Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

ΟΝΕΙΡΟΠΑΡΜΕΝΟΙ

Ένα διήγημα του αείμνηστου συγχωριανού μας 
Θέμη Τριφύλιου 
(Γεωργίου Καλογερόπουλου)

Κοίταζε μακριά…
Η θάλασσα, αναταραγμένη σύγκορμη απὸ τα βάθη της. Κομματιασμένη σ’ αφρούς, τυλιγμένη απὸ τὴν καταχνιά που σερνόταν απάνω της. Χαλάζια – καρύδια μπήγονταν σαν άσπρες σφαίρες στο τεντωμένο κορμί της και αστραπόβροντα σκέπαζαν το βούισμά της … Ένα καράβι ολάρμενο στο βάθος, δερνόταν με τα μαυρα κύματα και πάλευε να τα νικήσει …
Έλεγε με το νου του: «Αν βάλει πλώρη για το κοντινό νησί μας, μπορεί να γλυτώσει, και τότε κάτι καινούργιο θα μας φέρει. Θα ‘ναι κάποιο μεγάλο νέο από μακρινούς κόσμους, θα ‘ναι … Μπορεί να ‘ναι κάποιος ξεχωριστός άνθρωπος άνθρωπος μιας πολιτισμένης χώρας. Λίγο το ‘χεις ν’ αράξει, έστω και για ώρες μόνο, τέτοιος άνθρωπος σε τούτο το παραδρομισμένο από τον κόσμο ξερονήσι; …».
Έτσι σκεφτόταν κάθε φορά που η φουρτούνα της θάλασσας εισόρμαγε πικράρμυρη στη βουερή σπηλιά των άσαρκων στηθιών του και τα ‘δερνε, σαν όπως τα ολάρμενα καΐκια που ‘σπρωχνε δώθε στα μαυροκόκκινα βράχια. Και περίμενε ….....

Χρόνια και καιρούς περίμενε, να ‘ρθει να πιάσει σε τούτο τ’ απολησμονημένο λιμάνι το καράβι των ονείρων του. Μια φρεγάδα ολόασπρη σαν κύκνος. Στην πλώρη της θα πρόβελνε πανόμορφη η … ω, ας μην την μελετάει από τώρα, πώς θα ‘ταν η καλή του, γιατί το αστρατοφανέρωμά της είναι για κείνη τη μεγάλη ώρα και για όσους το χαρούν με τα ίδια τους τα μάτια. Και θα ‘ρθει σίγουρα, έστω κι’ αν ειν’ ανάγκη από τη μοίρα να θρυμματιστεί κάποια μέρα σαν ετούτη πάνω στο βράχο της Γοργόνας, το ξένοιαστο καράβι της, που θα περνάει τυχαία από τη θάλασσά τους.

Θα βουτήξει τότε από την κορφή του βράχου, και μέσα από τα συντρίμμια κι’ αφρούς, θα την τραβήξει από το ρούφηγμα του φιδοπλόκαμου βυθού και θα την κρατήσει στα δυνατά του χέρια, πάνω από τα μανιασμένα κύματα. Κι’ όντας εκείνη θα ανοίξει τα μάτια να του χαμογελάσει:

- Θα ‘στράψει ο γιαλός κι ούλο το περιγιάλι …ψιθύριζε συνεπαρμένος.

Του είπανε οι παλιοί – οι γερόντοι και οι γερόντισσες:

« Μην ονειροπαίρνεσαι, μονάκριβέ μας. Εδώ δεν έρχεται να αράξει καράβι. Το λιμάνι μας είναι κρυμμένο στους βράχους και το στόμιό του, όλο παρακλάδια, τόσο δα στενό, και δεν το βλέπουν τα πλεούμενα. Μα κι’ όσοι από τους ναυτικούς το ξέρουν δεν το πιάνουν. Και στο αγνάντεμά του μόνο από μακριά σταυροκοπιούνται κι’ αλλάζουν δρόμο. Και ξέρεις γιατί;… Άκου να μάθεις: Στα παλιά τα χρόνια σαν οι κουρσάροι έχασαν τις θάλασσές τους, όσοι από δαύτους γλύτωσαν, ήρθαν και κατάμειναν σε τούτο το έρημο ξερονήσι. Καθώς όμως η τεμπελιά και το κούρσεμα ήταν στο αίμα τους, τα φυσικά τους δεν μπόραγαν να μερέψουν. Δίψαγαν την αρπαγή, και σοφίστηκαν, άκου να ιδείς … Τις άγριες νύχτες , σαν την αποψινή, που η θάλασσα όρμαγε να σπαράξει τη γη και ξέσκιζε από λύσσα το ίδιο της το κορμί, ανέβαζαν ψηλά στο μεγάλο βράχο δυο βόϊδα και τα ‘δεναν κοντά – κοντά, και στα κέρατα τους κρέμαγαν από ένα φανάρι αναμμένο. Καθώς τα βόδια έσερναν τα κεφάλια κι έτρωγαν το σωρεμένο μπροστά τους χορτάρι, τα φανάρια σαλευόνταν. Τα ‘βλεπαν από τα καράβια οι καπετάνιοι και ξεγελιόνταν: « Κι άλλο καράβι αρμενίζει, έλεγαν. Πάμε κοντά στον δρόμο του για σιγουριά». Κι έβαναν πλώρη για το βράχο της Γοργόνας. Έπεφταν πάνω του και συντριμμιαζόνταν. Οι κουρσάροι, ξεπετιόνταν από τις σπηλιές σαν δαιμόνοι, έπνιγαν τους ναυαγισμένους, που χαροπάλευαν με τη θάλασσα, και κούρσεβαν το καράβι. Τα συντρίμμια και τ’ ανθρώπινα κορμιά τα ‘θαβαν στην άμμο … Μην καρτεράς, λοιπόν, ν’ αράξει τ’ ονειρεμένο καράβι. Ο τόπος μας είναι καταραμένος …» .

Το αίμα κύλησε όμοιο με λειωμένο θειάφι στις φλέβες του σαν άκουσε την ιστορία, μα τα μάτια του φώτιζαν στο διάφανο πρόσωπό του πιο δυνατή την αλλόκοτη πίστη. Κάποια μακρινή φωνή από τα βάθη της καρδιάς του μήναγε, χρόνια τώρα, να προσμένει και πήρε ξανά τον αγαπημένο δρόμο του της μοναξιάς, να τηνέ ρωτήσει απόμονα.
Ήταν ώρα μεσημεριού του καλοκαιριού. Περπατούσε μέσα στο δάσος των μεγαλόκορμων ελιών, στο μονοπάτι που έφερνε στην πίσω μεριά του μεγάλου βράχου. Σαν βγήκε στο αγνάντεμα, σήκωσε από τη γη τα συλλογισμένα μάτια. Το όραμα της θάλασσας, σαν πρωτοφανέρωτο: Ήταν γαλάζια σαν πάντοτε και την τρεμόπαιζαν τα ίδια φρεσκαδερά μαϊστράλια. Μα είχε κάτι άλλο, που σαν να το ‘χε κάποτε γνωρίσει , κάνε στο ξύπνιο, κάνε στον ύπνο του, και να το ξέχασε την ίδια ώρα: Φως … Φως που μίλαγε, γελούσε κι έπαιζε, μα που δεν το ‘στελνε ο ήλιος από ψηλά, παρά το γένναγε η ίδια η θάλασσα από κάπου εκεί πίσω στο βράχο. Κι όλος ο κόσμος, όσον έπαιρνε η παράξενη ματιά του, σκιρτούσε χαρούμενος για τούτο το θάμα. Το φτεροπέρασμα του αγέρα που δρόσιζε το αναμμένο πρόσωπό του, και το ψιθύρισμα των πράσινων κορφών των δέντρων μαζί με το μουρμουριστό βόμβισμα των εντόμων και τον ανάλαφρο ρόχθο των νεροσπηλιών κάτω στα βράχια, γινόταν μαγεμένη μουσική στ’ αυτιά του. Ποια αρχαία νηρηΐδα λουζόταν τάχα πίσω από το βράχο; … «Έλα, του ψιθύριζε σαγηνευτικά η θάλασσα. Έλα κοντά μου … Κρύβω για σένα κάποιο μεγάλο μυστικό …» .
Και ρίχτηκε στον κατήφορο.

Ένα πουπουλένιο σύννεφο κάτω από τα πόδια του, τον σήκωσε ψηλότερ’ από τη γη. Ούτε αγκάθια, ούτε φίδια, ούτε και τα ξαφνιασμένα βλέμματα των ξωμάχων, σκόνταβαν τα πηδήματά του. Σαν έφτασε στη θαλασσόδαρτη μεριά του κουφαλιασμένου βράχου, κει όπου κρεμόταν πάνω από το νερένιο βάθος, τον αγκάλιασε ανασκελωμένος και τον πέρασε ξεσκίζοντας απάνω του χέρια και πρόσωπο. Πήδησε από τα ύψη. Το μαλακό στρώμα των στιβαδιασμένων φυκιών τον δέχτηκε απαλά στο βούλιαγμά του κ’ ύστερα τον τίναξε ψηλά. Βήμα προς βήμα ευφράνθηκε κάτω από τα γυμνά του πόδια το αβρολικνιζόμενο πέρασμά του και κατέβηκε στο στεφάνι της σπυρωτής αμμουδιάς. Το ένα πέλμα του χωνόταν στην καφτή άμμο, το άλλο, κεί που το αργόρρυθμο κύμα σβενόταν. Το μισό κορμί του ανετρίχιαζε ηδονικά από το γαργάλισμα του βρεγμένου άμμου, που σιγογκρεμιζόταν κάτω από τη φτέρνα του παρασυρμένος από το παιχνιδιάρικο κύμα, και τ’ άλλο μισό, από τη λαύρα του φρυγμένου. Τα ρουθούνια του ρούφαγαν με πάθος την αψάδα της αρμύρας και το ναρκωτικό αιθέρα του ιώδιου …

Παράξενα πράματα που εύρισκε σε τούτο το απάτητο ακρογιάλι! Μια γοργόνα από πλώρη καραβιού σκαλισμένη σε ξύλο από κέδρο … Ένα γιαπωνέζικο ψαροκάλαμο … Και κάτι σπουδαιότερο: μια θήκη χάλκινη που ’χε μέσα κοντόπαχο τετράδιο ντυμένο με μαύρο δέρμα, γραμμένο απέξω με χρυσά γράμματα που έλεγαν: «Το βιβλίο του μάγου». Μέσα όμως, αντι για γράμματα, είχε ζωγραφισμένες παράξενες σειρές από ανθρώπους, ολάκερους ή κάποιο μέλος τους τους, ζώα, πουλιά, ψάρια, σχήματα και τέτοια. Κρίμα που δε μπορούσε να διαβάσει τη σοφία του ναυαγισμένου μάγου …
Είχε φτάσει στη σπηλιά της Γοργόνας. Καθώς σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο, αναθροΐστηκε. Μια μελιχρή ανταύγεια, σαν από κρυμμένο θησαυρό ρουμπινιών και ζαφειριών, περιχυνόταν στους μυριόσχημους σταλαχτίτες του θόλου της και κάτω στο πρασινογάλαζο αυλάκι, που προχωρούσε από το στόμιο και χανόταν μέσα σε πολύστροφους δαίδαλους. Το μαγικό φως, που έκανε τη σπηλιά να φαντάζει σαν άντρο νηρηΐδας, αναδινόταν μέσ’ από τα ξέβαθα νερά της μπούκας, σαν θύσανος, από μακριές αχτίνες.
Βούτηξε τα χέρια στο νερό, σε κείνο το φωσφόρισμα, κι έβγαλε έξω ένα μεγάλο όστρακο, σαν αχιβάδα, όμοιο στη ράχη του μ’ ανοιχτή βεντάλια. Στο κοίλο του, κάτι το αφάνταστο: η ζωγραφιά μιας γυναίκας. Μαύρα τα μάτια, κερασένια τα χείλη, ρόδινο το πρόσωπο, και τα μαλλιά, πυροκόκκινα στο αλαβάστρινο φόντο. Ένα περιδέραιο από μαργαριτάρια κατέβαινε από το λαιμό. Οι πάγκαλοι ώμοι γυμνοί ως τα στήθη …
Τα μάτια της χτυπήθηκαν λαχταρίζοντας με τα δικά του, σαν πιότερο από αληθινά, σαν αγαπημένα από τον παλιό καιρό κάποιου μακρινού αιώνα. Θείο τραγούδι το μίλημά τους.
- Κόρη του μάγου! … ψέλλισε.

Την έκρυψε κατάσαρκα στον κόρφο του.
Από τότε ακούει τον κελαηδημό της φωνής της στην καρδιά και στα συνεπαρμέν’ αυτιά του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού κατεβαίνει στα κοιμισμένα σπήλια των βράχων, ξαπλώνει στα χαλίκια, βγάζει τη ζωγραφιά από τον κόρφο και της μιλάει: « Σ’ έπλαθα στα όνειρά μου μια ζωή ολόκληρη και τώρα που μήνυσες πως έρχεσαι στ’ αλήθεια, πάω ν’ αλαλιάσω, γιατί ξεπερνάει και το πιο τρανό ψέμα της φαντασίας. Θ’ ανεβώ στην κορυφή του βράχου κι από εκεί, σαν ανεβασμένος στα σύννεφα, θα διαλαλήσω πως το μικρό μας το νησί είναι το ωραιότερο του κόσμου …».
Είπε στους γερόντους και στις γερόντισσες:
- Ε, σεις καλοί μου άνθρωποι … Αν ιδείτε κάτω στη θάλασσα μια ξανθιά νεράιδα να’ χει το χέρι αντήλιο και να τηράει πέρα για πέρα την ακρογιαλιά, μη σκανταληστείτε, πως θα’ ναι φάντασμα του μεσημεριού. Θα’ ναι η καλή μου … Σφυρίχτε μου τρεις βολές να ‘ρθω να την φέρω κοντά σας …

- Καλά! του απάντησαν εκείνοι και κούνησαν συμπονετικά τα κεφάλια.

Και όμως, να! … Εν απομεσήμερο, που στη θάλασσα σαλευόνταν πλατιές, αστραφτερές λάμες, τα κύματα, κάποιο αλλοιώτικο, αρχαϊκό πλεούμενο περνάει απάνω τους: Ένα παλιωμένο κιτρινόλευκο πανί κολπωμένο από τον αγέρα, όμοιο στο σχήμα με αχιβάδα, στηριγμένο στο κοντό κατάρτι μιας τετράγωνης σχεδίας από ολόϊσιους κορμούς δέντρων, που φέρνει απάνω της μια μικρή χορταρένια καλύβα. Στην πρύμνη, μια γυναίκα με κόκκινα μαλλιά χυμένα στους ώμους, μισόγυμνη – ένα κομμάτι πανί ζωσμένο στη μέση τη μισοσκεπάζει – κρατεί το χέρι αντήλιο και τηράει τη στεργιά.
- Η νεράϊδα του ονειροπαρμένου! Λένε απινογιασμένες οι γερόντισσες κι ανατριχιάζουν.
-Οι γερόντοι κοιτάζονται στοχαστικά, κι’ ύστερα σφυράνε τρείς βολές.
- Έρχομαι! … ακούγεται από ψηλά τον ελαιώνα η φωνή του ονειροπαρμένου, που βγήκε στο αγνάντεμα.
Με την πρώτη ματιά είδε. Κόβει έναν λάγγο και πηδάει εφτά οργιές, κι ύστερα, φτερά στα πόδια του, καθώς χύνεται μέσα στα περιβόλια και στ’ αρμυρίκια. Φτάνει στο πλάτωμα του τροχηλιού, κει που σκάει στα βράχια το κύμα και τρέχει στο λιμανάκι της Γοργόνας που πάει η σχεδία ν’ αράξει. Κοντά στο άνοιγμα της σπηλιάς στέκεται. Ανοίγει δειλά τα χέρια να την καρτερέσει. Σταλαματιά αίμα δεν περνάει στο πρόσωπό του κ’ η αναπνοή του είναι κομμένη. Τα μάτια του κοιτάνε συνεπαρμένα.
Η σχεδία έρχεται ολόϊσα, ρίχνοντας τον ίσκιο του πανιού της πάνω στην στραφταλιστή θάλασσα. Ορθή στην πρύμνη η νεράϊδα, στέκει μαρμαρωμένη. Τα μάτια της όμως τον κοιτάζουν ασάλευτα, γεμάτα από τη μοίρα που την έφερε αντίκρυ του.
- Μην είσαι κείνος που βρήκε τη ζωγραφιά μου; τον ρωτάει.
- Στον κόρφο μου την έχω φυλαγμένη, απαντάει εκείνος.
Η ώρα είναι ξωτική, κι’ ούτε στα παραμύθια δεν απαντιέται δεν περιγράφεται. Της άνοιξε την αγκαλιά και κείνη άπλωσε τα χέρια, ωριμασμένη πλέρια για την αγάπη του.
- Έλα, αγαπημένη!
- Να ‘μαι, ακριβέ μου!

Τα μαλλιά της στους ώμους του, η καρδιά της πλάϊ στη δική του κι’ η αναπνοή τους, κοντά κοντά, γινόταν ζεστή άχνα.
Κοιτάζονταν βαθιά, σαν από αιώνες γνώριμοι, και τα χείλη τους έτρεμαν να μιλήσουν.
- Είν’ αλήθεια, αγαπημένε μου;
- Είν’ αλήθεια, ακριβή μου.
- Μ’ έχεις ονειρευτεί;
- Σε γνωρίζω από την πρώτη άνοιξη της ψυχής μου.
- Τότε σε πρωτονειρεύτηκα και γώ.
- Είδα τη μορφή σου στις καθάριες λίμνες των σπηλιών.

- Άκουγα τη βροντερή φωνή σου μέσα στην αντάρα της φουρτουνιασμένης θάλασσας, να μου δίνει κουράγιο.
- Το άρωμα των μαλλιών σου ανάσαινα στις ώρες της μοναξιάς μου.
- Την προσταγή σου άκουγα στ’ αυτιά μου και φοβόμουνα μη την παρακούσω.
- Στα μάτια σου τραγουδάν πουλιά.
- Η ζάρα του μετώπου σου είναι σοφή.
- Όταν τα κοιτάζω βυθίζομαι στη γαλήνη της αιωνιότητας.  Το βλέμμα σου με λιώνει και τότε νιώθω πως υπάρχω.
- Τίνος είσαι κόρη, καλή μου;
- Του Θεού … Ο πατέρας μου στη γη ήταν ένας περιπλανώμενος μάγος.
- Βρήκα το σοφό βιβλίο του που μιλάει για μαγεία …
- Βρήκες εμένα καλέ μου. Μην το ξεχνάς.
- Ω, ναι … Πάμε!
- Πού;
- Να γιορτάσουμε.
- Είναι γιορτή, λοιπόν;
- Κάτι παραπάνω … Η ολόχαρη γιορτή μας.
- Φοβάμαι!
- Τι φοβάσαι τώρα πιά;
- Μήπως είναι πολλή τόση ευτυχία για δυο μικρές ζωές.
Της σφράγισε τα χείλη που είπαν τον αμφίβολο λόγο.
- Καλύτερα, να ξεχειλίσει …

Μπήκαν στη σπηλιά. Ο ρόχθος του κυμάτου της έμοιαζε σούρσιμο πάνω σε καρέλια σιδερένιας καστρόπορτας. Έμοιαζε και με τρούχισμα πελώριας ατσαλένιας λάμας πάνω στους βράχους που την κρατούσε το χέρι Αρχάγγελου. Φοβέριζε όποιον θα τόλμαγε να πλησιάσει. « Κανένας βέβηλος μην τους ταράξει. Είναι οι διαλεχτοί … Ο Ακριβός και η Πολυαγαπώ. Είχαν χάσει ο ένας τον άλλο από τον καιρό που τους οδήγησα έξω από τον Παράδεισο. Αφήστε τους να τον ξαναβρούν … » .
Κοίταζαν οι γερόντοι από ψηλά κι’ έσφιγγαν τα χείλη.
- Θα τον βρουν άραγες το δρόμο της Παράδεισος;
- Χμ! … κάνανε πιο σίγουρες οι δίγνωμες γερόντισσες.
Αν είναι, μαθές να βρεθεί ο δρόμος της Παράδεισος, ποιοι άλλοι εξόν ετούτοι, θα τον βρούνε; …

Και αναστενάζανε βαριά.
Αντιγραφή από το βιβλίο 
διηγημάτων του συγγραφέα,
"Η Λαβωμένη Πέρδικα"
 Αθήνα 1980

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου