Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Μετανάστες από το Βασίλειο των Δύο Σικελιών στους Γαργαλιάνους

Αντιγραφή απο την
εφημερίδα Ελευθερία
17-10-2015 
(έντυπη μορφή)
«Επαναστατικώ δικαίω» μεγάλες εκτάσεις γης που πριν την απελευθέρωση κάθε περιοχής, ανήκαν σε μουσουλμάνους, οθωμανικά ιδρύματα ή στο οθωμανικό κράτος, με την νέα δημιουργηθείσα κατάσταση, περιήλθαν στον έλεγχο του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Ήδη από τους πρώτους επαναστατικούς χρόνους οι προσωρινές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τις λεγόμενες αυτές «εθνικές γαίες» ως υποθήκες για τα δάνεια του Αγώνα (1824 και 1825), ενώ στη συνέχεια ο Καποδίστριας και ο Όθωνας κατέβαλαν προσπάθειες για την αξιοποίησή τους. Αυτές απετέλεσαν το κύριο εθνικό κεφάλαιο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και με αποφάσεις, νόμους και διατάγματα, που συχνά διαδέχονταν ή και συμπλήρωναν το ένα το άλλο, τις διαχειρίζονταν οι κυβερνώντες ανάλογα με τις ανάγκες που καλούνταν να αντιμετωπίσουν. Την περίοδο της Αντιβασιλείας και τα πρώτα έτη της βασιλείας του Όθωνα, που θα μας απασχολήσει εδώ, θεωρήθηκε ως καλύτερη λύση η απαγόρευση της εκποίησης των Εθνικών Κτημάτων (1833), εν συνεχεία όμως εκδόθηκε ο νόμος «περί προικοδοτήσεως των Ελληνικών οικογενειών» (1835) ανοίγοντας στην ουσία ο δρόμος για την εκποίησή τους.
Ο υπολογισμός αυτών των εκτάσεων δεν είναι εφικτός καθώς τα απογραφικά στοιχεία της εποχής δεν είναι ακριβή και σαφή. Παρόλα αυτά, σε μεμονωμένες περιπτώσεις μπορούμε να ξεχωρίσουμε κατά προσέγγιση τα όρια συγκεκριμένων εκτάσεων, ώστε να ορίσουμε με σχετική ακρίβεια την, πάλαι ποτέ, οθωμανική ιδιοκτησία σε μία μόνο περιοχή. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι εθνικές γαίες, εξι χιλιάδων στρεμμάτων, στην περιοχή Λιβάρτζι ανατολικά της πόλεως των Γαργαλιάνων όπως την συναντάμε σε σχετική αλληλογραφία στα Γενικά Αρχεία του Κράτους[1] κατά την προσπάθεια παραχώρησής τους σε Έλληνες μετανάστες από το χωριό Βάδεσσα του τότε Βασιλείου των Δύο Σικελιών[2] στην περιοχή της Νάπολης της σημερινής Ιταλίας. .....

Αρχές του 1836 αποστέλλεται Βασιλική διαταγή στην επί των Εσωτερικών Γραμματεία «Περι των μεταναστευσάντων ελλήνων εκ της Βαδέσσης της Νεαπόλεως εις την Ελλάδα». Η διαταγή αυτή είχε εκδοθεί κατόπιν αναφοράς, του 1834, του Ελληνικού προξενείου στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών περιεχούσης και σχετική αίτηση του επικεφαλής των αιτούντων Ελλήνων παπά Νέστορος Πάλλη. Την διεκπεραίωση της διαταγής αυτής ανέλαβαν οι Γραμματείες Οικονομικών και Εσωτερικών. Το πρόβλημα της τοποθεσίας που θα τους παραχωρούταν κατ΄ αρχήν είχε ορισθεί στην περιοχή της Γλαρέντζας (Κυλλήνης) «... είς τω ακροτηρίω Άραξος…».
Όπως ήταν φυσικό, τα κύρια ερωτήματα, τα οποία είχαν προκύψει αρχικά, ήταν αν μπορούσαν να ενταχθούν στον περί προικοδοτήσεως νόμο και αν ήταν συμφέρον του Ελληνικού κράτους να τους δεχθεί. Να τονίσουμε εδώ πως οι μετανάστες αυτοί είχαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα που υπερτονίζεται πολλές φορές στην σχετική αλληλογραφία. Κατείχαν γεωπονικές γνώσεις, τις οποίες θα μπορούσαν να μεταφέρουν στον ντόπιο πληθυσμό και έτσι να αυξηθεί η παραγωγή των αγαθών. Οι δύο Γραμματείες έπρεπε να δώσουν λύση στο θέμα αφού όχι μόνο ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις γεωργικές γνώσεις των μεταναστών, αλλά θεωρούσαν επιτακτική ανάγκη την αναπλήρωση του πληθυσμού, που είχε αποδεκατιστεί ένεκα της Επαναστάσεως και κυρίως των επελάσεων του Ιμπραήμ. Έτσι, η προσαρμογή τους στα προβλεπόμενα υπό του νόμου δεν ήταν δύσκολο να συμβεί, αφού όπως αναφέρεται, οι Έλληνες αυτοί είχαν μεταναστεύσει προ 90 ετών περίπου από τα μέρη της Ηπείρου στην Βάδεσσα της Νάπολης και ως εκ τούτου μπορούσαν να θεωρηθούν Έλληνες στην καταγωγή.
Επιβεβαιώνεται αυτή η αναφορά περί καταγωγής τους από την Βόρειο Ήπειρο (σημερινή Αλβανία) από το γεγονός ότι στην περιοχή της Pescara της Ιταλίας νοτιοανατολικά της Ρώμης, υπάρχει ένα χωριό με το όνομα Villa Badessa. Σύμφωνα με την ιστορία αυτού του χωριού όπως είναι καταγεγραμμένη από τους σημερινούς κατοίκους, η καταγωγή τους είναι από την επαρχία Χειμάρρας της σημερινής Αλβανίας. Το 1743 μετανάστευσαν στο Βασίλειο της Νεαπόλεως απειλούμενοι από τους Οθωμανούς με στόχο να αλλάξουν την πίστη τους, κάτι το οποίο δεν δέχτηκαν και έτσι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν εκεί. Ακόμα και σήμερα διατηρούν το εκκλησιαστικό τυπικό της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας αν και πλέον η εκκλησιαστική τους κοινωνία είναι με την εκκλησία της Ρώμης, κάτι που δεν συνέβαινε την εποχή της μετανάστευσης που θα μας απασχολήσει.
Όλα τα στοιχεία συνηγορούν ότι οι μετανάστες της Βάδεσσας του 1836 είναι οι κάτοικοι αυτού του χωριού καθώς εκτός των άλλων ακόμα και η αναφορά της Γραμματείας «…να θεωρηθώσι ως Ελληνικάς οικογενείας μεταναστεύσασας προ περίπου 90 ήδη ετών από την Αλβανίαν και κατέφυγαν εις την Νεάπολιν…» συμπίπτει με το έτος 1743 που αναφέρουν οι σημερινοί κάτοικοι. Έτσι επειδή «…ήσαν είς ξένο κράτος και χωρίς Ελλάδα…» ο Όθωνας δέχθηκε «…να επιστρέψουν εις την πάτριον εστίαν…» αφού μάλιστα «…διετήρησαν άμωμον την θρησκείαν και τα έθιμά των..».
Την 3η Νοεμβρίου 1836 εκδίδεται Βασιλική διαταγή που εντάσσει τους μετανάστες αυτούς στον περί προικοδοτήσεως νόμο, δίδει διπλή πίστωση προικοδοτήσεως στις πολυάριθμες οικογένειες, απαλλάσσει αυτούς από φόρους για δύο χρόνια, τους παραχωρεί προσωρινό κατάλυμα εάν αποβιβαστούν στο Ναβαρίνο, υπόσχεται δε να δώσει υποτροφία σε δύο παιδία για το στρατιωτικό σχολείο, τους δίδει κίνητρα για την κατασκευή εκκλησίας στο μέρος που θα εγκατασταθούν και τέλος διατάσσει τον πρόξενο να φροντίσει να επιβιβαστούν σε ελληνικό πλοίο με ασφάλεια όταν αποπλεύσουν για την Ελλάδα.
Τελικά οι μετανάστες απέπλευσαν στο Ναβαρίνο και εγκαταστάθηκαν σε προσωρινά καταλύματα εκεί. Η παραχώρηση κτημάτων στην Ηλεία απερρίφθη, για λόγους που δεν είναι σαφείς και έτσι απεφασίσθη να εγκατασταθούν σε κάποια περιοχή της Μεσσηνίας που υπήρχαν ικανές εκτάσεις εθνικών γαιών. Ο δραστήριος, ως φαίνεται επικεφαλής των μεταναστών εξ Ιταλίας, παπά Νέστορας Πάλλης, βολιδοσκοπούσε καθ’ όλο το 1837 τις περιοχές αυτές και παράλληλα μετέβη στην Αθήνα για να συναντήσει τους αρμοδίους Γραμματείς και να επισπεύσει την αποκατάστασή τους. Η πρώτη περιοχή που επελέχθη ήταν στην περιοχή Ρίπεια της Μεθώνης, η οποία όμως, ενώ ήταν ικανή να καλλιεργηθεί από τους μετανάστες, δεν απετελείτο εξ ολοκλήρου από εθνικές γαίες, και όσες ήταν, είχαν ενοικιασθεί πολυετώς ή ήταν επιβαρυμένες με διάφορες συμφωνίες από την Κυβέρνηση. Έτσι παρεκάλεσε τον Οικονομικό Επίτροπο Μεθώνης να ενημερώσει την επί των Οικονομικών Γραμματεία και να εισηγηθεί την παραχώρηση της περιοχής Λιβάρτζι «…μεταξύ των δήμων Πλαταμώδους (Γαργαλιάνων) και Κηνηρίου (Χωρών)…», για την οποία μάλιστα ήταν σύμφωνος και ο Διοικητής Τριφυλίας.
Η έκταση αυτή ήταν καλλιεργούμενη ήδη, αλλά και καλλιεργήσιμος, είχε δύο ποταμούς και ένα Εθνικό δάσος σύμφωνα με τον Οικονομικό Επίτροπο Μεθώνης. Κατόπιν τούτου και προφανώς των θετικών εισηγήσεων των αρμοδίων Γραμματειών ο Όθωνας εκδίδει έτερο Βασιλικό Διάταγμα με ημερομηνία 16 Ιανουαρίου 1838 και διατάσσει την συνεργασία των Διοικητών Τριφυλίας και Πυλίας με τους Οικονομικούς Επιτρόπους αυτών των περιοχών, έτσι ώστε να μεριμνήσουν για την άμεση παραχώρηση αυτής της έκτασης χωρίς όμως, όπως τονίζει, να θιγούν τα συμφέροντα του κράτους και των παρακείμενων κατοίκων.
Η πρώτη ενέργεια του Διοικητή Τριφυλίας ήταν να πείσει την τοπική κοινωνία μέσω του δημάρχου Πλαταμώδους Ιώ. Λαμπρόπουλου, για τα οφέλη που θα έχει αν δεχθεί τους νέους κατοίκους και που δεν ήταν άλλες από τις γνώσεις τους σε θέματα καλλιέργειας και εμπορίου. Παράλληλα ο Γραμματέας επί των Οικονομικών διατάσσει τους Διοικητές και Οικονομικούς Επιτρόπους Τριφυλίας Α. Λυμπερακόπουλο και Πυλίας Δ. Κανελόπουλο να συνέλθουν μετά του επικεφαλής των μεταναστών π. Νέστορος Πάλλη και του δημάρχου Πλαταμώδους Ιω. Λαμπρόπουλου να χαράξουν τα όρια της περιοχής που θα παραχωρηθεί. Αυτοί την 20η Φεβρουαρίου 1838, συντάσσουν σχετική γνωμοδότηση μετά από επιτόπια παρατήρηση και μεταξύ άλλων αναφέρουν:
«…ο εκλεχθής υπό των αποίκων ούτος τόπος απέχων ως 2 ½ στάδια περίπου (γύρω στα τερακόσια μέτρα) από την παρακείμενη πόλη του Γαργαλιάνου… κειμένη από τους λιμένας Πύλου και Πρώτης όχι πολύ μακράν και προσφόρους εις τας μελλούσας εμπορικάς και άλλας σχέσεις των. Έτσι δε είναι γειτονική με κωμόπολιν φιλήσυχον και φιλόξενον χαρίζουσα εις αυτούς διάφορα χρειώδη κατά την έναρξη της αποικίας.
Τονίζει όμως και το γεγονός ότι η έκταση που παραχωρείται είναι αυτόνομη προς αποφυγή φιλονικιών μεταξύ των νέων και των παλαιών κατοίκων αλλά και αρκετή ώστε να μπορέσει να υποδεχθεί και άλλους μετανάστες που έχουν σκοπό να μετοικίσουν μελλοντικά σε αυτή την αποικία. Τα όρια της περιοχής περιγράφονται από την επιτροπή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στηριζόμενα κυρίως στα τοπωνύμια, στα γεωφυσικά σημεία μα και στην χρήση του αρότρου που χάραξε αυτά.
«… Το όριον της περιοχής ταύτης αρχόμενον προς ανατολάς του Γαργαλιάνου, δεξιόθεν του φέροντος προς τας Χώρας δημοσίου δρόμου έχων περί δυσμάς μεν τον πετρώδη και μακρόν λόφον λεγόμενον Πέτρα Σουγλερή ή Παλαιό Χωριό και κατά τα διάφορα μέρη. Τούτου δε τον ζυγόν ακολούθει κατά την χύσιν των νερών μέχρι της άκρας της λεγομένης Χοντρό Βουνό, η οποία τελειώνει εις τον χείμαρον Καταβόθρα. Εκείθεν προς μεσημβρίαν έχει τον χείμαρον τούτον μέχρι τέλους κατά το μέρος το λεγόμενον Κουρεμενή. Έπειτα προχωρεί εις τον γεώλοφον Κοτρωνάκια κατά την χύσιν των νερών μέχρι του χωρίου Φλόκα εις το μέρος λεγόμενον Αμπέλι του Γεροθανάση. Και ανατολικά από το Αμπέλι του Γεροθανάση έρχεται ευθείαν εις την Απιδούλαν, αφήνωσι έξω το αμπέλι, που λέγεται Αφεντικόν. Και από το σύρραχον Τρικουκάκι εις Βαρκούλι διερχόμενον από τα πανιτσιώτικα αλώνια. Ομοίως και ευθείαν προς άρκτον εμβαινών εις τον δημόσιον δρόμον των Φιλιατρών αφήνων έξω τα αλώνια ταύτα και την φραγκοκκλησίαν και έπειτα δια του δημοσίου δρόμου του κατά την κοιλάδα λεγομένην Πλατανάκια και Αγριοσυκιές φθάνει εις τον πόρον του ρύακος Διποτάμου του οποίου τον δρόμον ακολουθεί μέχρι του πετρολόφου λεγομένου {..} τον οποίον αφήνει έξω προς δεξιάν. Εκείθεν δε διευθύνεται προς δυσμάς διακόπτον τον έμπροσθεν χείμαρρον και έρχεται εις το βουνόν Λαζαριά κατά το καμίνι. Έπειτα ακολουθεί τον ζυγόν του βουνού τούτου ορίζοντος την περιοχήν της αποικίας από του Γαργαλιάνου κατά την χύσιν των νερών μέχρι της Υψηλής Πέτρας και αριστερά του Φέροντος από Γαργαλιάνους εις Χώρας δημοσίου δρόμου…».
Να σημειώσουμε εδώ πως ο δημόσιος τότε δρόμος Χώρα Γαργαλιάνοι Φιλιατρά περνούσε Ανατολικά της πόλεως των Γαργαλιάνων, έφτανε στο χωριό Βάλτα και από εκεί Φιλιατρά. Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, τα όρια αυτής της περιοχής άγγιζαν τα χωριά Φλόκα και Πάνιτζα τα οποία την εποχή αυτή δεν ξεπερνούσαν τις τριάντα οικογένειες. Οι κάτοικοι της Φλόκας (δεκαπέντε οικογένειες) είχαν φυτέψει στη συγκεκριμένη περιοχή χωρίς άδεια σαράντα στρέμματα αμπέλια, καλλιεργούσαν και εκμεταλλεύονταν άλλες εκτάσεις που ήταν απαραίτητες για τους αποίκους, όπως σημειώνει η επιτροπή εισηγούμενη την απομάκρυνση των κατοίκων της από αυτά. Συμπληρώνει όμως πως καλό είναι να παραμείνουν αν δεχθούν να συνοικισθούν «…εις την αντίπεραν θέσιν…» με τους αποίκους. Αν συμφωνήσουν σε αυτό θα τους παραχωρούταν τα αμπέλια και οι λοιπές αυτές εκτάσεις ενώ παράλληλα θα τους χαριζόταν οικόπεδο μισού στρέμματος στον καθένα για να κτίσουν νέα οικία, τριακόσια στρέμματα χέρσου γης στην θέση Περιβόλι του Βοεβόδα ή Βοϊβοδοκάμινον που βρίσκεται κοντά στο χωριό Μουζούστα (σήμερα Λεύκη) και παράλληλα θα είχαν τις ανάλογες με τους αποίκους φοροαπαλλαγές.
Είναι εμφανής στην αλληλογραφία των εμπλεκομένων αρχών πως ο σκοπός τους ήταν να συνοικήσουν τους κατοίκους των οικισμών Πάνιτζας και Φλόκας με τους νέους αποίκους ώστε να είναι πιο εύκολη η μετάδοση των γεωργικών και λοιπών γνώσεων που μετέφεραν οι άποικοι από την Βάδεσσα και παράλληλα να γίνει η αφομοίωση τους στην περιοχή με τον πιο ανώδυνο τρόπο. Οι διαμαρτυρίες των κατοίκων της Φλόκας και όχι μόνο, δεν σταμάτησαν, διότι θεώρησαν υπερβολή να παραχωρηθούν έξι χιλιάδες στρέμματα γης σε εφτά ( που κατέφθασαν αρχικά) οικογένειες αποίκων. Παράλληλα ξεκίνησε μία διαμάχη μεταξύ των αποίκων και κατοίκων των Γαργαλιάνων για ένα κεραμιδοκάμινο που βρισκόταν στα όρια της περιοχής Λιβάρτζι. Ο παπα Νέστορας Πάλλης ζητούσε να παραχωρηθεί στην αποικία για να μπορέσει έτσι να κτίσει τα σπίτια της. Από την άλλη, οι κάτοικοι ζητούσαν να γίνει δημοπρασία, αφού ήταν Εθνικό, και να ενοικιασθεί προς όφελος του Δημοσίου. Την 1η Μαΐου 1838 ξεκίνησε πλειστηριασμός με περιθώριο κατάθεσης προσφορών τις τρείς ημέρες. Την πρώτη ημέρα κατέθεσε προσφορά ο Δημήτριος Ματζούνης (55 δραχμές), τη δεύτερη ο Χρήστος Χωραΐτης (56 δραχμές) και ο Αθανάσιος Μαστοράκης 60 δραχμές και την τρίτη ημέρα ο Χρήστος Χωραΐτης (61 δραχμές). Δεν γνωρίζουμε αν το όνομα Χρήστος Χωραΐτης που κατέθεσε προσφορά τις δυο τελευταίες ημέρες, είναι το ίδιο πρόσωπο, πάντως η κεραμιδοκάμινος κατοχυρώθηκε στον πλειοδότη και έτσι παραχωρήθηκε για ένα χρόνο, στον Χρήστο Χωραΐτη που υπέγραψε αντί αυτού ο Γεώργιος Ψιλογαλανόπουλος ως εγγράμματος.
Ο Οικονομικός Επίτροπος Τριφυλίας Α. Λυμπερακόπουλος ενημερώνει την Γραμματεία επι των Οικονομικών για το αποτέλεσμα της δημοπρασίας και συμπληρώνει ότι ο παπά Νέστορας Πάλλης διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι έγινε δημοπρασία και επιμένει να ζητάει την παραχώρηση της καμίνου αυτής στην αποικία. Ο Γραμματέας των Οικονομικών δίδει εντολή να δοθεί η κεραμιδοκάμινος στην αποικία αν καταβληθεί από αυτήν το ποσό που πλειοδότησε. Σε διαφορετική περίπτωση να επαναληφθεί η δημοπρασία και αν θέλει ο παπά Νέστορας Πάλλης, να συμμετάσχει.
Οι άποικοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα και απείλησαν με αποχώρηση όχι μόνο για το γεγονός ότι η κάμινος αυτή βρισκόταν στα όρια της οριζόμενης εκτάσεως για την αποικία και παραχωρήθηκε με δημοπρασία, αλλά και για το ότι απειλούνταν τα όριά της από το μέρος των χωριών Πάνιτζας και Φλόκας.
Η παρέμβαση της επί των Εσωτερικών Γραμματείας το καλοκαίρι του 1838 ηρέμησε λίγο την κατάσταση και το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους ο Όθωνας εξέδωσε διαταγή αναγνωρίζοντας πλήρως τα αποφασισθέντα υπό των επιτροπών, της δημοπρασίας και των συμφωνηθέντων από την αρχή της άφιξης των επτά οικογενειών. Την ίδια εποχή ο επικεφαλής των μεταναστών παπά Νέστορας Πάλλης επέστρεψε στη Βάδεσσα για να φροντίσει και την μετανάστευση των υπολοίπων οικογενειών. Οι επτά οικογένειες με τη συνδρομή του Δασονόμου Λιγούδιστας χρησιμοποίησαν δασική ξυλεία άρχισαν να φτιάχνουν τα σπίτια του οικισμού και να καλλιεργούν την γη που τους παραχωρήθηκε. Μέχρι την άνοιξη του 1840 και αφού είχε επιστρέψει ο επικεφαλής τους, οι μετανάστες είχαν ήδη θέσει τις βάσεις και ανέμεναν τις υπόλοιπες ογδόντα οικογένειες από το Βασίλειο των Δύο Σικελιών. Ξαφνικά όμως το φθινόπωρο του αυτού έτους ο Όθωνας δίδει διαταγή οι επτά οικογένειες των μεταναστών να επιστρέψουν στην Βάδεσσα και μάλιστα λόγω της πλήρους ένδειας που είχαν περιέλθει να τους δοθούν 400 δραχμές ως έξοδα επιστροφής.
Ο λόγος, ο οποίος οδήγησε τους μετανάστες στην αποχώρησή τους έτσι απλά ήταν: «…τα εμπόδια, τα οποία η εκεί Κυβέρνησις περιέβαλε εις την μετανάστευσην των άλλων οικογενειών.», χωρίς να μας δίδεται καμία άλλη πληροφορία. Οι Εθνικές γαίες, τα σπίτια, ακόμα και τα γεωργικά εργαλεία που είχαν οι μετανάστες στο Λιβάρτζι επέστρεψαν στο κράτος και έτσι οι νεόκτιστες οικίες εγκαταλείφθηκαν.
Η αναφορά όμως, που συναντήσαμε πιο πάνω και προέτρεπε τους Φλοκιώτες να μετοικήσουν «…εις την αντίπεραν θέσιν…» και να συνοικιστούν με τους εκ Βαδέσσης, δηλώνει ότι το νεόκτιστο χωριό των μεταναστών θεμελιώθηκε σε θέση που θα είχε απέναντί του το τότε χωριό της Φλόκας. Αυτό γίνεται πιο ξεκάθαρο αν λάβουμε υπόψη ενωμένες με μία νοητή ευθεία τις θέσεις, Κουρεμενή, Κοτρωνάκια, Αμπέλι του Γεροθανάση, Απιδούλα, Τρικουκάκι και τα πανιτσιώτικα αλώνια, που αφήνουν δυτικά το σημερινό χωριό της Φλόκας και ανατολικά την περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Παλιόφλοκα. Αυτές τις χωρίζει Χείμαρρος, βοηθώντας έτσι να περιγραφούν με τη φράση «…εις την αντίπεραν θέσιν…».
Αν συνυπολογίσουμε και τις προφορικές παραδόσεις της περιοχής, σύμφωνα με τις οποίες η Παλιόφλοκα ήταν το παλιό χωριό της Φλόκας, γίνεται πιο ξεκάθαρο πως η μετεγκατάσταση των Φλοκιωτών συνέβη σε κάποια χρονική στιγμή και σίγουρα μετά το 1840, που βρίσκουμε το χωριό ανατολικότερα από το σημερινό. Να σημειώσουμε πως στο νεόδμητο χωριό πρέπει να μετοίκησαν μόνο οι κάτοικοι της «παλιάς Φλόκας» και όχι αυτοί της Πάνιτσας το οποίο διελύθη επισήμως το 1897[3]
Η έκταση των έξι χιλιάδων στρεμμάτων καταλαμβάνει όλη την γνωστή σε μας σήμερα περιοχή Λιβάρτζι, από τους «Πέντε Δρόμους» μέχρι τα «Διπόταμα», κοντά στην Βάλτα και από την δεξαμενή των Γαργαλιάνων μέχρι την περιοχή «Παλιόφλοκα» ανάμεσα στα χωριά Φλόκα και Πύργος. Τότε ήταν μία πρόκληση και η διανομή της, απ’ ότι φαίνεται, δεν έγινε ομαλά. Δυστυχώς δεν έχουν σωθεί στοιχεία για τον χρόνο και τον τρόπο, που παραχωρήθηκε. Το γεγονός όμως ότι τα επόμενα χρόνια μετοίκησαν στην περιοχή πολλοί Έλληνες, κυρίως από τα ορεινά της Πελοποννήσου, θα καθιστούσε ευκολότερη την καλλιέργεια της και με τον καιρό τη διανομή της.

[1] Γ.Α.Κ. Αρχείο Εθνικών Κτημάτων. Σειρά 5. Υποσειρά 9. Φακ. 1957. Νομαρχία Μεσσηνίας 1840.
[2] Το Βασίλειο των Δύο Σικελιών δημιουργήθηκε το 1816 από την ένωση του Βασιλείου της Σικελίας και του Βασιλείου της Νάπολης. Διατηρήθηκε έτσι μέχρι το 1860 και το 1861 προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της Ιταλίας.
[3] ΦΕΚ. 59Β/ 17-6- 1897.
 Του Παναγιώτη Δ Γλιάτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου