Του Σταθη Ν. Καλυβα*
Το ερώτημα που κυριαρχεί την τελευταία διετία είναι αν θα
καταφέρει να «σωθεί» η χώρα, αν δηλαδή θα παραμείνει στην ευρωπαϊκή τροχιά της πολιτικής σταθερότητας και ευημερίας, στην οποία εισήλθε το 1974. Στη σκιά όμως του ερωτήματος αυτού, και μάλιστα με τρόπο ιδιαίτερα επιτακτικό, αν και συνήθως έμμεσο, τίθεται ένα παράλληλο ερώτημα: Πρέπει να σωθεί η Ελλάδα; Ή είναι καλύτερο για όλους, την Ευρώπη αλλά και τον ίδιο τον ελληνικό λαό, να αφεθεί στη μοίρα της και να καταρρεύσει; Πρόκειται για ένα επιχείρημα με ηθικές όσο και πρακτικές διαστάσεις και εδώ θα εξετάσω τις δεύτερες.
Η κεντρική ιδέα είναι πως η κατάσταση της χώρας είναι...................
μη αναστρέψιμη και γι’ αυτό η διάσωσή της αποτελεί μια τεχνητή και επομένως θνησιγενή διαδικασία που επιτείνει τον πόνο, δίχως να μπορεί να οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση. Αντίθετα, υποστηρίζεται πως η κατάρρευση θα είχε λυτρωτικό αποτέλεσμα. Αντί για το ατελείωτο μαρτύριο της σταγόνας, καλύτερη θα ήταν μια καταστροφή που θα «μηδένιζε το κοντέρ» ώστε να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Πρόκειται για ένα επιχείρημα που, σεΗ κεντρική ιδέα είναι πως η κατάσταση της χώρας είναι...................
διάφορες παραλλαγές, ταυτίστηκε με θέσεις όπως η στάση πληρωμών, η καταγγελία του Μνημονίου ή η έξοδος από την Ευρωζώνη.
Η διάγνωση δεν είναι εύκολα αμφισβητήσιμη. Το πολιτικό προσωπικό αποδείχθηκε κατώτερο των περιστάσεων, ενώ οι κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν την κρίση απέτυχαν να κινητοποιήσουν τους πολίτες, προτείνοντας ένα πειστικό και θετικό όραμα για το μέλλον. Οι υπεύθυνοι για τη διαφθορά παραμένουν ατιμώρητοι, ενώ οι πρακτικές νεποτισμού συνεχίζονται, όπως έδειξε ανάγλυφα η περίπτωση Πολύδωρα. Η αντιπολίτευση επιτείνει το πρόβλημα με τη δοκιμασμένη αλλά αδιέξοδη πρακτική του συστηματικού παραμυθιάσματος, της ανεύθυνης πλειοδοσίας και του αχαλίνωτου λαϊκισμού. Η κρατική μηχανή είναι διαλυμένη και αδυνατεί να επιτελέσει βασικές λειτουργίες, όπως η δικαιοσύνη και η αστυνόμευση, με αποτέλεσμα η ανομία να οδηγεί στην κοινωνική διάλυση και την αυτοδικία. Οσο για την κοινωνία, ζαλισμένη από την κρίση, φυσιολογικά δύσπιστη απέναντι στα κόμματα και μαθημένη στις πρακτικές του λαϊκισμού, δυσκολεύεται να αποκαθηλώσει τους μύθους: το Μνημόνιο προκάλεσε την κρίση, υπάρχουν εύκολες λύσεις που δεν μας αφήνουν να επιλέξουμε οι ξένοι που μας ζηλεύουν κ.λπ.
Εν τω μεταξύ οι συντεχνίες αγωνίζονται λυσσωδώς για τη διατήρηση των προνομίων τους σε βάρος του συνόλου χρησιμοποιώντας έναν υποκριτικό λόγο περί δημοσίων λειτουργημάτων και αγαθών που αδυνατεί πλέον να καλύψει την πιο γυμνή επιδίωξη ενός στενού οικονομικού τους συμφέροντος. Ετσι, η χώρα βουλιάζει μέσα σε μια ατμόσφαιρα απόλυτης σήψης και παρακμής. Η εικόνα που προκύπτει είναι μιας κοινωνίας που έχει χάσει τη θέλησή της να ζήσει. Κάτω από τις συνθήκες αυτές,
αναρωτιέται κανείς, πώς είναι δυνατό να μιλάμε για σωτηρία;
Ενώ τα επιμέρους στοιχεία της διάγνωσης αυτής είναι ορθά, δεν παύει να είναι ισοπεδωτική. Οι μεγάλες θυσίες των δύο τελευταίων ετών δεν έχουν μείνει χωρίς αποτέλεσμα, όπως φαίνεται από τα δημοσιονομικά στοιχεία. Η αντίληψη πως η χώρα βαδίζει με μαθηματική βεβαιότητα στον γκρεμό απλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Παρά τη δυστοκία στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, πληθαίνουν τα σημάδια πως συλλογικές και ατομικές συμπεριφορές μεταλλάσσονται. Αν και πρόκειται για αργές, υπόγειες και μακρόσυρτες διαδικασίες με αποτελέσματα που θα αργήσουν να φανούν, δεν παύουν να ισχύουν. Ανεξάρτητα όμως από αυτά, διαφωνώ ως προς το διά ταύτα και θεωρώ πως ακόμη και αν αληθεύει η χειρότερη δυνατή διάγνωση εκείνο που προέχει είναι η αποφυγή της κατάρρευσης με κάθε τρόπο. Και αυτό για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι πως η κατάρρευση δεν είναι καθόλου προάγγελος αναγέννησης. Αντίθετα, πρόκειται για μια εξαιρετικά βίαιη διαδικασία με τεράστιο κόστος, όπου την πτώση διαδέχεται συνήθως η μακρόχρονη αποτελμάτωση. Μολονότι η διάσωση καθόλου δεν εγγυάται πως τα πάντα θα αλλάξουν προς το καλύτερο, η διεθνής εμπειρία δείχνει πως μια κατάρρευση αφήνει βαθιά σημάδια που δύσκολα επουλώνονται, υπονομεύοντας και στρεβλώνοντας την προσπάθεια ανασυγκρότησης που πάντοτε ακολουθεί. Οσοι θεωρούν πως η κατάρρευση θα «γίνει μάθημα», αγνοούν πως συχνά οι καταστροφές διδάσκουν το λάθος μάθημα.
Ο δεύτερος είναι πως η κατάρρευση έχει οριζόντιες συνέπειες, πλήττει δηλαδή εξίσου αθώους και ενόχους και πολύ περισσότερο τους πρώτους, ιδιαίτερα τους νέους και όσους την τελευταία διετία τηρούσαν τον νόμο, επέμεναν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, ή προχώρησαν σε καινοτόμες πρωτοβουλίες. Αντίθετα, ορισμένοι από τους πλέον ενόχους, όσους δηλαδή δημιούργησαν και πλούτισαν από τη φούσκα που οδήγησε στην κρίση, θα εκμεταλλευτούν την κατάρρευση για να αποκτήσουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα και να κυριαρχήσουν οικονομικά και πολιτικά. Συγχρόνως, η κατάρρευση θα εξαφανίσει την ευρωπαϊκή πίεση που ασκείται πάνω στη πολιτική τάξη, αφήνοντάς την να λειτουργήσει ανεξέλεγκτα με αποτελέσματα που μπορεί να φανταστεί ο καθένας.
Στο ερώτημα αν πρέπει να σωθεί η χώρα, η απάντηση είναι σαφής: υπέρτατη προτεραιότητα είναι η αποφυγή της κατάρρευσης.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο
Πανεπιστήμιο Yale.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου