εκ Κυπαρισσίας
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΕΙΣ ΑΜΠΕΛΟΦΥΤΟΝ
ΣΥΝΕΡΡΕΥΣΑΝ 2.000 ΠΕΡΙΠΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΑΙ
ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ, (Αντ/σις). – Αι περιοχαί των Γαργαλιάνων και της Χώρας έζησαν κατ’ αυτάς μίαν εφιαλτικήνημέραν της κομμουνιστικής κατοχής. Συγκεκριμένως, την Κυριακήν 19 Ιουλίου, περί τας 2.000 κομμουνιστών, με επικεφαλής τους γνωστούς καπεταναίους του ΕΛΑΣ κατά την κατοχήν, συνεκεντρώθησαν εκεί δια το μνημόσυνον του αντ/ρχου Σφακιανάκη Ηλία, Διοικητού του ΙΙΙ συντάγματος του ΕΛΑΣ, όστιςεφονεύθη μαζί με 16 άλλους αντάρτας την 19 / 7 / 1944 εις μάχηνσυναφθείσαν, παρά την θέσιν «Μανούσου – Γεφύρι», μετά Γερμανών. Μετά το θρησκευτικόνμνημόσυνον, το οποίον ετελέσθη εις τον Ιερόν Ναόν του χωρίου Αμπελόφυτου, οι συγκεντρωθέντες μετέβησαν πεζή εις την τοποθεσίαν της μάχης, όπου κατέθεσαν στεφάνους, επηκολούθησαν δε και ομιλίαι. Μεταξύ άλλων ωμίλησαν ο Ι. Μιχαλόπουλος, τέως δημοδιδάσκαλος και καπετάνιος του ΕΛΑΣ κατά την κατοχήν υπό το ψευδώνυμον «Ωρίων», ο Δημ. Καλδής και Δημ. Δούμουρας, υποψήφιοι βουλευταί της Ε.Δ.Α.κ. ἄ. Σημειωτέον ότι μεταξύ των καπεταναίων ευρίσκετο και ο γνωστός εις την περιοχήν Ναπολέων Παπαγιαννόπουλος. Οι συγκεντρωθέντες έψαλλον κομουνιστικά άσματα, προκαλέσαντες τον τρόμον, αλλά και την οργήν των εθνικοφρόνων πολιτών της περιοχής. Επί τόπου είχε μεταβή ο Νομάρχης Μεσσηνίας κ. Μανουσόπουλος, ο ανώτερος Διοικητής Χωρ/κής Πελοποννήσου συν/ρχης κ. Δημητριάδης, ο Διοικητής Χωρ/κής Τριφυλίας, ο εισαγγελεύς Κυπαρισσίας και ισχυρά δύναμις Χωρ/κής Τριφυλίας, προς πρόληψιν ενδεχομένων επεισοδίων, δεδομένου ότι οι εθνικόφρονες της περιοχής είχον κυκλοφορήσει πρό ημερών προκηρύξεις, διά των οποίων εξεδήλουν την αντίθεσίν των προς το μνημόσυνον. Ουδέν πάντως επεισόδιονεσημειώθη. Και τούτο χάρις εις την ψυχραιμίαντων πολιτών και των οργάνων της τάξεως. Οι συγκεντρωθέντες απεχώρησαν άλλοι προς Καλαμάταν και άλλοι προς την Κυπαρισσίαν ψάλλοντες καθ’ οδόν άσματα, ως «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα»!
Χωρίς φόβο και πάθος
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ;
Λένε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται! Εάν, πράγματι, αληθεύη τούτη η γνώμη, αλλοίμονο! Στις 19 Ιουλίου στην περιοχή της χώρας Τριφυλίας έγινε ένα (δήθεν) μνημόσυνο, όπου μαζεύτηκαν δυο χιλιάδες κομμουνιστές … Τελευταία, τα μνημόσυνα αυτά γίνονται σ’ όλη τη χώρα και μοιάζουν νἄχουνκάποια σημασία, γιατί αποτελούν τακτική και μορφή προπαγάνδας του καμουφλαρισμένου και πανταχού ορώντος σκληρού πυρήνος του Κ. Κ. Ε. … Αλλοίμονον, εάν η ιστορία επαναληφθή! Στο κομμουνιστικό μνημόσυνο της Τριφυλίας, που αναστάτωσε κυριολεκτικά τους μνήμην έχοντας, παρευρέθησαν γνωστοί καπεταναίοι του Ε. Λ. Α. Σ., οι οποίοι έδρασαν στην ίδια περιοχή … Και μη σας φαίνεται μακρινό το παρελθόν! Το Τραγούδι «ΕΛΑΣ ΕΛΑΣ εμπρός για την Ελλάδα» μπερδεύει το χθές – τι φρίκη –με το αύριο!
Πιο κάτω δίνουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Δεκεμβριανή Επανάσταση» του συμπατριώτου μας ιστορικού συγγραφέως ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΑΝΤΖΗ. Αναφέρεται στη δράση των καπεταναίων τοῦ Ε. Λ. Α. Σ. στην περιοχή Τριφυλίας, στο Μελιγαλά και στην Καλαμάτα. Σε παρόμοιες στιγμές πρέπει κανείς να θυμάται:
Ο πόλεμος έδειχνε πως έφτανε στο τέρμα του. Η ρωμαλέα προέλαση των Ρώσων στα Βαλκάνια ανάγκασε τους Γερμανούς να σκεφτούν το άδειασμα της Ελλάδας.
Λίγο ακόμα και μπορούσαν να αποκοπούν, και να μείνουν τότε απομονωμένοι στην Ελληνική γη.
Το Γερμανικό στρατηγείο έβλεπε τώρα με ρεαλισμό τα πράγματα. Οι Άγγλοαμερικανοίείχαν δαμάσει το Γερμανικόστρατό της Γαλλίας. Αλλά δεν ήταν αυτό μονάχα
Έκαναν και νέα απόβαση στη Νότιο Γαλλία. Ο Γερμανικός στρατός βάλλονταν από παντού. Τι τάχα έπρεπε να κάνουν τα απομακρυσμένα Γερμανικά στρατεύματα;
Να συμπτυχθούν. Το μέτρο αυτό άρχισε από το Μωριά. Κι ο Πύργος και η Πύλος και η Καλαμάτα, οι Γαργαλιάνοι και του Μελιγαλάλυτρώθηκαν,χάρις στην συμμαχική πίεση, από τους βαρβάρους.
Δεν πρόλαβαν όμως να πανηγυρίσουν. Εκεί ήταν τα τάγματα, τα οποία είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με τον Ε. Λ. Α. Σ. … Και οι Γερμανοί θα ρωτήσουν πολλούς: Δεν είχε ο περίφημος Ε. Λ. Α. Σ. λογαριασμούς με τους πραγματικούς και σκληρούς τυράννους της πατρίδος του;
Και βέβαια. Μα ο Λαϊκός αυτός στρατός δεν είχε συγκροτηθεί για το αποκλειστικό ξεκαθάρισματωνΓερμανο – ελληνικών λογαριασμών. Είχε συγκροτηθεί για το ξεκαθάρισμα των Ελληνο – ελληνικών λογαριασμών, για το πραγματικό ξέσπασμα της επανάστασης, για το αλληλοφάγωμα και για το σκοτάδι.
Έτσι, αντί να αναλάβουνόλες οι Μεραρχίες του Λαϊκού αυτού στρατού στην Ήπειρο και χτυπήσουν τους Γερμανούς, όταν θα άφηναν τα εδάφη μας, μαζεύτηκαν στο Μωρηά.
Η ιστορία, κατά τραγική μοίρα, επαναλαμβάνεται. Στην επανάσταση του 1821, Ρουμελιώτες και Θεσσαλοί πέσανε πάνω στο Μωρηά και τον σακάτεψαν με τα σπαθιά τους και με τα καρυοφύλλια τους.
Και τότε αφορμή ήταν ο καταραμένος εμφύλιος πόλεμος. Ο Γιώργης Καραϊσκάκης πούλησε στο παζάρι τις φούστες και τα βρακιά της Ζαΐμενας. Όχι τόσο βέβαια για το χρήμα, όσο για την ταπείνωση.
Ρουμελιώτης και ο σημερινός αρχηγός. Ο Άρης Βελουχιώτης. Ο Νέρωνας, για να ευφρανθεί, πυρπόλησε κάποτε τη Ρώμη.
Τούτος τώρα για ν’αγαλλιάση, πυρπόλησε ολόκληρη την πατρίδα του. Ο Μωρηάς του κάθονταν στο στομάχι. Ήταν η εστία της μαύρης αντίδρασης. Έπρεπε να εξοντωθεί. Έπρεπε να πυρποληθεί και να γίνει τέφρα.
Δεν ήτανε μονάχα αυτός ο λόγος. Τα συμφέροντα του κόμματος έλεγαν πως η κάθε πόλη, το κάθε χωριό και η κάθε ράχη, μόλις γλύτωναν από τους Γερμανούς, έπρεπε να πέσουν στα χέρια των Ελασιτών.
Έτσι, σιγά – σιγά, με το πρόσχημα της απελευθέρωσης και της τάξης, θα κυριεύονταν ολόκληρη η Ελλάδα ακόπιαστα.
Ο χαρακτηρισμός των ταγμάτων ως ομάδων εχθρικών, τους έδινε την ευκαιρία της άμεσης και κεραυνοβόλου δράσης.
Μ’ αυτές τις σκέψεις και μ’ αυτές τις δικαιολογίες γίνανε οι σφαγές του Πύργου και της Καλαμάτας, του Μελιγαλά και των Γαργαλιάνων, που είναι κηλίδες τεράστιες στον απελευθερωτικό αγώνα.
Ολόκληρες πολιτείες παραδόθηκαν στις φλόγες και στη σφαγή. Και η πιο οργιαστική φαντασία δεν μπορεί να συλλάβη το φριχτό δράμα τον ημερών αυτών.
Δικηγόροι και γιατροί, καθηγητές και δάσκαλοι, αγρότες και αξιωματικοί στρατιώτες και επαγγελματίες, κανείς μα κανείς δεν βρήκε έλεος από τις ορδές του Άρη Βελουχιάτη.
Ο στίχος του δημοτικού τραγουδιού:
«Αρνήθη η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα», αλήθεψε εδώ πλήρως.
Νέος των Γαργαλιάνων, λαβωμένος βαριά από τους Ελασίτες σύρθηκε ως το σπίτι του, για να δεχτεί εκεί τις περιποιήσεις της μάννας του· να τους δέσει τις πληγές και να του κλείσει τα μάτια. Κι εκεί όμως τον ανακάλυψαν οι Ελασίτες. Μπήκανε αγριεμένοι μέσα στο σπίτι με ματωμένα τα χέρια και τα σπαθιά.
Την ώρα εκείνη η μάννα έδενε τις πληγές του παιδιού της.
Γιος σου είναι της λένε μερικοί κι όρμησαν κατά πάνω της για να την κομματιάσουν.
Γιος σου είναι, της ξαναλένε, αυτός ο άτιμος; και κράδασαν τα χατζάρια τους.
Όχι! Τους κράζει αυτή για να γλυτώσει. Δεν είναι γιός μου. Και παρακολούθησε με λυγμούς το κομμάτιασμα του παιδιού της.
Τραγικό θάνατο βρήκε και η χήρα του Γιάννη Μπαντουβά. Είχαν στο βουνό σκοτώσει τον άντρα της. Τώρα έπρεπε να την κάψουν κι αυτή. Έτσι όπως ήταν, την έριξαν μέσα στις φλόγες του καιομένου σπιτιού τηςκι εκάηκε ζωντανή η άμοιρη, μια κι έτυχε να είναι αδελφή του Σταύρου Δημητρακόπουλου, αξιωματικού των ταγμάτων.
Εκεί, στα μαρμάρινα πεζοδρόμια των Γαργαλιάνων, έσφαξαν όλα τα βλαστάρια της κομψής αυτής και πολιτισμένης Τριφυλιακής πολιτείας, που είναι το καύχημα του δημοτικού τραγουδιού. Κι αυτούς ακόμα τους τραυματίες που νοσηλεύονταν μέσα στο νοσοκομείο τούς έσφαξαν σαν τραγιά. Ο τραυματίας Τζώρτζηςαπό την Κυπαρισσία παρακάλαγε τον αδελφό του να τον σκοτώσει για να γλυτώσει από το μαρτύριο. Έτσι σκληρά και απάνθρωπα έσφαξαν στις 4 Οκτωβρίου του 1944 στη Βέργα της Τριφυλίας το Γιώργη Πετρόπουλο, γιο του Παπαθανάσηαπ’τηνΑρκαδιά, τον Αντώνη Δημητρακόπουλο, το Γρηγορόπουλο, το δασικό Δημήτρη Ζώγα, τους γιατρούς Πυλιάτη και Χρυσανθόπουλο, το Διακομόπουλο, τον Κρανιδιώτη, το Γιωργόπουλο, το Γιαννακούρα και άλλους.Των παραπάνω πολιτών η εκτέλεση έχει όλα τα στοιχεία της δολοφονίας. Τους πιάσαν τη μέρα τη μάχης των Γαργαλιάνων και τους κράτησαν 6 μέρες στο Γυμνάσιο. Άγγλος αξιωματικός ζήτησε από την πολιτική επιτροπή του ΚΚΕ Γαργαλιάνων να μην εκτελεσθούν, αλλά να παραδοθούν στην Κυβέρνηση. Η επιτροπή Γαργαλιάνων υπεσχέθη ότι δεν θα τους εκτελούσε αλλά θα τους μετέφερε στην Καλαμάτα. Ενώ όμως έδωκαν αυτή την υπόσχεση κι έστειλαν δήθεν στη Καλαμάτα τους αιχμαλώτους, στη Βέργα έγινε η φριχτή δολοφονία. Το θανάτωμα γίνηκε μέσα σε μια ρεματιά. Τους έγδυσαν και μετά άρχισαν το απαίσιο έργο της σφαγής. Ύστερα μάζεψαν τα ρούχα, τα διάφορα δημοφιλή τους, τους έβγαλαν τα χρυσά δόντια τους και κατόπι σαν καλοί χασάπηδες πήγαν στο Κορυφάσιο κι άρχισαν το γλέντι δείχνοντας επιδειχτικά τα λάφηρα της μαύρης σφαγής.
Σεβαστή δέσποινα των Γαργαλιάνων, που δεν μπορεί κανένας ν’ αμφισβητήσει την ειλικρίνειά της, η Σοφία Αλεξοπούλου, μου είπε τούτα τα λόγια όταν ήρθε στην Αθήνα:
Πότε τα σκυλιά φέρναν στις πόρτες μας σπάλες ανθρώπινες ολόκληρες, και πότε σηκοταριές … Α παιδί μου! Τι ήτανε αυτό που είδαμε!
Τον ίδιο τραγικό θάνατο βρήκε κι ο γιατρός Βασίλης Κακίσης, τον ίδιον κι ο Αντωνόπουλος, τον ίδιο θάνατο βρήκαν στουΜελιγαλάκαι οι γιατροί Παπαδόπουλος και Τζουμάνης. Τον Παπαδόπουλο τον έσουραν γυμνό και ξυπόλυτον.
Παιδιά, τους λέει. Εγώ το ψωμί μου τὄφαγα. Κομμάτια να γίνει. Μη μου σκοτώνετε τα παιδιά και μη χαλάτε το μικρό γιατρό (τον Τζουμάνη) που είναι απαραίτητος στον τόπο.
Τα παιδιά (οι Ελασίτες) δεν τον άκουσαν. Τον κομμάτιασαν κι αυτόν κι ας τους είχε τόσες φορές γιάνι απ’ τις αρρώστιες. Κομμάτιασαν και τονΤζουμάνη κι όλους τους άλλους.
Ολόκληρες οικογένειες ξεμπουρτζαλώθηκανστου Μελιγαλά.
Λένε τούτα για το γέρο Τζουμάνη:
Είχαν πάρει τα εφτά του παιδιά. Ο ένας ήταν γιατρός – σωστό Ιπποκρατικό πνεύμα - , ο άλλος καθηγητής, ο άλλος παππάς, κι οι υπόλοιποι γεωργοί κι επαγγελματίες. Οι Ελασίτες, αποκάτω τους λυπήθηκαν το γέρο.
- Κράτα, του λένε, εσύ. Σύρε να ζήσεις!
- Εγώ! τους λέει. Εγώ, να ζήσω! Όχι, δεν θέλω . Αφήστε το γιατρό,πουχρειάζεται στο τόπο και – για να προστατέψει τα ορφανά, και βάλτε μένα στη θέση του.
- Όχι, του λένε βλοσυρά. Αυτό δεν γίνεται. Τράβα.
- Ε, τότε, φωνάζει ο γεροΤζουμάνης, αφήστε με κι εμένα να πάω κοντά τους.
Κιοι ελευθερωτές τον έσπρωξαν προς την ομάδα των παιδιών του για να πεθάνει μαζί τους.
Εξήντα εφτά ώρες κράτησε η μάχη του Μελιγαλά.
Στις μέρες της μάχης, τα πολυβόλα θέρισαν κορμιά. Ο οπλαρχηγός Μπένος, από το Κοπανάκι, μάχονταν σαν λέοντας. Δεν αφήνει το πολυβόλο από το χέρι του. Κι όταν ακόμα πέφτουν οι γύρω του, αυτός μένει εκεί πολεμώντας σαν Έλληνας με τους Έλληνες. Δεν ήθελε να πέσει ζωντανός στα χέρια των ορδών του Βελουχιώτη. Ήταν το τελευταίο πολυβόλο που σώπασε, ήταν ο τελευταίος που έπεσε κατά τις μαύρες ώρες της σκληρής μάχης.
Σύνδεσμος των ανταρτών που έλαβε μέρος στη μάχη του Μελιγαλά, οΓιώργος Τσακανίκας από την Αυλώνα, είπε στον γράφοντα:
- Ο Βελουχιώτης ήθελε να κάνει γενική σφαγή. Σκόπευε να σφάζει 20 χιλιάδες κόσμο. Όταν όμως τἄκουσεένας καπετάνιος, ο Ωρίωνας, βρόντηξε το πόδι του.
- Όχι λέει! Εδώ είναι Μεσσηνία. Δεν μπορεί να γίνει τέτοιο πράγμα. Οι άνθρωποι μας χρειάζονται.
Και φρόντισε να μην εφαρμοσθεί απόλυτα η φοβερή διαταγή του Βελουχιώτη. Πόσο καλύτερα θἄταν και πόσο πιο εξυψωμένος θα φάνταζε ο καπετάνιος αυτός, αν ματαίωνε ολότελα την αποκρουστική αυτή σφαγή του Μελιγαλά, που στοίχισε τόσο αίμα.
Πρέπει όμως να μαστε δίκαιοι. Και πρέπει να πούμε πως και να ήθελε ο Ωρίωνας να ματαιώσει τη σφαγή, του ήταν αδύνατο. Δεν ήτανε μόνος. Ούτε δυστυχώς ο πρώτος. Ήταν εκεί κι άλλες φυσιογνωμίες του επαναστατικού στρατού γεμάτες ταχύτητα κι εκδίκηση. Η φονική αυτή μάχη που άρχισε στις 12 9 44 και τελείωσε στις 16 του ίδιου μήνα κατά το μεσημέρι, διευθύνεταιαπό τους πάρα κάτω: Από τον συνταγματάρχη Ρουμπέα, το Σωτήρη Κλάτα, το Μπασακίδη, το Σταύρο Νικολόπουλο που εκτελούσε και χρέη επιτελάρχου, το Μπράβο, τον Ακρίτα και τον Ωρίωνα. Πάνω όμως από αυτούς κράδαινε ο λόγος και το σπαθί του τρομερού Άρη.
Τα ίδια γίναν και στο Νησί, τα ίδια και σ’ ολόκληρη την Πυλία και την Τριφυλία, τα ίδια και στην Καλαμάτα. Εδώ μάλιστα, την ώρα που ο εξαγριωμένος όχλος γύρναγε τα πτώματα των θυμάτων στην πόλη, ο Μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος ευλόγαγε τα πλήθη.
Το ίδιο σχεδόν έκανε και ο Άγγλος ταγματάρχης Ουβέκι. Αυτός ήταν βέβαια Άγγλος, δεν ανήκε στη στρατιάτων τιμίων και φιλελευθέρων Άγγλων. Ήταν του ίδιου αίματος και της ίδιας ελασίτικηςνοοτροπίας.
Ποιανών όμως ήταν τα πτώματα, που εύφραναν τόσο πολύ τους συναγωνιστές της Καλαμάτας; Τι είχε γένει κείνη την ημέρα; Ποιος είχε μπή στην ένδοξη πόλη, που από τα χείλια του ποταμού της, που γίνανε κάποτε χείλια της Ελλάδας, στάλθηκε στις 25 του Μάρτη του 1821 σ’ όλες τις Αυλές της Ευρώπης το σάλπισμα της Επανάστασης.
Την Κυριακή εκείνη, προς τ’ απόγευμα, είχε μπει στην πόλη, τρομερός καβαλλάρης, ο Άρης Βελουχιώτης. Το μπάσιμό του ήταν για τους συντρόφους γεγονός μεγάλης ιστορικής ιστορικής σημασίας.
Ταυτόχρονα όμως, είχαν συρθεί στην ίδια πόλη, δέσμιοι, μαστιγωμένοι και ταπεινωμένοι, οι πρόκριτοι της Καλαμάτας. Ο Νομάρχης Περρωτής, ο επίλαρχος Χριστόπουλος, ο εισαγγελέας Γαλόπουλος, ο Βαρελόπουλος, ο άλλοτε βουλευτής και πολιτευτής ΜελιγαλάΜπούτος, ο ανθυπολοχαγός Ηλιόπουλος, ο Δρούγκας, ο διοικητής της Χωροφυλακής Φραγκουδάκης, ο ανθυπομοίραρχος Καπότας, ο Φωτόπουλος, ο Μπερδούσης, ο Κάϊς, ο Παπατσώρης, ο Μορφονιός, και ο Φατούρος …
Ταυτόχρονα σχεδόν με τη μάχη του Πύργου, γίνηκε και η μάχη της Καλαμάτας. Η επίθεση εδώ, σ’αυτή την ωραία και μεταξένια πολιτεία, ξέσπασε στις 9 του Σεπτέμβρη, μέρα Σάββατο του 1944 πάντα. Η μάχη άρχισε στις 4.45 το πρωΐ. Η επίθεση ήταν γενική. Βάλθηκε το κάστρο, οι στρατώνες, καθώς και διάφορα άλλα σημεία, τα οποία και υπέκυψαν κατά το μεσημέρι της άλλης μέρας.
«Επελθόντος του σκότους – γράφει ο αυτόπτης Γιάννης Ταβουλλάρης – εξαπελύθη γενική εκκαθαριστική επίθεσις δια παντοίων αναφλεκτικών μέσων, βενζίνης, ναρκών, και επηκολούθησαν πυρκαγιές σε διάφορα οχυρωμένα κτίρια, όπως ήταν το κτίριοτου Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, το σπίτι του Λεωνίδα Βέκου. Η φωτιά είχε απλώσει παντού. Καίγονταν σπίτια, αποθήκες, καίγονταν όλα. Στην οδό Ταϋγέτου, στον Άγιο Νικόλαο, στην οδό Φαρών. Το Σαββατόβραδο εκείνο, φάνταζε σαν βράδυ πυρός και σιδήρου που σκόρπισε φόβο και τρόμο σ’ ολόκληρη την Καλαμάτα».
Από τις πρώτες ώρες της επίθεσης, τα πράγματα έδειξαν ότι η Καλαμάτα δεν θα άντεχε. Και τούτο, γιατί ενώ η φρουρά ήτανε μόνη, οι ελασίτες όλο και αυγάταιναν. Να και οι πρώτοι αιχμάλωτοι. Ο Τσερπές, ο Κατσαρέας, ο Κουδούνης, οι οποίοι σφαγιάστηκαν αμέσως απάνθρωπα και βάρβαρα. Να πάλι οι Τζουμαναίος, ο Τάσος με τον αδελφό του στα χέρια των ελασιτών. Πεθαίνουν αμέσως. Ή καλύτερα καταργούνται αμέσως. Πιάστηκαν ακόμα 37 αξιωματικοί των ταγμάτων. Να ο Αγγελόπουλος, ο Νιφάκος, ο Μπουλμίτης, ο Κάρμης, ο Λυμπερόπουλος, ο Δημητρακόπουλος, ο Ναθαναήλ, ο Γιωργαράκης, ο Δονάτος Αγγιναροσταθάκης, ο Κωνσταντόπουλος. Αντάμα μ’ αυτούς να κι ο Δήμαρχος Καρατζάς με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Πιάστηκαν κάπου 400 αιχμάλωτοι. Κι όπως γράφει κι η «Ελεύθερη Μεσσηνία» 10 – 9 -44: «Γι’ αυτούς το λόγο έχει ο Λαός … Τ’ αποσιωπητικά εδώ λένε πολλά. Σκότωμα και παράχωμα. Από τους Ελασίτες σκοτώθηκαν πολλοί και γεροί. Έπεσε ο Ζέρβος, ο Γεωργόπουλος και ο σαμποταριστήςΚαρατζαφέρης, του 8ου Συντάγματος (ΕΛΑΣ) κι ακόμα σκοτώθηκε ο συνταγματάρχης του 9ου Συντάγματος Σάρβας.
Μέσα σ’ αυτές τις ώρες, την τραγική νύχτα του Σαββάτου ο Νομάρχης Περωτής, ο Εισαγγελεύς, ο Διοικητής της Χωροφυλακής και μερικοί άλλοι αποφάσισαν να ανοίξουν δίοδο και να φύγουν προς του Μελιγαλά, όπου ήταν περισσότερες δυνάμεις. Μπόρεσαν κι έφτασαν μέσα από περιβόλια και μονοπάτια στο δρόμο του Ασπροχώματος κι από κει στο Μελιγαλά. Λίγο αργότερα θα πιαστούν κι αυτοί και τα πτώματά τους θα συρθούν στους δρόμους της Καλαμάτας, με αποτροπιασμό και βαρβαρότητα καννιβαλική.
Προς του Μελιγαλά τράβηξε ο Περωτής με την παρέα του και με τους οπλοφόρους του. Προς τα εκεί θα τραβήξουν τώρα και οι δυνάμεις των ΕΛΑΣ της Καλαμάτας. Η πρωτεύουσα της άνω Μεσσηνίας πρέπει να εκπορθηθεί. Πρέπει να πέσει. Όπως πράγματι κι έπεσε.
Η μάχη του Μελιγαλά άρχισε στις 12 του Σεπτέμβρη κατά την χαραυγή της αποφράδας Τρίτης - είμαστε στο 44 πάντα – και τελείωσε στις 16 του ίδιου μήνα, μέρα Σάββατο, κατά τις δώδεκα το μεσημέρι. Η διάρκειά της δείχνει και τη σκληρότητά της και την αγριάδα της. Αμέσως κιόλας με την έναρξη της σκληρής μάχης, ο ΕΛΑΣ έκανε χρήση πυροβολικού. Όλες οι φυσιογνωμίες του επαναστατικού στρατού ήτανε μαζεμένες στου Μελιγαλά. Εδώ είναι ο Κλάπας, ο Μπερακίδης, ο Ρουμπέας, ο ταξίαρχος Νικολόπουλος και οι κομισάριοι Μπράβος, Ακρίτας, Ωρίων και οι πυροβολητές Κυριακίδηας, Κωνσταντάκος. Και πάνω απ’ όλους αυτούς στέκει ο λόγος και το σπαθί του πολεμόχαρου Άρη Βελουχιώτη, που άφηκε τις βουνοκορφές της Ρούμελης και κατέβηκε στο Μωρηά για να τον πυρπολήσει.
Στη μάχη της Καλαμάτας, οι σκοτωμένοι και οι σφαγιασθέντες περνάνε τους 300. Στη μάχη του Μελιγαλά οι σκοτωμένοι πέρασαν τους χίλιους, τους οποίους και έριξαν στην πηγάδα. Στην πηγάδα μέσα έριξαν και νεκρούς και ζωντανούς. Τελευταίον πέταξαν μέσα το νοματάρχηΧρήστο Ταβουλαρέα, που βαρειά τραυματισμένος έπεσε στα χέρια των Ελασσιτών. Ο νοματάρχης αυτός άνηκε στην ένοπλη ομάδα των Νομάρχη Περωτή. Κοντά όμως μ’ αυτόν, έτσι για επισφράγιση, στην ίδια πηγάδα πέταξαν κι ένα σαμαρεμένογάϊδαρο.
Μετά τη μάχη ο Βελουχιώτης με το επιτελείο του και τους καβαλλαρέους του τράβηξε για την Καλαμάτα. Έφτασε εκεί την άλλη μέρα Κυριακή, 17 - 9 –44 τοαπόγευμα. Η Κυριακή εκείνη, ενώ ήτανε μέρα αληθινής συμφοράς, για κείνους ήτανε μέρα Λαμπρής και μέρα τροπαίων. Ο Καραϊσκάκης στην επανάσταση έκανε στην Αράχοβα μια πυραμίδα με τα οστά των τυράννων και των βαρβάρων του Έθνους. Τούτος εδώ έκανε στις πολιτείες του Μωρηά πολλές πυραμίδες, άσχετα αν φτιάχτηκαν με τα οστά των αδελφών του των Ελλήνων.
Μετά τις γιορτές της Καλαμάτας και τους ενθουσιώδεις λόγους των Άγγλων, ο Βελουχιώτης πορεύτηκε προς τους Γαργαλιάνους και την Πύλο, γιατί προς τα εκεί είχε τραβήξει ένα μεγάλο μέρος της φρουράς του Μελιγαλά με τον Παναγιώτη Στούπα. Κι εδώ έπεσε λεπίδι άγριο. Η μάχη των Γαργαλιάνων άρχισε στις 21 του Σεπτέμβρη και τέλειωσε στις 23 – 9 - 44, το απόγευμα.
Κι εδώ ο Ε.Λ.Α.Σ. χρησιμοποίησε πυροβολικό. Ο εκεί όμως αρχηγός των ταγμάτων Παναγιώτης Στούπας, ο ήρωας με το χαμόγελο όπως τον λέει ένας αξιωματικός του, γλύστρησε και τράβηξε με τους άνδρες του για την Πύλο. Από κοντά ο Άρης. Την άλλη μέρα, στις 24 γέννησε εκεί στην Πύλο άλλη μάχη. Βρόντηξε το κανονίδι και άστραψαν τα σπαθιά. Όχι όμως για να σκοτώσουν αλλόφυλους τυράννους. Αλλά ομογάλακτους αδελφούς. Κι εδώ η μάχη ήτανε σκληρή. Απερίγραφτη. Και τούτο γιατί πολέμησαν Έλληνες με Έλληνες. Ο Στούπας με τους άντρες του αμύνεται λυσσασμένα. Εδώ ο ανθυπολοχαγός Δερδελάκος ανδραγαθεί με τις επιδέξιες και άριστες βολές του. Τα κάνει σκόνη όλα. Μα και οι άλλοι, οι άντρες του Ε. Λ. Α. Σ. πολεμάνε σκληρά. Ο Στούπας έβλεπε πως ήτανε κυκλωμένος από παντού. Τα πόστα όλα ήταν πιασμένα. Γι αυτόν και για τους γενναίους του δεν υπήρχε οδός. Η μαυρίλα αυτή τοὔδεσε τη λύση. Δεν ήθελε, και δεν έπρεπε να πέσει ζωντανός στα χέρια του Άρη Βελουχιώτη. Κάτω από το κράτος αυτών των σκέψεων, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα κι απέφυγε έτσι τις φριχτές ταπεινώσεις.
Με τη μάχη της Πύλου έκλεισε για τον Άρη και τους συντρόφους του ο κύκλος του Μωρηά. Ολόκληρος ήταν στα χέρια τους. Με τους φοβισμένους ανθρώπους του, με τους ελαιώνες του, με τ’ αμπέλια του και με τις σταφίδες του θα τον κράταγαν όμως. Θα δάμαζαν το ευέλικτο πνεύμα της γης του που ρυθμίζει επί τόσους αιώνες τους χτύπους της καρδιάς του Έθνους.
Και τέλος μια μαρτυρία ανατριχιαστική –από το αληθινά αντικειμενικό βιβλίο του Κώστα Καλαντζή, που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών - για τον αιμοβόρο αρχηγό του ΕΛΑΣκαι της δήθεν «Εθνικής Αντίστασης» Άρη Βελουχιώτη:
«Πειραιώτης υπαξιωματικός του Λαϊκού στρατού, ο πολύς Γιώργος, που υπηρετούσε στις μονάδες του Άρη Βελουχιώτη, διηγήθηκε με αφέλεια στον γράφοντα, ένα σκοτεινό Δεκεμβριανό βράδυ:
- Το πιο φτηνό πράγμα σήμερα είναι η ζωή. Ο Καπετάν Βελουχιώτης μάς έκανεειδική διδασκαλία πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Όταν επρόκειτο να εκτελέσουνε τίποτα καθάρματα, ο καπετάν Άρης μάς έβανε και τους σφάζανε όλους σαν γουρούνια. Τους βάναμε κάτω κι ο καθένας έμπηγε στο κορμὶ το μαχαίρι του, και μετά μας έβαζε να γλύψουμε με τη γλώσσα μας το αίμα του μαχαιριού. Έπρεπε, μας έλεγε, να συνηθίσουμε στο αίμα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου