Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Η ανθοφορία και η καρπόδεση της ελιάς.

Η καλή παραγωγικότητα (καρποφορία) της ελιάς προϋποθέτει αρχικά την ύπαρξη ικανοποιητικού αριθμού ανθοφόρων οφθαλμών που θα δώσουν μια καλή ανθοφορία την άνοιξη. Η διαφοροποίηση (δημιουργία) των ανθοφόρων οφθαλμών ξεκινά τον Ιούλιο της περασμένης χρονιάς και ολοκληρώνεται το φθινόπωρο-χειμώνα. Στη συνέχεια οι οφθαλμοί μπαίνουν σε λήθαργο. Με την επίδραση των χαμηλών θερμοκρασιών του χειμώνα βγαίνουν από το λήθαργο και δίνουν μικρές ανθοταξίες αρχικά, που στη συνέχεια μεγαλώνουν και μετά από 6-7 εβδομάδες ανθίζουν (πλήρη άνθηση). Στη διάρκεια της πλήρους άνθησης που διαρκεί λίγες μέρες λαμβάνουν χώρα κατά σειρά η επικονίαση, η γονιμοποίηση και η καρπόδεση. Επικονίαση είναι η μεταφορά της γύρης από τους ανθήρες στο στίγμα του υπέρου. Αν το στίγμα είναι δεκτικό ακολουθεί η βλάστηση της γύρης που δίνει το γυρεοσωλήνα ο οποίος περιέχει τον σπερματικό πυρήνα...... Γονιμοποίηση είναι η συγχώνευση του σπερματικού πυρήνα (της γύρης) με τον πυρήνα του ωαρίου που βρίσκεται στην ωοθήκη (θηλυκό μέρος του άνθους) και δημιουργείται το έμβρυο. Το στίγμα είναι δεκτικό για τη γύρη 4-8 ημέρες περίπου, γεγονός που περιορίζει και την επιτυχία της επικονίασης. Καρπόδεση είναι η ανάπτυξη της ωοθήκης σε καρπό μετά από επιτυχή γονιμοποίηση. Τα στάδια αυτά είναι πολύ ευαίσθητα σε αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος.
Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τη γονιμοποίηση είναι το διάστημα που ονομάζεται αποτελεσματική περίοδος επικονίασης (ΑΠΕ), δηλαδή το χρονικό διάστημα που η επικονίαση μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχή γονιμοποίηση/καρπόδεση. Το διάστημα αυτό είναι ίσον με τη διάρκεια ζωής του ωαρίου μείον το χρόνο που χρειάζεται να βλαστήσει η γύρη και να συναντήσει το ωάριο για τη γονιμοποίηση. Η ΑΠΕ έχει βρεθεί ότι διαφέρει σημαντικά από ποικιλία σε ποικιλία και διαρκεί περίπου 4-8 ημέρες. Η ΑΠΕ που είναι η κρίσιμη περίοδος για την καρπόδεση επηρεάζεται όμως και από άλλους παράγοντες όπως η θερμοκρασία, η υγρασία, η θρεπτική κατάσταση και ποιότητα των ανθέων, το αυτόστειρο ή το αυτογόνιμο της ποικιλίας.
Η μειωμένη ακαρπία της περυσινής χρονιάς στους περισσότερους ελαιώνες αποδόθηκε στην έλλειψη νερού το χειμώνα και την άνοιξη (μειωμένες βροχοπτώσεις), στην έλλειψη ψύχους το χειμώνα για την έξοδο από το λήθαργο των οφθαλμών και στις αντίξοες καιρικές συνθήκες στην ανθοφορία και καρπόδεση. Οι σημαντικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την καρπόδεση είναι η ύπαρξη νερού και η θερμοκρασία που εκτός των άλλων επηρεάζουν την ΑΠΕ όπως προαναφέρθηκε.
Η ανθοφορία της φετινής χρονιάς και οι κίνδυνοι για την καρπόδεση

Ο φετινός χειμώνας ήταν σαφώς καλύτερος από πέρυσι γιατί έδωσε αρκετές βροχοπτώσεις (στις περισσότερες περιοχές) και είχε αρκετό ψύχος για την έξοδο των οφθαλμών από το λήθαργο.
Αποτέλεσμα αυτών είναι η καλή γενικά ανθοφορία που παρατηρείται στους ελαιώνες. Αυτή την εποχή (Μάιος) όλοι οι ελαιώνες βρίσκονται σε διάφορα στάδια ανθοφορίας που διαφέρουν ανάλογα με την ποικιλία και την περιοχή. Το πιο ευαίσθητο και καθοριστικό για την καρποφορία στάδιο είναι αυτό της πλήρους άνθησης και καρπόδεσης όπως αυτό τονίστηκε προηγούμενα. Στο στάδιο αυτό ή λίγο πριν, η έλλειψη νερού μπορεί να προκαλέσει μείωση του αριθμού των ανθοταξιών των ανθέων/ανθοταξία ή μείωση των γόνιμων ανθέων και ανθόπτωση. Προκαλεί επίσης το φαινόμενο της πύρωσης του υπέρου, δηλαδή ο ύπερος είναι ατροφικός και δεν είναι επιδεκτός γονιμοποίησης και συνεπώς μειώνεται το ποσοστό γονιμοποίησης, καρπόδεσης και καρποφορίας. Η έλλειψη νερού όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί από τους παραγωγούς με το πότισμα όπου αυτό είναι βέβαια δυνατόν (ποτιστικοί ελαιώνες).
Οι παράγοντες όμως που δεν μπορεί να ελέγξει ο παραγωγός είναι οι θερμοί και ξηροί άνεμοι που μπορεί να μειώσουν την καρπόδεση γιατί προκαλούν αφυδάτωση και ξήρανση των ανθέων. Οι βροχοπτώσεις και γενικά η υψηλή σχετική υγρασία προκαλούν μυκητολογικές ασθένειες ενώ οι υπερβολικές βροχοπτώσεις μπορεί να προκαλέσουν έλλειψη θρεπτικών στοιχείων με αποτέλεσμα την ανθόπτωση ή πτώση μικρών καρπών. Οι ανοιξιάτικοι παγετοί σπάνια προκαλούν προβλήματα στην ανθοφορία λόγω όψιμης ανθοφορίας της ελιάς και περιορίζονται στις πιο ορεινές περιοχές. Πιο κάτω θα αναφερθούμε αναλυτικά στον παράγοντα θερμοκρασία και κύρια τις υψηλές θερμοκρασίες που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα κατά τη γονιμοποίηση-καρπόδεση. Αυτό γιατί δυστυχώς από τα τέλη Απριλίου οι θερμοκρασίες ανέβηκαν απότομα και σε επίπεδα πάνω από τα κανονικά για την εποχή. Θα πρέπει να τονιστεί όμως ότι ο συνδυασμός υψηλών θερμοκρασιών και έλλειψης νερού μπορεί να προκαλέσει τις σοβαρότερες ζημιές στην ανθοφορία/καρπόδεση.
Το ερώτημα είναι ποιες θερμοκρασίες και με ποιό τρόπο εμποδίζουν την καρπόδεση

Από τα υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα είναι γνωστό ότι οι ευνοϊκότερες θερμοκρασίες στο στάδιο της γονιμοποίησης-καρπόδεσης είναι 22-25 οC γιατί ευνοούν τη βλάστηση της γύρης και επηρεάζουν θετικά την ΑΠΕ, τη γονιμοποίηση και την καρπόδεση. Θερμοκρασίες κάτω από 15 οC ή πάνω από 30/32 οC, που θεωρούνται σαν πάνω και κάτω όρια, μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στην καρπόδεση. Αυτό συμβαίνει γιατί στις θερμοκρασίες αυτές (πολύ χαμηλές ή πολύ υψηλές) καθυστερεί η ανάπτυξη του γυρεοσωλήνα με αποτέλεσμα να μην προλάβει να γίνει η γονιμοποίηση γιατί εκφυλίζεται το ωάριο και η ωοθήκη. Οι υψηλές θερμοκρασίες σε ορισμένες ποικιλίες μπορεί ακόμη να προκαλέσουν αυτοστειρότητα (αδυναμία δηλαδή αυτογονιμοποίησης). Η χρήση επικονιαστριών ποικιλιών στον ελαιώνα (στις περιπτώσεις αυτές) επηρεάζει θετικά την καρπόδεση. Αυτό συμβαίνει γιατί η γύρη της επικονιάστριας ποικιλίας βλαστάνει γρηγορότερα και προλαβαίνει να γίνει έγκαιρα η γονιμοποίηση πριν τον εκφυλισμό του ωαρίου.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα υψηλές θερμοκρασίες (πάνω από 30 ή ακόμη χειρότερα πάνω από 32 οC) μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά το στάδιο πλήρους άνθησης-καρπόδεσης με αποτέλεσμα την μειωμένη καρπόδεση και παραγωγή. Το στάδιο αυτό διαρκεί 6-8 ημέρες ή και λίγο περισσότερο, διαφέρει όμως από ποικιλία σε ποικιλία και στις διάφορες τοποθεσίες καλλιέργειας στη χώρα μας και επηρεάζεται και από τη θερμοκρασία. Για παράδειγμα υπάρχουν ποικιλίες πρώιμης ανθοφορίας (Κορωνέικη, Μεγαρείτική, Θρουμπολιά και Αδραμυτινή) και όψιμης (Καλαμών, Αγουρομάνακο και Λιανολιά Κερκύρας). Στις ορεινές περιοχές οι ελιές ανθίζουν πολύ αργότερα από τις πεδινές και θερμότερες περιοχές που ανθίζουν πιο πρώιμα. Ο χρόνος της πλήρους άνθησης επηρεάζεται επίσης από περιβαλλοντικούς παράγοντες (όπως οι θερμοκρασίες και οι βροχές του χειμώνα) και διαφέρει από χρονιά σε χρονιά ακόμη και για την ίδια τοποθεσία και ποικιλία και δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Στις αρχές του Μάη τη φετινή χρονιά, οι ελαιώνες βρίσκονται σε διάφορα στάδια ανθοφορίας , μερικοί ίσως και στο στάδιο της πλήρους άνθησης.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τις υψηλές θερμοκρασίες που είναι στο στάδιο της πλήρους άνθησης/καρπόδεσης διαφέρει χρονικά από περιοχή σε περιοχή και για το λόγο αυτό θα πρέπει να προσδιορίζεται σε συνδυασμό του σταδίου αυτού με τις επικρατούσες μέγιστες θερμοκρασίες στη συγκεκριμένη περιοχή και δεν μπορεί να γενικεύεται. Για παράδειγμα στις 6 Μαΐου η θερμοκρασία ήταν πάνω από 30οC μόνο στις ανατολικές περιοχές της Πελοποννήσου (30,5 μέχρι και 33,5). Στην υπόλοιπη Ελλάδα οι θερμοκρασίες ήταν χαμηλότερες των 30οC (στοιχεία ΕΜΥ). Επομένως, μόνο αυτές οι περιοχές βρέθηκαν σε κίνδυνο και με την προϋπόθεση ότι οι ελαιώνες ήταν σε πλήρη άνθηση.
Παράγοντες που επηρεάζουν το μέγεθος των ζημιών από υψηλές θερμοκρασίες

Η σοβαρότητα των ζημιών εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Η ποικιλία παίζει σημαντικό ρόλο. Πολλά πειράματα έχουν δείξει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην αντοχή των ποικιλιών στις θερμοκρασίες πάνω από τους 30 οC. Πειράματα στην Κρήτη έδειξαν ότι η γύρη των ποικιλιών ‘Μαστοειδής’ και ‘Καλαμών’, ήταν πιο ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες, των ποικιλιών ‘Κορωνέικη’ και ‘Αμυγδαλολιά’ μέτρια ανθεκτική στους 30 oC ενώ στη θερμοκρασία των 40 oC όλες οι ποικιλίες ήταν ευαίσθητες.
Η καλή θρεπτική και υδατική κατάσταση των δένδρων και των ανθέων επηρεάζει θετικά την αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες ενώ η μεγάλη διάρκεια των υψηλών θερμοκρασιών αυξάνει τον κίνδυνο των ζημιών. Υψηλότερη σχετική υγρασία στην ατμόσφαιρα είναι ευνοϊκή και μετριάζει τις ζημιές των υψηλών θερμοκρασιών. Η έκθεση του ελαιώνα και η πυκνότητα φύτευσης. Ελαιώνες με νότια έκθεση έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτούς που βρίσκονται σε βορεινή έκθεση γιατί οι τελευταίοι έχουν χαμηλότερες θερμοκρασίες. Τα ποτισμένα ελαιόδενδρα κινδυνεύουν λιγότερο από τους ξηρικούς ελαιώνες.
Πρακτικές συστάσεις για τους παραγωγούς

Είναι γνωστό ότι έλεγχος των υψηλών θερμοκρασιών σε ένα ελαιώνα δεν είναι πρακτικά εύκολος η σχεδόν αδύνατος. Ορισμένες όμως καλλιεργητικές πρακτικές μπορεί να βοηθήσουν στο μετριασμό των ζημιών επηρεάζοντας ελαφρώς και τη θερμοκρασία των ελαιώνων. Ο κυριότερος τρόπος είναι τα κανονικά ποτίσματα του ελαιώνα ώστε να διατηρείται υγρό το έδαφος και να τροφοδοτεί τα φύλλα και τα άνθη με νερό ώστε να μειώνει τον κίνδυνο αφυδάτωσης. Επίσης διατηρεί το επίπεδο της σχετικής υγρασίας του αέρα σχετικά υψηλό και κατ’ επέκταση χαμηλότερο το ύψος της θερμοκρασίας. Χρειάζεται όμως προσοχή ώστε να αποφεύγονται τα υπερβολικά ποτίσματα που μπορεί να προκαλέσουν απόπλυση θρεπτικών στοιχείων από το έδαφος και να επηρεάσουν αρνητικά την καρπόδεση.
Η σχετικά πυκνότερη φύτευση (όχι βέβαια υπέρπυκνη) και πλουσιότερη βλάστηση (σε ποτιστικούς ελαιώνες) μπορεί να διατηρεί χαμηλότερες θερμοκρασίες στον ελαιώνα (λόγω μεγαλύτερης εξατμισοδιαπνοής). Αυτό σημαίνει να αποφεύγονται τα αυστηρά κλαδέματα στους ελαιώνες αυτούς.
Η σωστή λίπανση με βάση την ανάλυση των φύλλων που διατηρεί τα δένδρα σε καλή θρεπτική κατάσταση συμβάλλει στην καλή ανάπτυξη και ποιότητα των ανθέων για καλύτερη αντοχή σε αντίξοες συνθήκες και στην αποτελεσματική καρπόδεση.
Η καλλιέργεια επικονιαστριών ποικιλιών στον ίδιο ελαιώνα μπορεί να βοηθήσει στη γρηγορότερη ανάπτυξη του γυρεοσωλήνα και να επιδράσει θετικά στην καρπόδεση ακόμη και σε συνθήκες σχετικά υψηλών θερμοκρασιών.
Να αποφεύγονται τα οργώματα και φρεζαρίσματα ειδικά την άνοιξη που μειώνουν την υγρασία του εδάφους και την οργανική ουσία. Αντί αυτού να εφαρμόζονται πρακτικές που αυξάνουν την οργανική ουσία του εδάφους και διατηρούν μεγαλύτερες ποσότητες νερού στο έδαφος (ειδικά στους ξερικούς ελαιώνες). Τέτοιες πρακτικές είναι η χρήση χορτοκοπτικών και καταστροφέων για τον έλεγχο των ζιζανίων, η χλωρή λίπανση κλπ.
Τέλος θα μπορούσε θεωρητικά να εφαρμοστεί η μερική σκίαση του ελαιώνα με ειδικά δίκτυα κάλυψης. Για παράδειγμα, πειράματα με σκίαση κατά 30% της ηλιακής ακτινοβολίας έχουν δείξει ότι μπορεί να μειώσουν τη θερμοκρασία του αέρα κατά 2 οC και να μετριάσουν τις ζημιές από τις υψηλές θερμοκρασίες. Πρακτικά αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε νέους ελαιώνες που διατηρούνται τα δένδρα σε χαμηλό σχετικά ύψος. Το πρόβλημα όμως και στην περίπτωση αυτή είναι το οικονομικό.
Του Σταύρου Βέμμου
Καθηγητού Δενδροκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: olivenews 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου