Γεννήθηκα
πάνω από ένα καφενείο τη δεύτερη μέρα του Δεκέμβρη του 1907. Πρώτα άκουσα τη
μελισσοβουή του καφενείου, που σα μουρμούρα έφτανε στ΄αυτιά μου
διαπερνώντας το ταβάνι και το πάτωμα, κι ύστερα είδα τον κόσμο που
καθόταν στα τραπέζια του.
Τις
καθημερνές ο κόσμος εκείνος ήταν ένα «φυγιό», ένας συνεπαρμός που
εισορμούσε στο καφενείο, προχωρούσε ως το τζάκι απέναντι στην είσοδο,
παράγγελνε τον καφέ, το φασκόμηλο, το τσάι του, το ρούφαγε καφτό,
κολυμπώντας στη «σκουτέλα» μια φετιασμένη αγκωνή ψωμιού, «καπίνιζε» ένα-δυο
τσιγάρα κι αμέσως επετιώταν έξω. Σε λίγο εκείνοι που ήταν το πέρασμά τους,
κάλπαζαν, άλλοι για τον απάνω κάμπο, άλλοι για την κάτω «περιφέρεια» να
πάνε στις δουλειές, στα χτήματά τους. Και το βραδάκι που γύριζαν, πάλι έρχονταν
στο καφενείο, βιαστικοί και.................
τότε, αλλά λιγότερο, να πιούν τον καφέ, το
«κονιάκο» τους να στυλωθεί η καρδιά τους και να πάνε να πλαγιάσουν, γιατί την
άλλη μέρα, κάθε άλλη μέρα που δεν ήταν γιορτή, τους περίμενε ο «έργος»
Το πρωί
έφευγαν γεμάτοι ζωντάνια, ξέχειλοι από όρεξη για δουλειά, με πειράγματα,
καλαμπούρια, φωνές, διαταγές και παραγγέλματα, καμιά φορά με φοβέρες και
βρισιές. Κάθε αυλή, κάθε γειτονιά, κάθε σταυροδρόμι, κάθε δρόμος κι ένα σμάρι
από ανθρώπους, άντρες, γυναίκες, παιδιά και ζα, αλογογαίδουρα, μαρτίνια και
σκυλιά που ξεκινούσαν με τα εργαλεία, τα προσφάγια κι όλα τα χρειαζούμενα.
Αυτός ήταν ο
κόσμος που περνούσε μπρος στο καφενείο, χτισμένο στο τριγωνικό σταυροδρόμι με
τη μικρή πλατεία.
Τις Κυριακές
και τις γιορτές ήταν άλλο πράμα. Όλοι περνούσαν, οικογένειες, οικογένειες
και κατηφόριζαν στο δημόσιο δρόμο να πάνε στην εκκλησιά στο κάτω μέρος
του χωριού μετά το τελευταίο σπίτι. Κι όταν σχόλαζε η εκκλησιά ανέβαιναν
κάπως αργά, επίσημα. Οι άντρες σταματούσαν στο καφενείο να πιούν τον καφέ
τους, τα παιδιά σκόρπαγαν αγοράσουν καραμέλες στα μαγαζιά και να παίξουν,
οι γυναίκες πήγαιναν στα σπίτια να μαγειρέψουν.
Τελευταίος
ερχόταν αργά ο παπά Γιώργης με τους επιτρόπους που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι
φέροντας μαζί τους και ένα μεγάλο κομμάτι «πρόσφορο», «λειτουργιά» που
τους φίλευε ο παπάς. Εκείνος νοιαζόταν να τραβήξει το ναργιλέ του και να
καλεί τους ενορίτες να πληρώσουν τη χρονιάτικη συνδρομή της
εκκλησίας δίνοντας τους την ετοιμασμένη απόδειξη πληρωμής. Πόσοι δε δυστροπούσαν
για τούτη τη συνδρομή από είκοσι πέντε δραχμές ο φτωχότερος ως σαράντα ο
καλύτερος του χωριού, άλλοι από φτώχεια, άλλοι από «τζαναμπετιά.»
Και ποιοι
ήταν κείνοι οι « άντρωποι» που εγώ πρωτογνώρισα, που εντυπωσίασαν.
Κάποιοι γέροι με μπενοβράκια, με ρούχινα γελέκα που σταύρωναν στο στήθος
με θηλυκωτές κόπιτσες, με άσπρα φαρδομάνικα πουκάμισα, με γονατάρες που
κατάληγαν σε βακετένια παπούτσια και καμιά φορά με κάπες από τραγόμαλο. Αυτοί
οι άνθρωποι ήταν λίγοι, παππούδες με γένια σε βαθουλωμένα πρόσωπα που ένας-ένας
έφευγαν από τον κόσμο τούτο. Ο Καραμποτσογιωργάκης που τον έβριζαν τα παιδιά
«γκιοτή»,. Ο γέρο-Λύγκος που τον είχε βάλει η Κοινότητα να ανάβει τα φανάρια
στους δρόμους του χωριού, ο γέρο Λαγάκης, ο Γλιαταριστίρης, ο Παναγογιώργης που
φούμερνε ναργιλέ απέξω στο καφενεδάκι των παιδιών του, του Δημήτρη και
του Παρασκευά, ο Κατσουλόχρηστος, ο στραβός που όταν πλήρωνε τον καφέ του
χάιδευε την πεντάρα και για να μην τον κοροϊδεύουν έλεγε κάθε φορά
«φράγκο είναι τούτο, ρε παιδί;». Ο Κωσταντονικόλας, ο Κουλοφώτης ο Αδαμόπουλος
που διασκέδαζε το χωριό της απόκριες με τα μασκαριλίκια του, ο Αποστόλης ο
Κάππος, ο Τσολοπάνάγος και δυο τρεις άλλοι ακόμα. ΄Ησυχοι άνθρωποι, πρόβατα του
Θεού, που από παιδαρέλια ζέχτηκαν στη σκληρή δουλειά. Τούτοι ξελόγκιασαν τον
απάνω και τον κάτω κάμπο και τον φύτεψαν σταφίδες που τώρα τις άφηναν καρπερές
στα παιδιά τους. Τούτοι πονέσανε και κλάψανε σαν εφύτευαν και τις νύχτες
πήγαιναν αγριωποί τσομπαναρέοι με τις στάνες των γιδιών κι έτρωγαν τα τρυφερά
βλαστάρια των κλημάτων και άντε ξαναφύτευαν άλλα από την αρχή.. Τούτοι
δουλέψανε μονιασμένοι, όλο το χωριό, και χτίσανε το ξωκλήσι του ΄Αγιου
Νικόλα πάνω από την Αυρηλιωνόρουγα, βάλανε και τον κάναλο της βρύσης που
το νερό της περνάει κάτω από την ΄Αγια Τράπεζα. Τούτοι χτίσανε με πελεκητές
πέτρες και την κάτω βρύση με τους δύο ξέχειλους κάναλους που το νερό της τόσο
χαρούμενο την ημέρα και το σκιαχτερό τη νύχτα, βροντάγε ασταμάτητα.
Τούτοι βάλανε λεφτά και φέρανε τον καλύτερο τεχνίτη που σκάλισε το μελίχρωμο
τέμπλο της εκκλησιάς και στρώσανε το δάπεδό της με χρωματιστές πλάκες κι
είχανε σκοπό να φτιάσουν και καινούργιο πέτρινο καμπαναριό στη θέση του παλιού
χτισμένο με ξυλάρμενο. Τούτοι φωνάξανε και ζητήσανε και έγινε και σχολείο των
θηλέων και δε μένουν τα κορίτσια τους κούτσουρα απελέκητα σαν τις δικές τους
γυναίκες και αδερφάδες. Στέργιωσαν και το πανηγύρι της Αγιά-Παρασκευής
στις 26 Ιούλη και μαζεύονται στο εξωκλήσι χτισμένο πάνω στο λόφο απ΄όπου
αγναντεύουν από βοριά-ανατολή μέχρι νότο το βουνό της Αγιάς και σ΄όλο τον άλλο
κύκλο ως το βοριά το Νιόκαστρο και το λιμάνι του Ναυαρίνου και το Ιόνιο και
όταν ο ουρανός είναι ξάστερος ύστερ΄από δυνατή βροχή, φαίνονται κα
τα Στροφάδια. Εφτά ζυγιές όργανα παίζαν στη μικρή πλατεία τη μέρα κείνη και
χόρευαν και γλένταγαν από τα΄απόγευμα ως τα ξημερώματα της άλλης μέρας. Εκεί
έβλεπαν οι νέοι και τις νέες , στο χορό, στο τραγούδι, στον περίπατο και
γλάρωναν τα μάτια και στέλνανε από το ένα χωριό σε άλλο προξενητάδες και
παντρεύονταν και έρχονταν σώγαμπροι στα σπίτια και μεγάλωνε το χωριό. Τούτοι οι
παλαιοί άνθρωποι που γεννήθηκαν μπρος-πίσω στην «ξεθρόνιση του ΄Οθωνα» κι
είχανε να μολογάνε για την αναρχία κείνων των ημερών..»
Απο τη σελίδα της Ελένης Τσαμαδού, κόρης του Θέμη Τριφύλιου, οπου μιλάει για τον πατέρα της ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου