρας του, ένας ηθοποιός που είχε γίνει αλκοολικός τους είχε εγκαταλείψει από νωρίς. (Τελευταία έγινε γνωστό ότι ο Τσάπλιν είχε τσιγγάνικη καταγωγή, αλλά αυτό δεν είναι επιβεβαιωμένο).
Πολύ νωρίς η μητέρα του, πρώην πιανίστα που εργαζόταν ως ράφτρα, κατέρρευσε ψυχοσωματικά και κλείστηκε στο φρενοκομείο, ενώ τα παιδιά πήραν τη θέση τους στο ορφανοτροφείο.
Γράφει ο γιος του Τσάπλιν:
«Τα παιδιά στο ορφανοτροφείο δεν είχαν ποτέ αρκετό φαγητό και ζεστά ρούχα. Για το αδίκημα τους, που δεν ήταν άλλο από τη φτώχια, τους μεταχειρίζονταν σαν εγκληματίες.»
Ο Τσάπλιν έμεινε αρκετό καιρό εκεί. Μεγαλώνοντας, και με τη μεσολάβηση του πατέρα του, πήρε τους πρώτους ρόλους, ως κομπάρσος, στο θέατρο. Μόλις κέρδισε κάποια χρήματα πήρε το δρόμο του για την Αμερική.
Εκεί, 21 χρονών, άρχισε να τον ανησυχεί η ελλιπής σχολική του μόρφωση.
«Ήθελα», έγραφε, «να ξέρω τόσα όσα και οι άλλοι, για να μπορώ να αμύνομαι ενάντια στην περιφρόνηση που δείχνει ο κόσμος στους αμόρφωτους και αδαείς.»
Το πρώτο βιβλίο που αγόρασε ήταν η αγγλική γραμματική και μετά ένα αγγλολατινικό λεξικό. Νομίζετε ότι τα απομνημόνευσε σε λίγες μέρες; Όχι, τα βιβλία έμειναν σε μια βαλίτσα έτσι όπως τα πήρε.
Το επόμενο βιβλίο που αγόρασε ήταν το «Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση», του Σοπενχάουερ. Αυτό το βιβλίο, λέει ο Τσάπλιν, το διάβαζε για σαράντα χρόνια, κάθε τόσο και πάλι από την αρχή, «χωρίς ποτέ να εμβαθύνει στο νόημα του».
Αυτό ήταν το σύνολο της μόρφωσης του ανθρώπου που άλλαξε τον κινηματογράφο κι έκανε τόσους ανθρώπους σε κάθε γωνιά του πλανήτη να γελάσουν και να κλάψουν.
Και θα τελειώσουμε τον κατάλογο των «αμόρφωτων» με έναν άνθρωπο που είχε αποφασίσει από οκτώ χρονών τι θέλει να κάνει –και μέχρι να το κάνει έμαθε και δεκάξι γλώσσες.
Ο Χάινριχ Σλήμαν, σε ηλικία οκτώ χρονών, είδε σ’ ένα περιοδικό μια αναπαράσταση από τη φλεγόμενη Τροία, και αποφάσισε ότι έπρεπε να την ανακαλύψει.
Ο πατέρας του προσπάθησε να τον πείσει ότι η Τροία ήταν μια μυθική πόλη -έτσι πίστευαν τότε. Το παιδί όμως είχε βάλει στόχο.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών, κι έχοντας μάθει πολύ λίγα «γράμματα» από τον πατέρα του, ο Σλήμαν αναγκάζεται να γίνει μαθητευόμενος σε έναν έμπορο.
Επειδή κατάλαβε ότι για να κάνει τις ανασκαφές θα χρειαζόταν πολλά λεφτά ο Χάινριχ βρήκε μια καινούρια δουλειά σε ένα καράβι, με το οποίο θα έφτανε ως την Αμερική, «τη χώρα των ευκαιριών».
Δυστυχώς το καράβι ναυάγησε στις ολλανδικές ακτές και ο Χάινριχ έμεινε στην Ολλανδία. Εκεί, και ενώ δούλευε ως κλητήρας σε εμπορική επιχείρηση, φάνηκε η γλωσσική του μεγαλοφυΐα.
Σε τρία χρόνια έμαθε να γράφει και να διαβάζει: Ολλανδικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά και πορτογαλικά.
Αργότερα βρέθηκε στην Πετρούπολη, όπου έμαθε ρωσικά και ξεκίνησε να εμπορεύεται ινδικά χρώματα, νίτρο, θειάφι κα.
Σε ηλικία 26 χρονών ήταν εκατομμυριούχος και ξεκίνησε για την Αμερική. Στη διάρκεια του ταξιδιού (έξι εβδομάδες) έμαθε πολωνικά και σουηδικά.
Κέρδισε πολλά ακόμα χρήματα κάνοντας εμπόριο χρυσού και μόλις είχε μαζέψει αρκετά ξεκίνησε για το παιδικό του όνειρο: Να ανακαλύψει το Ίλιον του Ομήρου.
Οι τελευταίες γλώσσες που έμαθε ήταν αραβικά και ελληνικά. Ταξίδεψε στην Ανατολή (Εγγύς, Μέση και Άπω) και τελικά εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα (όπου παντρεύτηκε και Ελληνίδα).
Στα 48 του χρόνια και βασιζόμενος κυρίως στην Ιλιάδα ξεκίνησε τις ανασκαφές στην Μικρά Ασία. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα βρήκε πράγματι την πόλη των ονείρων του (και μερικές ακόμα μετά).
Άλλοι αμόρφωτοι ήταν ο Σουηδός Άλφρεντ Νόμπελ, που εννιά χρονών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να πουλάει σπίρτα για να επιβιώσει, ο Σκωτσέζος Άντριου Κάρνετζυ, που ως παιδί δούλευε σε υφαντουργεία και ως θερμαστής, και ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν που πήγε για ενάμιση χρόνο σε σχολείο.
(Οι ιστορίες των αμόρφωτων προέρχονται από το βιβλίο του Γκέρχαρντ Πράουζε:
«Οι μεγάλοι στο σχολείο – θρύλος και αλήθεια για την επιτυχία στη ζωή»
Τίτλος πρωτότυπου: «Genies in der schule». Εκδόσεις Νότος ΕΠΕ 1977)
Ο πατέρας του Έντισον πίστευε ότι ο γιος του ήταν κουτός (μάλλον εκείνος δεν ήταν ιδιαίτερα ευφυής).
Κάποια μέρα ο δάσκαλος είπε στον Έντισον -μπροστά σε όλη την τάξη- ότι είναι αδειοκέφαλος. Ο Τόμας, που δεν ήταν το πιο πειθήνιο παιδί, εγκατέλειψε αμέσως στην τάξη και στο σπίτι είπε ξεκάθαρα στη μητέρα του ότι δε θα ξαναγυρίσει ποτέ στο σχολείο. Και πράγματι έτσι έκανε (το σχολείο δεν ήταν υποχρεωτικό το 1855).................
Έμεινε να διαβάζει στο σπίτι, έχοντας ως δασκάλα τη μητέρα του. Εκείνη μπόρεσε να του μάθει μόνο τα βασικά (κολλυβογράμματα, όπως έλεγαν κι οι παλιοί).
Σε ηλικία δεκαεννιά χρονών ο Έντισον έγραφε τις επιστολές χωρίς να χρησιμοποιεί καθόλου σημεία στίξης. Κι αυτό μπορεί να μη μας φαίνεται περίεργο στον Οδυσσέα του Τζόις, αλλά τι εντύπωση θα μας έκανε αν κάποιος μας έστελνε ένα γράμμα χωρίς κόμματα και τελείες;
Ο μικρός Έντισον, πέρα από τα σημεία στίξης, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το διάβασμα. Διάβαζε ολημερίς Σαίξπηρ, Ντίκενς και ό,τι άλλο έπεφτε στα χέρια του. Μέχρι που μια μέρα η μητέρα του έφερε το βιβλίο «Σχολή της φυσικής», και τότε ουσιαστικά γεννήθηκε ο εφευρέτης Έντισον.
Έστησε ένα μικρό εργαστήριο στο υπόγειο του σπιτιού και όλη μέρα έκανε πειράματα.
Σε ηλικία δώδεκα χρονών, ενώ είχε συναρμολογήσει μόνος του έναν τηλέγραφο και είχε φτιάξει μια ηλεκτρική παγίδα για ποντίκια, κατάλαβε ότι χρειαζόταν λεφτά για να βελτιώσει το εργαστήριο του και ξεκίνησε να ψάχνει για δουλειά.
Βρήκε σε μια γειτονική πόλη. Για να πηγαίνει ως εκεί έπρεπε να ταξιδεύει με το τρένο τρεις ώρες καθημερινά. Ο Έντισον εκμεταλλεύτηκε αυτό το χρόνο για να διαβάζει και για να κερδίζει χρήματα, αφού πουλούσε στους επιβάτες φρούτα, ξηρούς καρπούς και καραμέλες.
Λίγο μετά ξεκίνησε να πουλάει στους επιβάτες και την εφημερίδα του! Αγόρασε από κάποιον παλαιοπώλη ένα παλιό χειροκίνητο πιεστήριο και κατά τον πηγαιμό έγραφε, στοιχειοθετούσε και τύπωνε μια μικρή εφημερίδα που είχε ως ύλη τα δρομολόγια των τρένων και μερικά πολιτικά νέα. Στο γυρισμό την πουλούσε.
Ο Έντισον συνέχισε έτσι (να κερδίζει χρήματα και να τα επενδύει στο εργαστήριο του) και έκανε μερικές από τις σημαντικότερες εφευρέσεις: Το μικρόφωνο, τον φωνογράφο, την ηλεκτρική λυχνία, το μπετόν και τελειοποίησε το τηλέφωνο, τη μηχανή λήψης φωτογραφιών, την ηλεκτρική γεννήτρια.
Το 1882, σε ηλικία 35 χρονών, έθεσε σε λειτουργία το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρισμού (στην Νέα Υόρκη).
Δυόμιση χιλιάδες διπλώματα ευρεσιτεχνίας φέρουν το όνομα του -και έχουν και σημεία στίξης. Ας θυμηθούμε και την πιο γνωστή του φράση: «Η ιδιοφυία είναι 1% έμπνευση και 99% εφίδρωση».
Ένας άλλος «αμόρφωτος» ήταν ο Αβραάμ Λίνκολν (άραγε ο Ντάνιελ Ντέι Λούις ήταν καλός μαθητής;)
Ο Λίνκολν με την «emancipation proclamation» έδωσε την ελευθερία στους μέχρι τότε σκλάβους της Αμερικής. Γι’ αυτό και δολοφονήθηκε τρία χρόνια μετά.
Ο Άμπε ήταν γιος ξυλοκόπου και δεν πήγε ούτε ένα χρόνο δημοτικό σχολείο. Όμως ενώ εργαζόταν ως υποτακτικός σε κάποιον κτηματία εκμεταλλευόταν κάθε ελεύθερη στιγμή για να μάθει να διαβάζει (αυτός διάβαζε κυρίως εφημερίδες).
Σε ηλικία είκοσι έξι χρονών ξεκίνησε να μελετάει μόνος νομικά συγγράμματα και δύο χρόνια αργότερα κατάφερε να του δοθεί η άδεια για την άσκηση δικηγορίας.
Σε όλη του την πολιτική σταδιοδρομία οι αντίπαλοι του στόχευαν διαρκώς στη φτωχική του καταγωγή και την έλλειψη επίσημης μόρφωσης, αλλά ο Λίνκολν δεν αισθανόταν μειονεκτικά για αυτό.
Αφήνοντας τις εφευρέσεις και την πολιτική θα περάσουμε στο χώρο της λογοτεχνίας, όπου θα συναντήσουμε δύο «μεγάλους» που επίσης ήταν αυτοδίδακτοι.
Ο πρώτος είναι ένας από τους πιο αγαπητούς συγγραφείς, αφού ο «Τομ Σόγιερ» και ο «Χικλμπέρι Φιν», είναι μπεστ σέλλερ τα τελευταία 150 χρόνια.
Ο Μάρκ Τουέιν (αληθινό όνομα Σάμουελ Λάνχορν Κλέμενς) θα είχε χαρακτηριστεί υπερκινητικό παιδί και θα τον είχαν μπουκώσει στα φάρμακα αν είχε γεννηθεί στην εποχή μας. Η μητέρα του και η δασκάλα του πολύ πρόθυμα θα το είχαν κάνει, αφού όπως φαίνεται ο Σαμ ήταν αδύνατο να μείνει ακίνητος πάνω από ένα δευτερόλεπτο.
Έκανε λίγα μαθήματα, λίγες εβδομάδες σύνολο.
Δώδεκα χρονών –κι ενώ μόλις που είχε μάθει να διαβάζει- πέθανε ο πατέρας του και ο Κλέμενς αναγκάστηκε να εργαστεί. Έκανε ό,τι δουλειά μπορούσε να βρει ταξιδεύοντας στην Αμερική από άκρη σε άκρη. Δούλεψε σε ποταμόπλοιο απ’ όπου πήρε και το ψευδώνυμο του (Μάρκ Τουέιν= Σημείωσε δύο οργιές βάθος).
Δούλεψε σε τυπογραφείο και λίγο καιρό αργότερα ανέλαβε τη σύνταξη μιας μικρής αγροτικής εφημερίδας, με 50-100 αναγνώστες.
Ο Τουέιν ξεκίνησε να γράφει τα αγροτικά νέα με το χιούμορ που χαρακτήριζε τα βιβλία του. Έλεγε, για παράδειγμα, ότι ο καιρός ήταν κατάλληλος για να κλαδέψουν τα πατατόδεντρα.
Η εφημερίδα του είχε τεράστια επιτυχία και σύντομα ξεκίνησε να γράφει άρθρα και σε άλλες.
Έκανε ταξιδιωτικά ρεπορτάζ απ’ όλο τον κόσμο, -είχε περάσει και από την Ελλάδα- κι όταν εκδόθηκαν τα βιβλία του κατέκτησε παγκόσμια διασημότητα και αναγνώριση.
Σε ηλικία εξήντα επτά χρονών το υπερκινητικό παιδί με την ελλιπή μόρφωση έγινε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Μιζούρι, καθώς και σε εκείνο της Οξφόρδης.
Ένας άλλος «ελλιπής» που έγινε ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών ήταν ο Τσαρλς Ντίκενς.
Αυτός πήγε μέχρι τα έντεκα στο σχολείο, αλλά εκεί γνώρισε τη φρίκη, όπως την περιγράφει στον «Δαβίδ Κόπερφηλντ».
Γράφει για το δάσκαλο του, τον κύριο Κρίκ που μάλλον απολάμβανε τον ξυλοδαρμό των μαθητών:
«Αλήθεια, σκέφτομαι σήμερα όταν κοιτάζω πίσω μου, τι φοβερό ξεκίνημα για τη ζωή, να εξευτελίζεσαι και να σέρνεσαι από έναν τόσο ανίκανο και θρασύ άνθρωπο.»
Έντεκα χρονών ο Κάρολος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να προσέχει τα πέντε μικρότερα αδέλφια του και να εργάζεται σε μια βιοτεχνία βερνικιών, αφού οι γονείς του ήταν παρόντες-απόντες.
Λίγο καιρό μετά όλη η οικογένεια συνελήφθη και τους έκλεισαν σε φυλακή χρεωστών! (Σύντομα και στην Ελλάδα).
Μόνο ο Κάρολος κατάφερε να αποφύγει τη φυλακή και έμεινε σε ένα δωμάτιο μόνος έχοντας κληρονομήσει μοναχά μια κασέλα με βιβλία. Διάβαζε τον «Ροβινσόνα Κρούσο» και «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» και ονειρευόταν να γράψει κάτι ανάλογο.
Τελικά κατάφερε να γράψει πολύ καλύτερα από αυτούς.
Η πιο εντυπωσιακή περίπτωση αυτοπραγμάτωσης είναι πιθανότατα εκείνη του Τσάρλι Σπένσερ, ο οποίος ως Σαρλό έμελε να γίνει η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα του εικοστού αιώνα (μαζί με τον Αδόλφο Χίτλερ, με τον οποίο είχε μόλις τέσσερις μέρες διαφορά).
Ο Τσάρλι δεν πήγε ποτέ σχολείο. Μόνη του επιδίωξη στα παιδικά του χρόνια, όπως λέει ο ίδιος, ήταν: «Πως θα χορτάσω την πείνα μου».
Ζούσε στο Λονδίνο με τη μητέρα του και τον ετεροθαλή αδελφό του, σε απερίγραπτη φτώχια. Ο πατέρας του, ένας ηθοποιός που είχε γίνει αλκοολικός τους είχε εγκαταλείψει από νωρίς. (Τελευταία έγινε γνωστό ότι ο Τσάπλιν είχε τσιγγάνικη καταγωγή, αλλά αυτό δεν είναι επιβεβαιωμένο).
Πολύ νωρίς η μητέρα του, πρώην πιανίστα που εργαζόταν ως ράφτρα, κατέρρευσε ψυχοσωματικά και κλείστηκε στο φρενοκομείο, ενώ τα παιδιά πήραν τη θέση τους στο ορφανοτροφείο.
Γράφει ο γιος του Τσάπλιν:
«Τα παιδιά στο ορφανοτροφείο δεν είχαν ποτέ αρκετό φαγητό και ζεστά ρούχα. Για το αδίκημα τους, που δεν ήταν άλλο από τη φτώχια, τους μεταχειρίζονταν σαν εγκληματίες.»
Ο Τσάπλιν έμεινε αρκετό καιρό εκεί. Μεγαλώνοντας, και με τη μεσολάβηση του πατέρα του, πήρε τους πρώτους ρόλους, ως κομπάρσος, στο θέατρο. Μόλις κέρδισε κάποια χρήματα πήρε το δρόμο του για την Αμερική.
Εκεί, 21 χρονών, άρχισε να τον ανησυχεί η ελλιπής σχολική του μόρφωση.
«Ήθελα», έγραφε, «να ξέρω τόσα όσα και οι άλλοι, για να μπορώ να αμύνομαι ενάντια στην περιφρόνηση που δείχνει ο κόσμος στους αμόρφωτους και αδαείς.»
Το πρώτο βιβλίο που αγόρασε ήταν η αγγλική γραμματική και μετά ένα αγγλολατινικό λεξικό. Νομίζετε ότι τα απομνημόνευσε σε λίγες μέρες; Όχι, τα βιβλία έμειναν σε μια βαλίτσα έτσι όπως τα πήρε.
Το επόμενο βιβλίο που αγόρασε ήταν το «Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση», του Σοπενχάουερ. Αυτό το βιβλίο, λέει ο Τσάπλιν, το διάβαζε για σαράντα χρόνια, κάθε τόσο και πάλι από την αρχή, «χωρίς ποτέ να εμβαθύνει στο νόημα του».
Αυτό ήταν το σύνολο της μόρφωσης του ανθρώπου που άλλαξε τον κινηματογράφο κι έκανε τόσους ανθρώπους σε κάθε γωνιά του πλανήτη να γελάσουν και να κλάψουν.
Και θα τελειώσουμε τον κατάλογο των «αμόρφωτων» με έναν άνθρωπο που είχε αποφασίσει από οκτώ χρονών τι θέλει να κάνει –και μέχρι να το κάνει έμαθε και δεκάξι γλώσσες.
Ο Χάινριχ Σλήμαν, σε ηλικία οκτώ χρονών, είδε σ’ ένα περιοδικό μια αναπαράσταση από τη φλεγόμενη Τροία, και αποφάσισε ότι έπρεπε να την ανακαλύψει.
Ο πατέρας του προσπάθησε να τον πείσει ότι η Τροία ήταν μια μυθική πόλη -έτσι πίστευαν τότε. Το παιδί όμως είχε βάλει στόχο.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών, κι έχοντας μάθει πολύ λίγα «γράμματα» από τον πατέρα του, ο Σλήμαν αναγκάζεται να γίνει μαθητευόμενος σε έναν έμπορο.
Επειδή κατάλαβε ότι για να κάνει τις ανασκαφές θα χρειαζόταν πολλά λεφτά ο Χάινριχ βρήκε μια καινούρια δουλειά σε ένα καράβι, με το οποίο θα έφτανε ως την Αμερική, «τη χώρα των ευκαιριών».
Δυστυχώς το καράβι ναυάγησε στις ολλανδικές ακτές και ο Χάινριχ έμεινε στην Ολλανδία. Εκεί, και ενώ δούλευε ως κλητήρας σε εμπορική επιχείρηση, φάνηκε η γλωσσική του μεγαλοφυΐα.
Σε τρία χρόνια έμαθε να γράφει και να διαβάζει: Ολλανδικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά και πορτογαλικά.
Αργότερα βρέθηκε στην Πετρούπολη, όπου έμαθε ρωσικά και ξεκίνησε να εμπορεύεται ινδικά χρώματα, νίτρο, θειάφι κα.
Σε ηλικία 26 χρονών ήταν εκατομμυριούχος και ξεκίνησε για την Αμερική. Στη διάρκεια του ταξιδιού (έξι εβδομάδες) έμαθε πολωνικά και σουηδικά.
Κέρδισε πολλά ακόμα χρήματα κάνοντας εμπόριο χρυσού και μόλις είχε μαζέψει αρκετά ξεκίνησε για το παιδικό του όνειρο: Να ανακαλύψει το Ίλιον του Ομήρου.
Οι τελευταίες γλώσσες που έμαθε ήταν αραβικά και ελληνικά. Ταξίδεψε στην Ανατολή (Εγγύς, Μέση και Άπω) και τελικά εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα (όπου παντρεύτηκε και Ελληνίδα).
Στα 48 του χρόνια και βασιζόμενος κυρίως στην Ιλιάδα ξεκίνησε τις ανασκαφές στην Μικρά Ασία. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα βρήκε πράγματι την πόλη των ονείρων του (και μερικές ακόμα μετά).
Άλλοι αμόρφωτοι ήταν ο Σουηδός Άλφρεντ Νόμπελ, που εννιά χρονών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να πουλάει σπίρτα για να επιβιώσει, ο Σκωτσέζος Άντριου Κάρνετζυ, που ως παιδί δούλευε σε υφαντουργεία και ως θερμαστής, και ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν που πήγε για ενάμιση χρόνο σε σχολείο.
(Οι ιστορίες των αμόρφωτων προέρχονται από το βιβλίο του Γκέρχαρντ Πράουζε:
«Οι μεγάλοι στο σχολείο – θρύλος και αλήθεια για την επιτυχία στη ζωή»
Τίτλος πρωτότυπου: «Genies in der schule». Εκδόσεις Νότος ΕΠΕ 1977)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου